Σφιχτή παραμένει η «θηλιά» του ενεργειακού κόστους γύρω από την ενεργοβόρο βιομηχανία και ιδίως για τις επιχειρήσεις της Μέσης Τάσης, σε αντίθεση με αυτές της Υψηλής Τάσης που έχουν εξατομικευμένα συμβόλαια

Οι επιχειρήσεις Μέσης Τάσης αφενός πλήττονται απευθείας από το άλμα του φυσικού αερίου και αφετέρου έχουν στην πλειονότητά τους τιμολόγια ρεύματος που συνδέονται με ρήτρα αναπροσαρμογής.

Οι μεγάλες επιχειρήσεις της Υψηλής Τάσης έχουν διμερή εξατομικευμένα συμβόλαια που συνάφθηκαν πριν από το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης και τους προστατεύουν από τις διακυμάνσεις των χονδρεμπορικών τιμών, τουλάχιστον έως το τέλος του έτους. Να σημειωθεί ότι η μέση τιμή του φυσικού αερίου διαμορφώθηκε τον Μάρτιο στα 128 ευρώ/ΜWh στον διεθνή κόμβο TTF από 80 ευρώ/MWh που ήταν τον Φεβρουάριο.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις επιχειρηματικών κύκλων, η επιβάρυνση στο κόστος παραγωγής της βιομηχανίας ανέρχεται στο 20%-40% -με το ακριβές ποσοστό να διαφοροποιείται ανά κλάδο-, έχοντας αυξηθεί σε σημαντικό βαθμό σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα.

Ο διπλασιασμός της επιδότησης των λογαριασμών ηλεκτρικής ενέργειας των επιχειρήσεων στα 130 ευρώ/MWh για τον τρέχοντα μήνα (με τις μικρότερες επιχειρήσεις με παροχή ισχύος έως 35 kVA και τα αρτοποιεία να λαμβάνουν πρόσθετη επιδότηση 100 ευρώ/MWh), καθώς και ο διπλασιασμός της επιδότησης των λογαριασμών φυσικού αερίου -που ισχύει για όλες τις επιχειρήσεις- στα 40 ευρώ/MWh που ανακοινώθηκε χθες για τον Απρίλιο (από 20 ευρώ/ΜWh Μάρτιο) απορροφά σε έναν βαθμό τους κραδασμούς. Δεν είναι όμως αρκετό, τονίζουν στελέχη της ενεργοβόρου βιομηχανίας, που εκτιμούν ότι ακόμα και με τα ενισχυμένα μέτρα προστασίας, η τελική τιμή του φυσικού αερίου για τη βιομηχανία -συμπεριλαμβανομένης και της επιδότησης- διαμορφώνεται στα 90 ευρώ/MWh. Εάν δε υπολογιστεί η αύξηση ως προς τη μέση τιμή φυσικού αερίου (TTF) του δεκαμήνου Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2021 που ήταν 30 ευρώ/MWh, η αύξηση μετά την επιδότηση είναι 60 ευρώ/MWh, που «μεταφράζεται» σε ένα πρόσθετο κόστος της τάξης των 60 εκατ. ευρώ τον μήνα για τη βιομηχανία.

Η μετακύλιση

Όπως έχουν επανειλημμένα επισημάνει οι βιομηχανικοί σύνδεσμοι, μείζον πρόβλημα παραμένει η 100% μετακύλιση των χονδρεμπορικών τιμών ρεύματος -που έκλεισαν τον Μάρτιο στο ιστορικό ρεκόρ των 287 ευρώ/MWh και παραμένουν σε αυτά τα επίπεδα και τον Απρίλιο- στα τιμολόγια της Μέσης Τάσης. Αυτό είναι μια ελληνική ιδιαιτερότητα που δεν παρατηρείται στις άλλες χώρες της Ε.Ε., όπου υπάρχουν αφενός εργαλεία αντιστάθμισης κινδύνου μέσω της προθεσμιακής αγοράς στα Χρηματιστήρια Ενέργειας (που στην Ελλάδα υπολειτουργεί), αφετέρου οι βιομηχανίες μπορούν να συνάπτουν μακροπρόθεσμα διμερή συμβόλαια με τους ηλεκτροπαραγωγούς που τους προσφέρουν ορατότητα για το ενεργειακό τους κόστους σε βάθος χρόνου, μια δυνατότητα που δεν προσφέρεται αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα η έκθεση στις spot τιμές ρεύματος να αποτελεί μονόδρομο, τη στιγμή που στην Ευρώπη το 50%-80% της ζήτησης για ρεύμα της βιομηχανίας καλύπτεται μέσω διμερών συμβολαίων, μια συνθήκη που θέτει σε μειονεκτική θέση τις εγχώριες επιχειρήσεις και ιδίως αυτές που έχουν εξαγωγικό προσανατολισμό. Για τον λόγο αυτό η ενεργοβόρος βιομηχανία ζητά -όπως υπογράμμισε προ ημερών και ο πρόεδρος της ΕΒΙΚΕΝ Αντώνης Κοντολέων- να υποχρεωθούν να διαθέτουν μέρος της παραγωγής τους μέσω διμερών συμβολαίων με φυσική παράδοση, κάτι που προϋποθέτει και την ανάπτυξη της προθεσμιακής αγοράς ΕΧΕ. Προτείνει μάλιστα να τεθεί ως προϋπόθεση για όσους παραγωγούς ΑΠΕ θελήσουν να επιδοτηθούν με συμβάσεις με σταθερή τιμή (μέσω των διαγωνισμών της ΡΑΕ), να διαθέτουν το 50% της παραγωγής τους σε διμερή συμβόλαια με τη βιομηχανία.

(από την εφημερίδα "ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ")