Τό γεγονός ὅτι ἡ Εὐρώπη προσεδέθη στό ἀμερικανικό ἐνεργειακό ἅρμα, ἀπόρροια τῆς διακοπῆς μεταφορᾶς ρωσσικοῦ φυσικοῦ ἀερίου, εἶναι, ἀσφαλῶς, ἤδη γνωστό. Αὐτό, ὅμως, πού τώρα ἔρχεται στό προσκήνιο, εἶναι ἡ ἀνυπαρξία ὑποδομῶν γιά τό ὑγροποιημένο φυσικό ἀέριο. Ἀκριβέστερα, ὅτι οἱ νέες ὑποδομές δέν θά εἶναι ἕτοιμες πρίν ἀπό «τά τελευταῖα ἔτη αὐτῆς τῆς δεκαετίας»

Ἡ ἀποκάλυψις –ἐξ οὗ καί τά εἰσαγωγικά– προέρχεται ἀπό τήν ἑταιρεία Cheniere, κορυφαῖο ἐξαγωγέα ὑγροποιημένου φυσικοῦ ἀερίου (LNG) ἀπό τίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες Ἀμερικῆς, πού δικαίως ἔχει κατακτήσει τό προσωνύμιο «ἀμερικανική Gazprom». Ἡ ὁποία, συμφώνως μέ τόν εὐρωπαϊκό ἱστότοπο Euractiv, εἶναι πρόθυμη μέν «νά κατασκευάσει πρόσθετες ἐγκαταστάσεις» γιά νά ἱκανοποιήσει τήν αὐξανόμενη εὐρωπαϊκή ζήτηση, ἡ πρόσθετη αὐτή χωρητικότης δέν θά ἔχει ὡστόσο τεθεῖ ἐν λειτουργίᾳ πρίν ἀπό τό τέλος τῆς τρεχούσης δεκαετίας.

Μέ τήν «ἀμερικανική Gazprom» εἶχε ἀσχοληθεῖ, σέ ἀνύποπτο, ἀκόμη, χρόνο, ἡ «Ἑστία τῆς Κυριακῆς» (φ. 20ῆς Μαρτίου τ.ἔ.) ὅταν σημείωνε, σέ ρεπορτάζ τῆς Μύρνας Νικολαΐδου, ὅτι «ὁ πόλεμος στήν Οὐκρανία ἔχει ἀλλάξει ἄρδην τό παγκόσμιο ἐνεργειακό τοπίο», ἐν τέλει ὅτι «μεγάλος κερδισμένος εἶναι τό ἀμερικανικό LNG καί ὁ ἐνεργειακός κολοσσός “Cheniere Energie”, πού ἀποτελεῖ τήν ἀπάντηση τῶν ΗΠΑ στήν ἄλλοτε πανίσχυρη ρωσσική Gazprom.» Καί νά φαντασθεῖ κανείς ὅτι ὁ ρωσσο-ουκρανικός πόλεμος μόλις πού ἔμπαινε, τότε, στόν δεύτερο μῆνα του...

Συμφώνως μέ τά νεώτερα στοιχεῖα, στό διάστημα πού μεσολάβησε οἱ ΗΠΑ κατέστησαν ἤδη ὁ μεγαλύτερος ἐξαγωγεύς ὑγροποιημένου φυσικοῦ ἀερίου στόν κόσμο κατά τό α΄ ἑξάμηνο τοῦ 2022, καλύπτοντας μέρος τοῦ κενοῦ πού ἄφησε ἡ Ρωσσία. Κατά τόν Eben Burnham-Snyder, ἀντιπρόεδρο δημοσίων ὑποθέσεων τῆς Cheniere, μέχρι στιγμῆς φέτος οἱ ΗΠΑ ἔχουν προμηθεύσει λίγο κάτω ἀπό 40 δισεκ. κυβικά μέτρα (bcm) φυσικοῦ ἀερίου στήν Εὐρώπη, τό ὁποῖο εἶναι «σχεδόν τό μισό» τῆς ποσότητος πού προμηθεύει ἡ Μόσχα τήν εὐρωπαϊκή ἤπειρο.

Οἱ ἀνάγκες δέν σταματοῦν ἐδῶ, ἀσφαλῶς, ἐν ὄψει ἐλεύσεως τοῦ χειμῶνος, καί παρά τό γεγονός ὅτι οἱ παραδόσεις ἀμερικανικοῦ ἀερίου ὑπερέβησαν τίς μέχρι τοῦδε εὐρωπαϊκές προσδοκίες, τό πρόβλημα ἑστιάζεται στόν μακροπρόθεσμο ἐφοδιασμό τῆς Γηραιᾶς Ἠπείρου. Οἱ Εὐρωπαῖοι πελάτες θά πρέπει νά περιμένουν μερικά χρόνια γιά τίς πρόσθετες προμήθειες, προειδοποίησε ὁ Burnham-Snyder, ἐπειδή οἱ ὑποδομές χρειάζονται χρόνο γιά νά κατασκευασθοῦν, ὅπως ἐξήγησε καί προσέθεσε: «Ὅταν κοιτάξετε τούς ἑπόμενους 12 ἕως 24 μῆνες, ρεαλιστικῶς δέν ὑπάρχει ἱκανότης γιά νέα ὑγροποίηση.» Οἱ μόνες χῶρες πού εἶναι εἰς θέσιν νά αὐξήσουν τίς ἐξαγωγές εἶναι οἱ ΗΠΑ καί τό Κατάρ. Ὡστόσο, αὐτές οἱ πρόσθετες προμήθειες δέν θά τεθοῦν ἐν λειτουργίᾳ ἐνωρίτερα ἀπό «τό τελευταῖο τμῆμα αὐτῆς τῆς δεκαετίας», ἐπεσήμανε.

Πάντως, πέραν τῆς ἀντικειμενικῆς ἱκανότητος ἀποθηκεύσεως τοῦ ἀερίου, στό παρασκήνιο ἐξελίσσεται ἕνα τεράστιο γεωστρατηγικό παιγνίδι, γιά τό πῶς ἡ Εὐρώπη θά πάψει νά εἶναι δέσμια τῶν ρωσσικῶν πηγῶν καί τήν ἴδια στιγμή θά καταστεῖ ἐξαρτώμενη ἀπό τίς ἀμερικανικές ἐνεργειακές ἑταιρεῖες. Ἡ απόφασις τῆς Cheniere τόν Ἰούνιο νά ἐπεκτείνει τήν ἱκανότητα ὑγροποιήσεως καί ἐξαγωγῆς φυσικοῦ ἀερίου κατά ἐπί πλέον 10 ἑκατ. τόνους/ἔτος ἦταν μία μεγάλη ἐπένδυσις, μόνον «ἡ ἐγκατάστασις κοστίζει 8 δισεκ. δολλάρια». Ἀριθμοί πού ἐν πολλοῖς ἐξηγοῦν γιατί οἱ ΗΠΑ πιέζουν γιά μακροχρόνια συμβόλαια μέ «ἀξιόπιστους ἀντισυμβαλλομένους γιά νά μπορέσουμε νά ὑποστηρίξουμε τήν κατασκευή αὐτῶν τῶν ἐγκαταστάσεων» διευκρίνισε τό κορυφαῖο στέλεχος τῆς ἀποκαλουμένης ἀμερικανικῆς Gazprom.

Οἱ Εὐρωπαῖοι ἀγοραστές φυσικοῦ ἀερίου συνέδραμαν στήν ἐπέκταση τῆς Cheniere, ἀνεγνώρισε ὁ Burnham-Snyder, ἀναφερόμενος στή νορβηγική Equinor καί τήν γαλλική Engie. Ἐν τέλει, ὡστόσο, αὐτές οἱ ἀποφάσεις ἐπεκτάσεως δύνανται νά ληφθοῦν μόνο ἐάν οἱ πελάτες στήν Εὐρώπη ἤ ἀλλοῦ εἶναι εἰς θέσιν νά ὑπογράψουν μακροπρόθεσμα συμβόλαια πού προσφέρουν σταθερή ζήτηση στούς προμηθευτές, ὅπως ἐσημείωσε ἐμφατικῶς.

Ἡ Εὐρωπαϊκή Ἐπιτροπή, ἀπό τήν πλευρά της, εἶναι διστακτική σχετικῶς μέ τίς τιμές τῶν μακροπροθέσμων συμβάσεων, μέ τό ἐπιχείρημα ὅτι κινδυνεύουν νά ἐμποδίσουν τίς ἐλεύθερες ροές φυσικοῦ ἀερίου στήν ἤπειρο. Ἀντιθέτως, οἱ Βρυξέλλες ἐνεθάρρυναν τό spot trading πού ἐπιτρέπει στούς Εὐρωπαίους πελάτες νά ἐπωφελοῦνται ἀπό τίς μειωμένες τιμές ὅταν οἱ προμήθειες εἶναι ἄφθονες.

Σέ νομοθετικές προτάσεις πού κατετέθησαν τόν Δεκέμβριο τοῦ περασμένου ἔτους, οἱ Βρυξέλλες υἱοθέτησαν μία πιό ἀνοιχτή προσέγγιση γιά τίς μακροπρόθεσμες συμβάσεις, μέ τήν ἐπισήμανση ὅτι δέν θά πρέπει νά ξεπερνοῦν τό 2049. Ἄν καί ἡ Cheniere παρακολουθεῖ αὐτές τίς συζητήσεις μέ ἐνδιαφέρον, ὁ Burnham-Snyder ὑπογραμμίζει ὅτι τελικῶς ἐναπόκειται στούς Εὐρωπαίους νά ἀποφασίσουν. Ἐπαναλαμβάνοντας, ἀπευθυνόμενος πρός τούς Εὐρωπαίους πελάτες, ὅτι «ἐάν δέν ἔχετε περισσότερες ἐγκαταστάσεις ἐπαναεριοποιήσεως, δέν θά ὑπάρξει ἄλλο LNG πού θά μπορέσει νά ἔλθει στήν Εὐρώπη.»

Ὅμως, συμφώνως μέ τήν περιβαλλοντική Μή Κυβερνητική Ὀργάνωση Food & Water Action Europe, οἱ αὐξανόμενες εἰσαγωγές LNG ἀπό τίς ΗΠΑ θά εἶναι «ἀπίστευτα ἀκριβές», ὑπολογίζοντας τόν συνολικό λογαριασμό σέ τρέχουσες τιμές ἕως τό 2025, «ἄνω τῶν 64 δισεκ. εὐρώ.» Ἐπί πλέον, τὁ ἀέριο τῶν ΗΠΑ παράγεται σχεδόν ἐξ ὁλοκλήρου ἀπό τό fracking, μία τεχνολογία πού ἀπαγορεύεται εὐρέως σέ ὅλη τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση ἐξ αἰτίας περιβαλλοντικῶν ἀνησυχιῶν.