Η αμείλικτη άνοδος της τιμής του πετρελαίου, από σχεδόν 20 δολάρια στα 126 μέσα σε διάστημα λιγότερο των 10 ετών, εμφανίζει ως «αδύναμες» να αντιδράσουν τις κυβερνήσεις. Όμως οι κυβερνήσεις μπορούν να ελαττώσουν την αρνητική επίπτωση στην οικονομία λόγω των υψηλών ενεργειακών τιμών, εάν αποφασίσουν να δράσουν συντονισμένα.

Η αμείλικτη άνοδος της τιμής του πετρελαίου, από σχεδόν 20 δολάρια στα 126 μέσα σε διάστημα λιγότερο των 10 ετών, εμφανίζει ως «αδύναμες» να αντιδράσουν τις κυβερνήσεις. Όμως οι κυβερνήσεις μπορούν να ελαττώσουν την αρνητική επίπτωση στην οικονομία λόγω των υψηλών ενεργειακών τιμών, εάν αποφασίσουν να δράσουν συντονισμένα.

Προκειμένου να κατορθώσουν κάτι ανάλογο θα πρέπει να θέσουν το ζήτημα ως το κορυφαίο στην ατζέντα της επόμενης συνάντησης της ομάδας των Οκτώ Πιο Αναπτυγμένων Χωρών (G8) ή, ακόμη καλύτερα, να οργανώσουν μία διεθνή σύνοδο στην οποία θα συμμετέχουν οι βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες, οι μεγαλύτερες από τις αναδυόμενες και ασφαλώς οι χώρες παραγωγής πετρελαίου.

Μία τέτοια σύνοδος θα πρέπει να θέσει τρεις στόχους: την βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας και ως εκ τούτου τη μείωση της ανάγκης για κατανάλωση πετρελαίου στο μέλλον, την προώθηση νέων επενδύσεων που θα αποσκοπούν στη στήριξη των υφισταμένων πετρελαϊκών αποθεμάτων αλλά και την προσφορά και στήριξη του αιτήματος για «επάνοδο» των δισεκατομμυρίων πετροδολαρίων από τις πετρελαιοπαραγωγικές χώρες στις ανεπτυγμένες χώρες κατανάλωσης του «μαύρου χρυσού».

Και οι τρεις στόχοι θα ήταν εφικτό να επιτευχθούν ευκολότερα εάν υπήρχε η αναγκαία διεθνής συναίνεση, καθώς το κοινό συμφέρον θα μπορούσε να καταστήσει ευκολότερη την επίτευξή της.

Περισσότερο αποδοτικοί κινητήρες αυτοκινήτων, ενίσχυση των αποθεμάτων σε κυψέλες καυσίμου (fuel cells) αλλά και προώθηση άλλων καινοτόμων τεχνολογιών, μέσω των οποίων κάθε βαρέλι πετρελαίου θα μπορούσε να αποδώσει περισσότερα.

Το μυστικό είναι η παροχή κινήτρων για να αυξηθούν οι επενδύσεις στις νέες τεχνολογίες. Περισσότερα κεφάλαια θα επενδύονταν στις νέες τεχνολογίες εάν οι κυβερνήσεις καθιστούσαν σαφές ότι τις στηρίζουν.

Οι μεγάλες αναδυόμενες αγορές θα μπορούσαν να περιορίσουν τη ζήτηση πετρελαίου εάν μετέθεταν την αύξηση της τιμής του στους ώμους των καταναλωτών και των επιχειρήσεων αντί να αυξάνουν τις επιδοτήσεις που παρέχουν στα καύσιμα.

Μια τέτοια κίνηση θα απέβαινε προς όφελός τους, ενώ μια διεθνής συμφωνία θα τους πρόσφερε την απαραίτητη στήριξη, καθώς τα εν λόγω μέτρα έχουν τεράστιο πολιτικό κόστος.
Παραγωγοί πετρελαίου όπως είναι η Σαουδική Αραβία δεν ενδιαφέρονται για τη μείωση της ζήτησης. Οφείλουν, όμως, να ενδιαφέρονται για κάτι άλλο: για τη σταθερή πορεία της τιμής του πετρελαίου.

Η μεγαλύτερη συνεισφορά εκ μέρους των παραγωγών χωρών είναι η αύξηση των επενδύσεων. Χαμηλότερες επιδοτήσεις για βιοκαύσιμα πιθανώς να βοηθούσαν προς την κατεύθυνση αυτή.

Επίσης υπάρχουν πολλές ευκαιρίες συνεργασίας μεταξύ των πετρελαϊκών εταιριών. Η μία διαθέτει μεγαλύτερα αποθέματα, η άλλη καλύτερη τεχνολογία. Η άλλη καλύτερο know-how. Ως εκ τούτου μια διεθνής σύνοδος «θα τις έφερνε πιο κοντά».

Πέραν πάσης αμφιβολίας η άνοδος του πετρελαίου έχει οικονομικές επιπτώσεις, καθώς οι εξαγωγείς διογκώνουν τα εμπορικά τους πλεονάσματα και οι εισαγωγείς τα εμπορικά τους ελλείμματα.

Το τελευταίο σημείο στο οποίο θα πρέπει να επικεντρωθεί μια διεθνής σύνοδος είναι η παραπάνω ανισορροπία να μη μετατραπεί σε συναλλαγματική κρίση.

Η σύνοδος δεν πρόκειται να προκαλέσει, άμεσα, πτώση της τιμής πετρελαίου, αλλά μία από κοινού δράση, σαφώς, θα επιτύχει περισσότερα από τις αντίστοιχες μεμονωμένες.

(Από τους Financial Times, 17/05/2008)