Διερωτάται κανείς βλέποντας την έξαρση της τουρκικής επιθετικότητος των τελευταίων εβδομάδων, αν η Άγκυρα πιστεύει πως η διεθνής συγκυρία της επιτρέπει να δημιουργήσει ένα πεδίο τριβής μέσα στους κόλπους της Ατλαντικής Συμμαχίας. Όσο και αν αυτό ακούγεται παράλογο, για να το τοποθετήσει κανείς στην ορθή του βάση θα πρέπει να ανατρέξει σε μια πεντηκονταετία ελληνο-τουρκικών ζητημάτων. Θα δούμε ότι η Άγκυρα εκμεταλλεύεται ευκαιρίες που δημιουργούνται σε κάθε συγκυρία.

Ένα σφάλμα της Αθήνας είναι ότι επικεντρώνεται στο Αιγαίο και της διαφεύγει ότι η Τουρκία, ως ηπειρωτική δύναμις βλέπει πάντα την Θράκη και τον Έβρο ως περιοχή της κυρίας ενεργείας της. Εν ολίγοις αν δούμε επικίνδυνη κλιμάκωση των ελληνο-τουρκικών, αυτή θα εξελιχθεί στον Έβρο. Εκεί μάλιστα, η παρούσα συγκυρία με τις αδιάκοπες κινήσεις λαθρομεταναστών δημιουργεί το υπόστρωμα για μια ανάφλεξη, οποιαδήποτε στιγμή η Άγκυρα το επιλέξει. Οι συνεχείς κινήσεις λαθρομεταναστών που εγκαταλείπονται στις προσωρινώς διαμορφούμενες από τα ρεύματα του ποταμού, νησίδες του Έβρου, αφήνουν περιθώρια πολλαπλής εκμεταλλεύσεως. Όμως εμείς αναλύουμε περισσότερο τις κινήσεις στο Αιγαίο που είναι δευτερεύουσες ενέργειες ή αντιπερισπασμοί και, δεν αναλύουμε επαρκώς τα συμβαίνοντα στον Έβρο.
Τις καταστάσεις αυτές, πρέπει να τις αξιολογήσουμε συνολικά. Η Άγκυρα γνωρίζει πολύ καλά -όπως και οι εχέφρονες Έλληνες υπηρεσιακοί παράγοντες- ότι με ή χωρίς τον πόλεμο της Ουκρανίας, το ΝΑΤΟ δεν υπάρχει περίπτωσις να αφήσει να εξελιχθεί ένας πόλεμος μεταξύ δύο συμμάχων.

Η διαφορά είναι ότι σε μια περίπτωση σαν την σημερινή, η παρέμβασις θα είναι ταχυτέρα του συνήθους. Ενδεχομένως αυτό θα θελήσει να εκμεταλλευθεί η Άγκυρα δημιουργώντας κάποια τετελεσμένα. Τετελεσμένα που θα αποτελέσουν εφαλτήρια για περαιτέρω διεκδικήσεις και περαιτέρω επιθετικές συμπεριφορές. Αυτό κάνει άλλωστε διαρκώς. Η δε περίπτωσις των Ιμίων είναι ενδεικτική της μορφής την οποία θα έχει η συμμαχική παρέμβασις. Δεν πρόκειται να ληφθεί υπ' όψιν κανένα διεθνές δίκαιο και κανένας νόμος στην λύση που θα δοθεί. Θα είναι μια παρέμβασις που θα επιβάλλει μιαν όπως-όπως αποτροπή των εχθροπραξιών αδιαφορώντας για κυριαρχικά και άλλα δικαιώματα της ελληνικής πλευράς. Μοναδικό τους ενδιαφέρον θα είναι να μην συμπλέκονται δύο σύμμαχοι και να τους οδηγήσουν σε κάποιας μορφής διάλογο. Σε αυτόν όμως τον διάλογο δεν ισχύει απλώς το «μακάριοι οι κατέχοντες». Ισχύει το «μακάριοι οι διεκδικούντες». Και δυστυχώς οι διεκδικούντες είναι διαχρονικώς οι Τούρκοι.

Το σφάλμα της Ελλάδος, το οποίο αποτελεί και την αιτία δυσμενών εξελίξεων είναι, μεταξύ άλλων και, η συνεχής προσφυγή στα όργανα του ΝΑΤΟ διεκδικώντας τα δίκαιά της. Πέρα από το γεγονός ότι η αποστολή του ΝΑΤΟ δεν έχει να κάνει με την διευθέτηση διαφορών μεταξύ συμμάχων, η στάσις της Ελλάδος του δίδει το δικαίωμα να πιστεύει ότι η χώρα μας θα δεχθεί την μεσολάβησή του και θα αποδεχθεί κάθε είδους λύση που μπορεί να δώσει. Ξεκινώντας από αυτήν την βάση, επιδίωξις των μεσολαβητών είναι πάντα ο προσδιορισμός των τουρκικών απαιτήσεων. Ουδέποτε των ελληνικών. Παρ' ότι αυτό συμβαίνει διαρκώς, η Αθήνα δεν φαίνεται να το έχει κατανοήσει και να έχει προσαρμόσει αναλόγως την πολιτική της.

Ένα δεύτερο στοιχείο, το οποίο η Αθήνα ουδέποτε έχει αξιολογήσει, είναι οι συνθήκες υπό τις οποίες η τουρκική επιθετικότης εμφανίζει εξάρσεις. Απεναντίας θεωρούμε ευνοϊκά σημεία, όταν βλέπουμε ύφεση της επιθετικότητος. Κάνουμε τότε το λάθος να «χαλαρώσουμε» και να πιστέψουμε ότι μπαίνουμε σε τροχιά επιλύσεως των προβλημάτων. Οδηγούμεθα έτσι στην μείωση των αμυντικών μας δαπανών που οδηγεί στην υποβάθμιση της αμυντικής και αποτρεπτικής μας ισχύος και ανοίγει τον δρόμο για τον επόμενο κύκλο διεκδικήσεων.
Ένα στοιχείο όμως που «αφελώς» (για να μην χρησιμοποιήσουμε χειρότερο χαρακτηρισμό) η ελληνική πλευρά είναι ότι η τουρκική επιθετικότης βρίσκει έδαφος και εκδηλώνεται, όταν η στρατιωτική ισχύς της Ελλάδος μειώνεται. Δευτερευόντως η διπλωματική κατάστασις λειτουργεί υποστηρικτικά. Και μπορεί σήμερα η Ελλάς να μην ευρίσκεται στην δεινή διπλωματική θέση του 1974, όμως η Τουρκία θεωρεί ότι οι χειρισμοί της στο ουκρανικό την τοποθετούν σε κυρίαρχη θέση.

Τα γεγονότα ομιλούν από μόνα τους. Οι πρώτες παραβιάσεις ευρείας κλίμακος άρχισαν να εκδηλώνονται το 1983. Τότε η αεροπορική ισορροπία στο Αιγαίο είχε ανατραπεί. Η Κυβέρνησις του ΠΑΣΟΚ του 1981 καθυστέρησε τα προγράμματα αγοράς νέων μαχητικών και, μέχρις ότου έγινε η λεγομένη «αγορά του αιώνα» υπήρχε πρόβλημα. Όταν η ισορροπία απεκατεκατεστάθη, οι καθημερινές παραβιάσεις ήσαν παγιωμένη κατάστασις. Η επακολουθήσασα κρίσις του 1987 και, ο υποδειγματικός χειρισμός της σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο (με αποφασιστική ανάπτυξη του Στόλου) οδήγησε την Τουρκία σε υποχώρηση. Η Ελλάς τότε θεώρησε ότι τα πράγματα εξομαλύνονται και ανέστειλε αρκετά εξοπλιστικά προγράμματα με αποτέλεσμα την δημιουργία των συνθηκών της κρίσεως των Ιμίων με τα γνωστά αποτελέσματα. Το επακολουθήσαν τεράστιο εξοπλιστικό πρόγραμμα μας εξησφάλισε δύο δεκαετίες ηρεμίας. Η επακολουθείσασα όμως εγκατάλειψις των Ενόπλων Δυνάμεων κατά την περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ έπεισε τους Τούρκους ότι είναι η ευκαιρία τους. Το επεχείρησαν το καλοκαίρι του 2020, αλλά προσέκρουσαν στο ισχυρότερο των ναυτικών μας συστημάτων: στην ψυχή των πληρωμάτων του Στόλου εμπνευσμένη από την κατάλληλη ηγεσία.

Η αγορά των φρεγατών Belh@ra θα αποτελέσει σημαντική ενίσχυση, όμως οι γενικώτερες εξελίξεις οδηγούν στον μηδενισμό των εξοπλιστικών δαπανών. Και είτε το καταλαβαίνει η Κυβέρνησις είτε όχι η κατάστασις δημιουργεί προϋποθέσεις νέας εξάρσεως της τουρκικής επιθετικότητος. Αν μάλιστα δούμε, η κατάστασις να κλιμκώνεται στον Έβρου, τότε θα πρέπει να ανησυχήσουμε σοβαρά. Να μην ξεχνάμε τα τελευταία μείζονα εξοπλιστικά προγράμματα του Στρατού ανάγονται στα τέλη του περασμένου αιώνος...

*(Από την ΕΣΤΙΑ)