Η δε μεγάλη συμβολή του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή -που στην περίπτωση της Ελλάδας φθάνει το 41% βάσει στοιχείων των τελευταίων 18 μηνών - επηρεάζει άμεσα την διαμόρφωση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας καθότι το φ.αέριο έχει εξελιχθεί σε ακριβό καύσιμο (με τιμή στα futureς, την Παρασκευή στα 320€/MW) , σε σύγκριση με τον άνθρακα και τις ΑΠΕ.
Και όμως το φ.αέριο για παρά πολλά χρόνια ήταν ένα καύσιμο με σχετικά μικρό κόστος η χρήση του οποίου υποστηρίχθηκε και εξαπλώθηκε κυρίως μετά τις ενεργειακές κρίσεις της δεκαετίας του 1970 με την λογική της υποκατάστασης του γεωπολιτικά ασταθούς πετρελαίου. Εκείνη την περίοδο ως από μηχανής θεός ανακαλύφθηκαν οι υδρογονάνθρακες στην Βόρειο Θάλασσα ενώ και άλλες χώρες (λχ Ολλανδία, Γερμανία) ανακάλυπταν αξιόλογες ποσότητες αερίου στο υπέδαφος τους. Παράλληλα ξεκινούσε η εισαγωγή αερίου από την Ρωσία πρώτα προς την Αυστρία (1968) και αμέσως μετά προς την Γερμανία (1970) με πληρωμή μέσω συστήματος clearing σε είδος, δηλ. με χαλυβδοσωλήνες παραγωγής Thyssen-Krupp,που είχε τότε απόλυτο ανάγκη η Σοβιετική Ένωση καθώς ανέπτυσσε τα δικά της τεράστια δίκτυα πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Τις δεκαετίες που ακολούθησαν είδαν την ραγδαία διείσδυση του φ. αερίου στον ενεργειακό ιστό των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών με βασικούς προμηθευτές την Σ. Ένωση, την Β. Θάλασσα,( Μ. Βρετανία, Νορβηγία, Δανία, Γερμανία), την Ολλανδία, την Αλγερία και την Νιγηρία. Με το φ. αέριο να εκτοπίζει σταδιακά το ρυπογόνο άνθρακα στην ηλεκτροπαραγωγή αλλά και στη θέρμανση κτιρίων και να χρησιμοποιείται στη βιομηχανία η οποία επιτέλους βρήκε ένα καθαρό καύσιμο σε ανταγωνιστικές τιμές. Καθώς όμως πέρασαν τα χρόνια και το φ. αέριο αναδείχθηκε ως καύσιμο με πρωταγωνιστικό ρόλο στο πλαίσιο της απανθρακοποίησης, αφού εκπέμπει 50% λιγότερο CO2 από τον άνθρακα/ λιγνίτη, αυξήθηκαν πανευρωπαϊκά οι εισαγωγές από την Ρωσία οι οποίες έφθασαν να καλύπτουν το 40% της συνολικής Ευρωπαϊκής προμήθειας φ.αερίου και το 45% των εισαγωγών της ΕΕ.
Η απόφαση της ΕΕ, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, να επιβάλλει οικονομικές και άλλες κυρώσεις κατά του μεγαλύτερου ενεργειακού της προμηθευτή με την ταυτόχρονη εφαρμογή στρατηγικού σχεδίου για την σημαντική μείωση ή και μηδενισμό των εισαγωγών αερίου, πετρελαίου και άνθρακα από την Ρωσία και την αντικατάσταση τους από εναλλακτικούς προμηθευτές, οδήγησαν τις τιμές στα ύψη με την οικονομία να κινδυνεύει να εισέλθει σε ύφεση. Είναι ξεκάθαρο ότι οι κυρώσεις πλήττουν πολύ περισσότερο την Ευρώπη παρά την Ρωσία η οποία, αν και με ελαφρώς μικρότερες σε όγκο εξαγωγές, φαίνεται ότι λόγω της μεγάλης αύξησης των τιμών να αποκομίζει εφέτος περισσότερα έσοδα από τις πωλήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου, που υπολογίζονται στα $ 337 δισεκ., από ότι πέρυσι που έφθασαν τα $ 244 δισεκ.
Με την ακολουθούμενη πολιτική της Μόσχας για εργαλειοποίηση του αερίου μέσω της μείωσης των ροών προς την Ευρώπη, πριν η ΕΕ προλάβει να πληρώσει τους αποθηκευτικούς της χώρους και αντικαταστήσει τις εισαγόμενες ποσότητες με άλλους προμηθευτές, κυρίως μέσω LNG, να έχει αυξήσει υπέρμετρα την τιμή του αερίου. Από αρχές Αυγούστου αυτή κινείται σταθερά πάνω από €200/MWh, έχοντας διπλασιαστεί από τον Ιούνιο ενώ την περασμένη Δευτέρα η τιμή του μηνιαίου συμβολαίου στο Ολλανδικό TTF, το Ευρωπαϊκό benchmark, έσπασε κάθε ρεκόρ φθάνοντας στα 296 ευρώ την μεγαβατώρα. Με μέση τιμή την εβδομάδα που πέρασε στα 280 ευρώ την μεγαβατώρα η τιμή του φ. αερίου στην Ευρώπη έχει ανατιμηθεί 14 φορές μέσα σε 12 μήνες. Σύμφωνα δε με εκτιμήσεις παραγόντων της διεθνούς ενεργειακής αγοράς οι χονδρεμπορικές τιμές αερίου πρόκειται να αυξηθούν περαιτέρω καθώς πλησιάζει ο χειμώνας στο βόρειο ημισφαίριο, αφού ήδη διαπιστώνεται έλλειμμα τόσο στην παγκόσμιο προμήθεια LNG όσο και στην ευρωπαϊκή διασυνδεδεμένη μέσω αγωγών αγορά.
Άμεση επίπτωση του ακριβού αερίου για τις περισσότερες χώρες της ΕΕ είναι η εκτόξευση των τιμών του ηλεκτρισμού, με αυτές να κινούνται σε πρωτόγνωρα επίπεδα σε ένα εύρος μεταξύ € 350/MWh και € 650 /MWh Στην δε περίπτωση της Ελλάδας, όπου τις τελευταίες ημέρες οι τιμές στο ΕΧΕ κινήθηκαν στα € 500 με 600 Ευρώ/MWh, αυτές έχουν ανατιμηθεί σχεδόν εξ φορές πάνω σε σχέση με το Α εξάμηνο του 2021. Οι τιμές του αργού πετρελαίου μπορεί να έχουν υποχωρήσει στα $ 99 το βαρέλι από το υψηλό επίπεδο των $ 125 που ήταν τον Μάιο-Ιούνιο, παρουσιάζουν όμως έντονα ανοδική μεσοπρόθεσμη προοπτική αφού παρατηρείται έλλειμμα σε παγκόσμιο επίπεδο λόγω σοβαρής υποεπένδυσης στον κλάδο την τελευταία 10ετια. Να σημειωθεί ότι η διεθνής ενεργειακή αγορά ευρίσκετο ήδη σε στενωπό, με την παραγωγή να αδυνατεί να καλύψει την ζήτηση και τις τιμές να ανεβαίνουν, από τον Σεπτέμβριο του 2021, δηλ. πολύ πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Με το που ξεκίνησε η πολεμική σύρραξη όλα τα ενεργειακά μεγέθη επηρεάστηκαν ανοδικά βοηθούντος και της εργαλειοποίησης από πλευράς Μόσχας, η οποία στο πλαίσιο του διεξαγόμενου πολέμου είναι εξαιρετικά φειδωλή στην παρεχόμενη πληροφόρηση ενώ οι Βρυξέλλες αντιθέτως είναι λαλίστατες προαναγγέλλοντας τοις πάσι όλες τις κινήσεις τους, ενισχύοντας έτσι το στρατηγικό πλεονέκτημα της Ρωσίας.
Σε ένα παγκόσμιο ενεργειακό περιβάλλον το οποίο ήδη δοκιμάζετο λόγω αυξημένης ζήτησης και ακρίβειας, ήρθε ο πόλεμος στην Ουκρανία και η πλήρης αντιπαράθεση με την Ρωσία να επιδεινώσει την όλη κατάσταση σε βαθμό που να έχει μεγιστοποιηθεί απόλυτα η αβεβαιότητα από πλευράς τιμών και εξελίξεων στην οικονομία γενικότερα. Με αλλά λόγια έχουν έρθει τα πάνω-κάτω καθιστώντας κάθε ενεργειακή και οικονομική πρόβλεψη ένα δυσεπίλυτο γρίφο με την μόνη βεβαιότητα την έλευση σημαντικών γεωπολιτικών εξελίξεων, οι οποίες δεν μπορεί να είναι άλλες από την επιτάχυνση της δημιουργίας ενός πολυπολικού κόσμου έχοντας ξεφύγει για τα καλά από την διαφαινόμενη, προς ώρας μετά την κατάρρευση της Σοβιετίας, της αμερικανικής μονοκρατορίας και της Pax Americana. Με τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία και την πλήρη ρήξη ΗΠΑ/ΕΕ με την Ρωσία, και την διευρυνόμενη ενεργειακή κρίση να οδηγεί μοιραία σε γεωπολιτικές ανακατατάξεις.
Μέχρι στιγμής οι εν λόγω ανακατατάξεις δείχνουν να οδηγούν προς τρεις συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Η πρώτη αφορά στην επαναχάραξη των σφαιρών οικονομικής και πολιτικής επιρροής, φέρνοντας αναπόφευκτα πλησιέστερα την Ρωσία με την Κίνα. Χωρίς αυτή η εξέλιξη να σημαίνει απαραίτητα την δημιουργία ενός νέου ισχυρού άξονα πέριξ του οποίου θα έρθουν να στοιχιστούν διάφορα κράτη όπως η Ινδία, το Πακιστάν, η Τουρκία, το Ιράν κλπ. Για να προκύψει αυτός ο άξονας θα πρέπει πρώτα να ολοκληρωθεί η εμπλοκή της Ρωσίας με την Ουκρανία που μπορεί όμως να διαρκέσει αρκετά χρόνια ενώ δεν εξυπακούεται ότι η Κίνα θα βιαστεί για να αναβαθμίσει την στρατηγική της σχέση με την Ρωσία. Στο διάστημα αυτό η Ρωσία, αφού σταθεροποιήσει περαιτέρω την οικονομία της και συνεργαστεί με την Κίνα στην από-δολαριοποίηση του διεθνούς συστήματος συναλλαγών, θα φροντίσει όσο μπορεί να ισχυροποιήσει την γεωπολιτική και γεωοικονομική της θέση βοηθούντων και των χωρών πέριξ της Κασπίας. Ακολουθώντας κατά βάση την θεωρία του Χάρολντ Μάκιντερ περί πλανητικής νήσου και το πως ο έλεγχος της Κεντρικής Ευρώπης και του εσωτερικού της Ασίας οδηγεί στον έλεγχο της Αξονικής Περιοχής και κατά συνέπεια στην παγκόσμιο κυριαρχία.
Η δεύτερη έχει σχέση με την περαιτέρω ισχυροποίηση της Κίνας βοηθούσης της επερχόμενης ρήξης με τις ΗΠΑ και του μετασχηματισμού της Κινεζικής οικονομίας σε καταναλωτική και λιγότερο εξαγωγική. Η δε τρίτη κατεύθυνση αφορά την επαναπροσέγγιση της Ευρώπης με τις χώρες του Αραβικού Κόλπου και της Βόρειας Αφρικής προκειμένου η ΕΕ να εξασφαλίσει την ενεργειακή της τροφοδοσία. Με την Μέση Ανατολή να παίζει σε έναν βαθμό τον ρόλο που μέχρι σήμερα είχε η Ρωσία. Ήδη παρατηρούμε πολιτικές κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση με επίσημες επισκέψεις υψηλόβαθμων αξιωματούχων ένθεν και ένθεν. Η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στο Κατάρ την περασμένη Τρίτη (23/8) και η επίσκεψη του ισχυρού άνδρα της Σαουδικής Αραβίας πρίγκιπα Μοχάμεντ Μπιν Σάλμαν και της πολυπληθούς ακολουθίας του σε Αθήνα και Παρίσι τον περασμένο Ιούλιο εντάσσονται σε αυτό το πλαίσιο.