Το τελευταίο πακέτο κυρώσεων της ΕΕ έναντι της Μόσχας, που περιλάμβανε και το εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο, κατέδειξε και τα πρώτα σαφή ρήγματα στο ευρωπαϊκό μέτωπο. Από την εξαίρεση του πετρελαίου που εισέρχεται από τους αγωγούς μέχρι και την διαγραφή -την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή- του ονόματος του Πατριάρχη Μόσχας Κυρίλλου από την λίστα των κυρώσεων, διαφαίνεται πλέον ότι η ΕΕ έφθασε στα όριά της. Όπως άλλωστε 

και οι πολίτες της, οι οποίοι βιώνουν ένας πρωτοφανές κύμα ακρίβειας τους τελευταίους μήνες, το οποίο δεν συνδυάζεται και με τα ανάλογα μέτρα ανακουφίσεως. Ο δείκτης τιμών καταναλωτή διαμορφώθηκε σε επίπεδα ρεκόρ στην ευρωζώνη στο 8,1% σε ετήσια βάση τον Μάιο, από το 7,4% τον Απρίλιο. Οι τιμές καυσίμων ενισχύθηκαν σε ετήσια βάση τον Μάιο κατά 39,2%, υψηλότερα ακόμη και από το 37,5% του Απριλίου. Οι αποκλίσεις από κράτος σε κράτος είναι μεγάλες, από το 5,6% της Μάλταςτον Μάιο έως το 20,1% της Εσθονίας και οφείλονται στον διαφορετικό βαθμό έκθεσης των οικονομιών στις αναταράξεις της εφοδιαστικής αλυσίδας, καθώς στο εύρος των παρεμβάσεων των εθνικών κυβερνήσεων για την θωράκιση των καταναλωτών από τις υψηλότερες τιμές.

Ακόμη και οι πλέον ένθερμοι οπαδοί των κυρώσεων, όπως η πρωθυπουργός της Εσθονίας Κάγια Κάλλας, αναγνωρίζουν ότι όλα θα γίνουν πιο «δύσκολα» από εδώ και πέρα με ελάχιστες πιθανότητες για την επέκταση του εμπάργκο στο ρωσικό αέριο στον επόμενο γύρο των κυρώσεων. Ήρθε η ώρα για μια διαφορετική προσέγγιση - ή μια «παύση», όπως το θέτει ο Βέλγος Πρωθυπουργός, Alexander De Croo.


Η Goldman Sachs εκτιμά ότι ο βραχυπρόθεσμος κίνδυνος ύφεσης παραμένει υψηλότερος στην ευρωζώνη απ’ ό,τι στις ΗΠΑ, όπου οι ανησυχίες επικεντρώνονται πολύ περισσότερο στην προοπτική της επιβράδυνσης το 2023 λόγω της ταχείας σύσφιγξης της Fed. Όπως εξηγεί, το εμπάργκο του πετρελαίου εγείρει τον κίνδυνο η Ρωσία να «απαντήσει» διαταράσσοντας τον εφοδιασμό φυσικού αερίου στην Ευρωζώνη, κάτι που πιθανότατα θα ωθήσει τη Γερμανία και την Ιταλία σε ύφεση, δεδομένης της μεγάλης εξάρτησής τους από τις ρωσικές εισαγωγές ενέργειας. Αλλά και η Wood εκτιμά ότι σε περίπτωση ελλείψεων ενέργειας είναι πιθανό η παγκόσμια οικονομία να βυθιστεί σε ύφεση μέχρι το τέλος του έτους και το 2023, με την Ευρώπη να δέχεται το υψηλότερο πλήγμα. Η ενίσχυση των κυρώσεων και ένα ενεργειακό εμπάργκο θα οδηγήσει πιθανότητα σε ελλείψεις εμπορευμάτων και διαταραχές στις αλυσίδες εφοδιασμού, οδηγώντας ενδεχομένως σε ακόμη πιο αυστηρούς όρους χρηματοδότησης παγκοσμίως. «Αυτό το σενάριο θα οδηγούσε σίγουρα σε ακόμη υψηλότερες τιμές των εμπορευμάτων και σε κάποια μορφή ελλείψεων στην Ευρώπη», τονίζει η Wood. Στην Ε.Ε., η σχεδόν αυτόματη ύφεση –της τάξης τουλάχιστον του 2%-3%– θα παρασύρει μαζί της και τον υπόλοιπο κόσμο, όπως προσθέτει.


Από την άλλη πλευρά, οι πρωτοφανείς σε εύρος κυρώσεις κατά του στενού κύκλου του Πούτιν, καθώς και του χρηματοπιστωτικού συστήματος, των αεροπορικών εταιρειών και του εμπορίου της Ρωσίας, εκτιμάται ότι θα οδηγήσει στην μείωση κατά 10% του ρωσικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος φέτος. Αλλά ούτε αυτό φαίνεται να πτοεί τον Ρώσο Πρόεδρο και ούτε είναι αρκετό για να βάλει τέλος στον πόλεμο. Όσον αφορά το εμπάργκο, σε απλά μαθηματικά εάν η ΕΕ –η οποία αντιπροσωπεύει περίπου το ήμισυ των εξαγωγών πετρελαίου της Ρωσίας– σταματήσει να εισάγει ρωσικό αργό, ο Πούτιν θα χάσει 150 δισεκατομμύρια δολάρια. Όμως η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη. Επειδή η ζήτηση για πετρέλαιο είναι πολύ ανελαστική βραχυπρόθεσμα, ακόμη και μια μικρή μείωση της ροής πετρελαίου που φτάνει στις παγκόσμιες αγορές μπορεί να προκαλέσει σημαντική άνοδο των τιμών. Πράγματι, οι μελέτες δείχνουν ότι, βραχυπρόθεσμα, τα έσοδα από τις πωλήσεις πετρελαίου αυξάνονται όταν είναι διαθέσιμο λιγότερο πετρέλαιο.

Εν ολίγοις, η άνοδος των τιμών θα ενισχύσει τα κέρδη της Ρωσίας από τις εξαγωγές, δίνοντας την εντύπωση ότι οι κυρώσεις έχουν αποτύχει. Ωστόσο εκτιμάται ότι οι τιμές θα μειωθούν ξανά σταδιακά, καθώς άλλες χώρες, ανυπόμονες να επωφεληθούν από τις υψηλές τιμές, ενισχύουν την παραγωγή τους. Το κέρδος ήταν πιθανώς το κύριο κίνητρο πίσω από την πρόσφατη απόφαση του ΟΠΕΚ να αυξήσει τους στόχους παραγωγής. Ωστόσο, μέχρι να πέσουν οι τιμές, η Ρωσία θα έχει αποκομίσει σημαντικά έσοδα.