ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΠΡΙΝ ΑΝΟΙΞΕΙ Η ΑΥΛΑΙΑ: Όταν το 1980, μαζί με τον Αλέκο Σακελλάριο “οικοδομούσαμε”, πότε γράφοντας, πότε ρετουσάροντας, πότε ψάχνοντας τα συρτάρια μας, τα πρώτα κοινά ευθυμογραφικά μας βιβλία, βρέθηκε σε ένα συρτάρι ξεχασμένο από ανθρώπους και από τον χρόνο αλλά ακόμη κι από τον ίδιο τον συγγραφεα του, ένα κειμενάκι σε ένα κιτρινισμένο χαρτί

-Δάσκαλε τι είναι αυτό; Σύντομο είναι! Για ευθυμογράφημα μου φαίνεται

Ο Σακελλάριος κούνησε το κεφάλι:

-Μόνο αυτό που φαντάζεσαι δεν είναι…

Ήταν “Ο Φανταράκος”.

Ένα εξαιρετικό, θεατρικό σκετς, πραγματικό διαμάντι της λογοτεχνείας, που ίσως να είναι το ωραιότερο κείμενο ανάμεσα στους αμέτρητους τόμους που έχουν γραφτεί σε όλον τον κόσμο για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ιστορίες, διηγήματα, σενάρια, θεατρικά έργα, ποιήματα, χρονογραφήματα και τι δεν έχει γραφτεί για τον μεγάλο πόλεμο! Λίγα όμως μπορούν να φτάσουν το συναίσθημα που προκαλεί “Ο Φανταράκος”. Θυμάμαι δεν χόρταινα να το διαβάζω και κάθε φορά που το διάβαζα έκλαιγα.

Τόσο πολύ μου άρεσε που έπεισα τον Σακελλάριο να το συμπεριλάβουμε στο δεύτερο βιβλίο της συνεργασίας μας “κωμικοτραγικά”, στο οποίο βεβαίως δεν είχε καμία θέση αφού ήταν ένα βιβλίο καθαρά ευθυμογραφικό κι ο Φανταράκος είναι ένα σπαρακτικό δράμα.

Και όμως έγινε

Και η ευθύνη για την εκδοτική “παρατυπία” δική μου!

“Ο Φανταράκος” έπρεπε να βγει από το συρτάρι με τα ξεχασμένα κιτρινισμένα από τον χρόνο κείμενα και να παιχτεί στα σχολεία, να μπει στα αναγνωστικά, να παιχτεί στην τηλεόραση και στο θέατρο. Να γίνει ο ήρωας μικρών και μεγάλων.

Δυστυχώς όμως, “Ο Φανταράκος” δεν είχε από αυτής της πλευράς τη υποδοχή που του άξιζε!

Κι εγώ έφαγα πολλές φορές τα μούτρα μου, όταν προσπαθούσα να επιβάλλω το υπέροχο αυτό κείμενο, μεταξύ 1980 – 1991 που έφυγε ο δημιουργός του από τη ζωή.

Ο Φανταράκος του Αλέκου Σακελλάριου ανέβηκε στην σκηνή από τον θίασο Κυβέλης, καθώς επίσης, παίχτηκε από θιάσους στην Αμερική, την εποχή του πολέμου.

Ο Σακελλάριος μόνο που δε γελούσε με την αφέλειά μου. Το διασκέδαζε πάντως, πολύ. “Ο Φανταράκος” συναντώντας την αδιαφορία των “αρμοδίων” γινόταν ακόμα πιο πολύ ο λατρεμένος μου ήρωας.

Γιατί ως θύμα ειρήνης… ήταν ακόμα πιο τραγικός από θύμα πολέμου που υπήρξε.

Τα τελικά σχόλια δικά σας.

Ας ανοίξει η αυλαία…

Δήμος Λεβιθόπουλος


(Ο «Φανταράκος» του Αλέκου Σακελλάριου παίχτηκε από το θίασο της Κυβέλης, καθώς επίσης και στην Αμερική από ξένους ηθοποιούς).

Τα πρόσωπα: Αποστόλης (πατέρας), Ελένη (μητέρα), γιαουρτάς, φαντάρος.

Χωλ, σαλονάκι μέσου αστικού σπιτιού της Αθήνας του 1940. Η Ελένη και ο Αποστόλης, ένα μεσόκοπο αντρόγυνο, κάθονται ο ένας μακριά απ’ τον άλλον. Η Ελένη κάνει πως κεντάει, αλλά κάθε τόσο τα βουρκωμένα μάτια της κοιτάνε στα κρυφά τον Αποστόλη, που πίσω απ’ την εφημερίδα παρακολουθεί με ενδιαφέρον τρυφερό τη γυναίκα του.

Σε μια στιγμή η Ελένη πνίγεται από ένα λυγμό και σκουπίζει κρυφά ένα δάκρυ.

Αποστόλης: Άντε πάλι! Πάλι στα κλάματα το ρίξαμε;

Ελένη: Δεν κλαίω, χριστιανέ μου… Πώς σού φάνηκε ότι κλαίω;

Αποστόλης: Κλαις, κλαις, Ελένη, κλαις… Και κλαις άδικα δηλαδή.

Ελένη: Ε;

Αποστόλης: Τι ε…

Ελένη: Ας πούμε ότι ανησυχώ… Μητέρα είμαι και ανησυχώ.

Αποστόλης: Κι εγώ τι είμαι; Ξένος είμαι εγώ; Ο Πέτρος μας δεν είναι μόνο δικό σου παιδί. Είναι και δικό μου. .

Ελένη: Τι θέλεις να πεις δηλαδή; Ότι εσύ δεν ανησυχείς;

Αποστόλης: Ανησυχώ… Δηλαδή τι ανησυχώ… Όχι δεν ανησυχώ… Ανησυχώ, δηλαδή, μέσα στα όρια της λογικής.

Ελένη: Και γιατί χτες μες στη νύχτα…

Αποστόλης: Τι έγινε χτες τη νύχτα;

Ελένη: Την ώρα που άναψα το φως.

(η συνέχεια στο cognoscoteam.gr)