Άραγε γιατί ανέβαινε συνεχώς κατά τους τελευταίους μήνες η τιμή του πετρελαίου; Και γιατί, από την τιμή των 70 δολλαρίων που είχε προ έτους το βαρέλι, έφθασε σήμερα στα 125 δολλάρια και κάποια στιγμή άγγιξε και τα 135 δολλάρια; Η απάντησις είναι μία: Η παγκόσμια ζήτησις γιά πετρέλαιο είναι μεγαλύτερη από την προσφορά.

Άραγε γιατί ανέβαινε συνεχώς κατά τους τελευταίους μήνες η τιμή του πετρελαίου; Και γιατί, από την τιμή των 70 δολλαρίων που είχε προ έτους το βαρέλι, έφθασε σήμερα στα 125 δολλάρια και κάποια στιγμή άγγιξε και τα 135 δολλάρια; Η απάντησις είναι μία: Η παγκόσμια ζήτησις γιά πετρέλαιο είναι μεγαλύτερη από την προσφορά. Και αν όχι η σημερινή ζήτησις, πάντως η προβλεπόμενη γιά το μέλλον που προσδιορίζει τις τιμές. Το οποίο σημαίνει ότι η τιμή των 70 δολλαρίων του περασμένου Ιουνίου ήταν εξωπραγματικά χαμηλή.

Αρνητικές επιπτώσεις

Παρ' όλα αυτά ο Πρόεδρος της Γαλλίας κ. Σαρκοζύ, ο οποίος αναλαμβάνει την 1η Ιουλίου την προεδρία της Ε.Ε. και υπ' αυτή την ιδιότητα επισκέπτεται αύριο την Αθήνα, έκανε μία εσφαλμένη πρόταση. Εζήτησε να ληφθή απόφασις στην Ευρωπαϊκή Ενωση γιά την μείωση του φόρου που επιβάλλεται στα πετρελαιοειδή. Η πρότασις αυτή, που ήδη απερρίφθη από το Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών, αν υιοθετείτο θα οδηγούσε εκ νέου σε αύξηση της ζητήσεως και τελικώς σε άνοδο της τιμής του πετρελαίου. Επομένως η ανακούφισις των καταναλωτών θα ήταν προσωρινή. Παρά την πρόσκαιρη μείωση, στο τέλος πάλι θα ανέβαινε η τιμή διαθέσεως της βενζίνης και του πετρελαίου, ενώ τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ενδεχομένως θα έχαναν έσοδα.

Η πρότασις του Γάλλου προέδρου, που απερρίφθη από την Ε.Ε., συνιστά θεμελιώδες λάθος. Είναι το ίδιο λάθος που διαπράττεται στην χώρα μας επί δεκαετίες. Στην Ελλάδα ίσχυε επί χρόνια η χαμηλότερη φορολογία καυσίμων στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Αυτό είχε δυσμενέστατες συνέπειες. Πρώτον, άφηνε μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους στην εμπορία και διακίνηση καυσίμων, η οποία ουδέποτε εξορθολογήθηκε. Ο αριθμός πρατηρίων καυσίμων στην Ελλάδα είναι σχεδόν διπλάσιος από τον αντίστοιχο στην Γερμανία, σε συνάρτηση με την κατανάλωση. Και δεύτερον, τα φθηνά καύσιμα οδήγησαν σε υπερκατανάλωση πετρελαίου και -το χειρότερο- σε υπερεξάρτηση της χώρας από τα πετρελαιοειδή.

Η πολιτική αυτή της χαμηλής φορολογίας στα καύσιμα είχε ολέθρια αποτελέσματα γιά την Ελλάδα. Μία χώρα που έχει την περισσότερη ηλιοφάνεια στην Ευρώπη και παράλληλα έχει ανέμους απολύτως αξιοποιήσιμους γιά την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, έφθασε να είναι μία από τις υψηλότερα εξαρτώμενες από το πετρέλαιο χώρα της Ευρώπης. Το γεγονός ότι δεν έγιναν κατά τις προηγούμενες δεκαετίες οι απαιτούμενες επενδύσεις γιά την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος με φωτοβολταϊκά συστήματα, ανεμογεννήτριες και άλλες ανανεώσιμες πηγές ενεργείας, οφείλεται κυρίως στο φθηνό πετρέλαιο. Αν αυτό ήταν ακριβώτερο -λόγω φορολογίας- οι επενδύσεις αυτές θα ήταν πιό συμφέρουσες και θα είχαν πραγματοποιηθή σε μεγαλύτερη έκταση, πολλά χρόνια νωρίτερα. Κάτι που γίνεται τώρα λόγω ακριβώς της ανατιμήσεως του πετρελαίου, αλλά και της σταδιακής εξομοιώσεως της φορολογίας με εκείνην που ισχύει στα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Οι ανανεώσιμες πηγές

Εδώ έγκειται και το λάθος του κ. Σαρκοζύ. Αν υιοθετείτο η πρότασίς του, ναι μεν θα γινόταν αποδεκτή με ανακούφιση από τους Ευρωπαίους καταναλωτές, πλην όμως θα ανέστελλε την πολιτική απεξαρτήσεως από το πετρέλαιο, την οποία ήδη ακολουθούν τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Γιά να καταστούν συμφέρουσες οι εναλλακτικές πηγές ενεργείας -και μάλιστα οι ανανεώσιμες- πρέπει η τιμή του πετρελαίου να είναι συγκριτικώς υψηλότερη. Αν είναι χαμηλότερη, τότε δεν υπάρχει κίνητρο να στραφούν οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές στις εναλλακτικές πηγές ενεργείας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το αυτοκίνητο. Οσο η βενζίνη ήταν φθηνή, απεκλείετο εκ των πραγμάτων η στροφή προς άλλες μορφές καυσίμου. Τώρα που ακρίβυνε, ήδη παράγονται υβριδικά αυτοκίνητα και εξελίσσεται ως καύσιμο και το υδρογόνο.

Βέβαια το λάθος του Σαρκοζύ, που υπήρξε μόνιμο λάθος των ελληνικών κυβερνήσεων των τελευταίων δεκαετιών, δεν οφείλεται σε άγνοια της πραγματικότητος και των οικονομικών κανόνων. Είναι αποτέλεσμα της τάσεως των πολιτικών να ακούγονται ευχάριστοι στο κοινό τους. Ευτυχώς λοιπόν που υπάρχουν και οι Βρυξέλλες και αποτρέπουν την τάση αυτή των πολιτικών να λαμβάνουν ολέθριες αποφάσεις.