Ενεργειακή Αυτάρκεια Μέσω Βιώσιμης Μετάβασης

Ενεργειακή Αυτάρκεια Μέσω Βιώσιμης Μετάβασης
γράφουν οι κκ. Ιωάννης K. Καλδέλλης* και Μανώλης Πλειώνης**
Πεμ, 2 Ιουνίου 2022 - 17:39

Η ενεργειακή κρίση, που στην έντονη φάση της ξεκινά πριν από περίπου οκτώ μήνες και αποκτά πλέον δραματική εξέλιξη μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, αναδεικνύει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τη θεμελιώδη ανάγκη μείωσης της ενεργειακής εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από τα ορυκτά καύσιμα, που είναι συνώνυμο με την ενεργειακή εξάρτηση της Ελλάδας από τρίτες χώρες

Αλλά ας πιάσουμε το νήμα από την αρχή. Με το τέλος της δεύτερης και την είσοδο της τρίτης χιλιετίας καταγράφονται ριζικές αλλαγές στον ενεργειακό χάρτη της χώρας μας, με προσπάθειες περιορισμού των εκπομπών των «αερίων του θερμοκηπίου» από τη χρήση ορυκτών καυσίμων και τη σταδιακή αξιοποίηση των Ανανεώσιμων Πηγών ενέργειας (ΑΠΕ). Στο πλαίσιο αυτό, η επίδραση της οικονομικής κρίσης και η σταδιακή αλλαγή του εγχώριου ενεργειακού μίγματος, με τη σταδιακή απόσυρση των θερμικών - λιγνιτικών μονάδων και την αντικατάστασή τους από μονάδες φυσικού αερίου και ΑΠΕ, οδήγησαν αφενός σε σημαντική μείωση της κατανάλωσης πρωτογενούς ενέργειας και αφετέρου σε σημαντική μεταβολή του εγχώριου ενεργειακού μίγματος. Κυρίαρχη παραμένει η παρουσία του εισαγόμενου πετρελαίου, παρά τη μικρή μείωση της κατανάλωσής του την τελευταία πενταετία, μειώνεται η συμμετοχή του εγχώριου λιγνίτη με σταδιακή αντικατάστασή του από εισαγόμενο φυσικό αέριο, σταθερή παραμένει η συμμετοχή της βιομάζας, ενώ περιορισμένη είναι η συμμετοχή των υδροηλεκτρικών σταθμών, μοναδική αξιόλογη παρουσία των ΑΠΕ πριν από το 2000. Τέλος, η συμμετοχή των αιολικών και των φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων στην κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας, αν και διαρκώς αυξανόμενη, παραμένει σχετικά περιορισμένη, με αποτέλεσμα το 2020 η συνολική συμμετοχή των ΑΠΕ στην εγχώρια κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας να μην υπερβαίνει το 16,5%.

Από τα διαθέσιμα επίσημα στοιχεία είναι προφανές ότι οι ενεργειακές ανάγκες της χώρας μας εξακολουθούν να καλύπτονται κατά κύριο λόγο από εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, σημαντικό μέρος των οποίων προέρχονται από τη Ρωσία, ενώ παράλληλα η συμμετοχή των ΑΠΕ (συμπεριλαμβανομένων των υδροηλεκτρικών σταθμών) δεν έχει παρουσιάσει την αναμενόμενη αύξηση (στόχος του ΕΣΕΚ για το 2030 η κάλυψη τουλάχιστον του 35% της Ακαθάριστης Τελικής Κατανάλωσης Ενέργειας). Στο Σχήμα 2 παρουσιάζεται η διαχρονική μεταβολή της ενεργειακής αυτονομίας της χώρας μας τα τελευταία 30 χρόνια, από το οποίο φαίνεται ξεκάθαρα ότι η ενεργειακή αυτονομία της χώρας ήταν πάντα ελλιπής και περίπου στο 35% της εγχώριας κατανάλωσης, ενώ από το 2014 μειώνεται συστηματικά για να φτάσει το 2020 στο ιστορικά μικρότερο ποσοστό του μόλις 18,2% με αναπόφευκτες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες.

Είναι λοιπόν φανερό ότι άμεσος αλλά και στρατηγικός στόχος της ελληνικής Πολιτείας πρέπει να είναι η αύξηση της ενεργειακής ανεξαρτησίας της χώρας μέσω βεβαίως μιας βιώσιμης ενεργειακής μετάβασης σε καθαρές ενεργειακές λύσεις, που αποτελεί προαπαιτούμενο για την επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας των Παρισίων.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι η συμμετοχή των επιμέρους τεχνολογιών στο μίγμα εγκατεστημένης ηλεκτρικής ισχύος δεν συμβαδίζει με την αντίστοιχη συμμετοχή τους στην ηλεκτροπαραγωγή, γεγονός που οφείλεται στον διαφορετικό βαθμό αξιοποίησης των επιμέρους τεχνολογιών, ιδιαίτερα των ΑΠΕ. Για παράδειγμα, οι ώρες πλήρους λειτουργίας των θερμικών μονάδων είναι σχεδόν τριπλάσιες από τις ώρες πλήρους λειτουργίας των μονάδων ΑΠΕ, η λειτουργία των οποίων καθορίζεται από μη ελεγχόμενες και συχνά στοχαστικές μετεωρολογικές παραμέτρους (ηλιοφάνεια, ταχύτητα ανέμου κ.λπ.). Ενώ είναι εμφανής η σταδιακή μείωση της ηλεκτροπαραγωγής τόσο των λιγνιτικών όσο και των πετρελαϊκών σταθμών, βλέπουμε σημαντική αύξηση της ηλεκτροπαραγωγής των σταθμών φυσικού αερίου, που δεν αποτελεί βεβαίως πράσινη λύση, ενώ η συμμετοχή των ΑΠΕ (μεγάλοι και μικροί υδροηλεκτρικοί, αιολικοί, φωτοβολταϊκοί και σταθμοί βιομάζας) αυξάνεται μεν, με τη συμμετοχή τους στην εγχώρια ηλεκτροπαραγωγή για το 2020 να προσεγγίζει το 38%, όμως υπολείπεται σημαντικά του στόχου του 61% για το 2030 στο αναθεωρημένο ΕΣΕΚ.

Για την επίτευξη των στόχων που έχει θέσει το ΕΣΕΚ αλλά και υπό το πρίσμα των πρόσφατων διεθνών εξελίξεων προτείνεται η προγραμματισμένη, αλλά σταδιακή απόσυρση του εγχώριου λιγνίτη από τον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής και η αντικατάστασή του κυρίως από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και όχι από εισαγόμενο φυσικό αέριο, με προσεκτικό επανασχεδιασμό και αναβάθμιση του εθνικού ηλεκτρικού δικτύου και με ταυτόχρονη δημιουργία κατάλληλων υποδομών αποθήκευσης ενέργειας. Παράλληλα, η χώρα μας θα πρέπει να αξιοποιήσει σε μεγαλύτερο βαθμό το υφιστάμενο υδάτινο δυναμικό, λαμβάνοντας υπόψη και τα ιδιαίτερα θετικά λειτουργικά χαρακτηριστικά των υδροηλεκτρικών σταθμών, που μπορούν σε σημαντικό βαθμό να υποκαταστήσουν τον σταθεροποιητικό ρόλο των υπό απόσυρση λιγνιτικών μονάδων. Αντίστοιχα, στον τομέα των μεταφορών προτείνεται η υποκατάσταση των υγρών καυσίμων με την εισαγωγή κυρίως καθαρών (βασισμένων σε ΑΠΕ) ηλεκτροκίνητων οχημάτων, με παράλληλη ενθάρρυνση της χρήσης βιοκαυσίμων και πράσινου υδρογόνου προς το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας.

Με στόχο τη μείωση της περιβαλλοντικής υποβάθμισης και την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής, αλλά και του περιορισμού της εξάρτησης από εισαγωγές ενέργειας, θα πρέπει να ενταθούν οι εθνικές δράσεις εξοικονόμησης και ορθολογικής χρήσης της ενέργειας στους κύριους ενεργοβόρους κλάδους της οικονομίας (βιομηχανία, εμπορικός και οικιακός τομέας, μεταφορές, δημόσιες υπηρεσίες κ.λπ.). Είναι δε απαραίτητο να εφαρμοστούν πρακτικές της κυκλικής οικονομίας και να ληφθούν υπόψη με ιδιαίτερη κοινωνική ευαισθησία οι επιπτώσεις του επιχειρούμενου ενεργειακού μετασχηματισμού στις εμπλεκόμενες περιοχές/κοινωνίες της χώρας μας.

Εν κατακλείδι, για την κάλυψη των εθνικών ενεργειακών αναγκών και για την επίτευξη ενός βιώσιμου (αειφόρου) ενεργειακού μετασχηματισμού απαιτείται η προσεκτική αξιοποίηση του συνόλου του διαθέσιμου δυναμικού ΑΠΕ της χώρας μας (συμπεριλαμβανομένου του υδάτινου, αλλά και του θαλάσσιου δυναμικού) σε πλήρη συνδυασμό με την ενίσχυση των ηλεκτρικών μας δικτύων και την ανάπτυξη κατάλληλων συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας ρεαλιστικών διαστάσεων, καθώς και σύγχρονων - έξυπνων συστημάτων διαχείρισης ζήτησης. Στόχος της εθνικής ενεργειακής πολιτικής θα πρέπει να είναι η εξασφάλιση της επάρκειας του ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας μας (μεγιστοποίηση της ενεργειακής μας αυτονομίας), η εξασφάλιση του ελάχιστου δυνατού κόστους των ενεργειακών προϊόντων (μηδενισμός της ενεργειακής φτώχειας) και φυσικά η προστασία του περιβάλλοντος, μέσα από βιώσιμες και καθαρές ενεργειακές λύσεις!

*Καθηγητής και αντιπρύτανης Έρευνας Παν/μίου Δυτικής Αττικής

**Καθηγητής ΑΠΘ και πρόεδρος Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών

(σπό την εφημερίδα "ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ")