Η Royal Dutch Shell , η μεγαλύτερη εταιρεία πετρελαίου στην Δυτική Ευρώπη, διατήρησε σταθερά τα αποθέματά της σε αργό πετρέλάιο και φυσικό αέριο, το περασμένο έτος, παρά την απώλεια του ελέγχου του έργου Sakhalin 2 στην Ρωσία.

Η Royal Dutch Shell , η μεγαλύτερη εταιρεία πετρελαίου στην Δυτική Ευρώπη, διατήρησε σταθερά τα αποθέματά της σε αργό πετρέλάιο και φυσικό αέριο, το περασμένο έτος, παρά την απώλεια του ελέγχου του έργου Sakhalin 2 στην Ρωσία.

Η εταιρεία επιβεβαίωσε τη δέσμευσή της να αυξήσει την παραγωγή της κατά 2-3% ετησίως στην επόμενη δεκαετία και υπογράμμισε τη στροφή την οποία πραγματοποιεί από την παραδοσιακή παραγωγή «μαύρου χρυσού» και φυσικού αερίου υπέρ των πιο μακροβιότερων «στοιχείων ενεργητικού» της δηλαδή των κοιτασμάτων της που μπορούν να παραμείνουν σε λειτουργία για μακρό χρονικό διάστημα –15 έτη ή και περισσότερο. .

Ο Γιερόεν βαν ντερ Βίιρ, ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, δήλωσε πως η Shell επενδύει σε έργα που θα «παράσχουν στήριγμα στον όμιλο στο πρώτο μισό αυτού του αιώνα», δηλαδή, μια περίοδο κατά την οποία πιστεύει πως η συμβατική παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου θα είναι ανεπαρκής να καλύψει τη ζήτηση.

Τα αποθέματα αποτέλεσαν ευαίσθητο ζήτημα για την Shell από το 2004 όταν ξέσπασε το σκάνδαλο της «ελλιπούς» πληροφόρησης, ωστόσο, τα νέα στοιχεία θεωρούνται από τους αναλυτές της αγοράς ως καθησυχαστικά.

Η Shell τερμάτισε το περασμένο έτος με αποδεδειγμένα αποθέματα που αντιστοιχούν στο ισοδύναμο των 11,92 δισ. βαρελιών πετρελαίου και φυσικού αερίου, από 11,94 δισ. βαρέλια που είχε ανακοινώσει στα τέλη του 2006.

Η εταιρεία εξασφάλισε ικανές ποσότητες αποθεμάτων για να αντικαταστήσει το 124% του πετρελαίου και του φυσικού αερίου που παρήγαγε στη διάρκεια του έτους. Τα αποθέματα προέρχονται από την ανάπτυξη έργων ανά την υφήλιο, συμπεριλαμβανομένου του μεγάλου προγράμματος παραγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) στο Κατάρ.

Εξασφάλισε, ακόμη, περαιτέρω αποθέματα στις ΗΠΑ, την Αυστραλία, και την Νορβηγία καθώς και από το προβληματικό έργο Κασαγκάν στο Καζακστάν, όπου η ιταλική Eni έχει αναλάβει την εποπτεία της λειτουργίας και η Shell είναι ένας από τους μεγαλύτερους μετόχους.

Η Royal Dutch Shell βασιζόταν κυρίως, στο παρελθόν, στους «πετρελαιο-αμμόλιθους» (oil sands) του Καναδά για να ενισχύει τα πετρελαϊκά αποθέματά της, κάτι που, ωστόσο, δεν χρειάστηκε να κάνει το περασμένο έτος, με μοναδική εξαίρεση την εξαγορά του μειοψηφικού μεριδίου μετοχών της θυγατρικής της στη χώρα (Shell Canada) που της εξασφάλισε επιπλέον ποσότητα που ισοδυναμεί με 322 εκατ. βαρέλια πετρελαίου.

Οι εν λόγω προσθήκες αντιστάθμισαν την απώλεια των ισοδυνάμων με 402 εκατ. βαρέλια πετρελαίου από την πώληση του μισού του μεριδίου μετοχών της Shell στο έργο Sakhalin 2, ύψους 20 δισ. δολαρίων, στον ρωσικό όμιλο φυσικού αερίου Gazprom, ύστερα από τις ασφυκτικές πιέσεις που άσκησε η κυβέρνηση του Κρεμλίνου.

Η Shell είχε, πέρυσι, να επιδείξει καλά αποτελέσματα όσον αφορά στην ανεύρεση πετρελαίου και φυσικού αερίου – τα καλύτερα της τελευταίας επταετίας – αν και αυτή η επιτυχία της δεν έχει αποτυπωθεί, ακόμη, πλήρως στα επισήμως αναγνωρισμένα αποθέματά της.

Ωστόσο, τυχόν υποχώρηση των διεθνών τιμών του πετρελαίου θα ασκήσει, ενδεχομένως, πίεση στο επενδυτικό πρόγραμμα της εταιρείας. Αν τα κόστη εξακολουθήσουν να ανέρχονται, η κερδοφορία μπορεί να υποχωρήσει ακόμη χαμηλότερα. Αλλά, από τη στιγμή που τα έργα θα συνεχίσουν να βρίσκονται σε λειτουργία, θα αποδειχτούν εξαιρετικώς επικερδή.

Ο Τομ Έλακοτ, ο αναλυτής της Wood Mackenzie, του ομίλου ερευνών δήλωσε: «Η Shell διαθέτει ένα εξαιρετικά μακροπρόθεσμο επενδυτικό πρόγραμμα. Αν καταφέρουν να το φέρουν σε πέρας και να θέσουν τα έργα σε λειτουργία, όπως υποστηρίζουν πως μπορούν να κάνουν, η εταιρεία θα βρεθεί σε πολύ ισχυρή θέση έναντι του ανταγωνισμού κατά την προσεχή δεκαετία».