Τα παραπάνω προκύπτουν από τα στοιχεία που επεξεργάστηκε η Eurostat, σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα έχει το 4ο μεγαλύτερο ποσοστό μεταξύ των 13 χωρών μελών, σημαντικό υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Συγκεκριμένα, στη χώρα μας το 2021 η συμμετοχή των ορυκτών καυσίμων στην ακαθάριστη διαθέσιμη ενέργεια το 2021 ήταν 82,18% έναντι 81,37% το 2020.
Η Μάλτα (96%) παρέμεινε η χώρα της ΕΕ με το υψηλότερο μερίδιο ορυκτών καυσίμων στην ακαθάριστη διαθέσιμη ενέργεια, ακολουθούμενη από την Κύπρο και την Ολλανδία (89%), την Ιρλανδία και την Πολωνία (88%).
Οι περισσότερες από τις άλλες χώρες της ΕΕ είχαν ποσοστά μεταξύ 50% και 85%.
Μόνο τρεις και συγκεκριμένα η Σουηδία (32%), η Φινλανδία (38%) και η Γαλλία (48%) είχαν μερίδια κάτω του 50%.
Σε σύγκριση με το 2020, το 2021, οι μεγαλύτερες, αλλά μικρές, μειώσεις στο μερίδιο των ορυκτών καυσίμων στην ακαθάριστη διαθέσιμη ενέργεια σημειώθηκαν στη Φινλανδία (-3 π.μ.), στο Βέλγιο (-3 π.μ.), στη Λιθουανία (-3 π.μ.), στην Πορτογαλία (-2 π.μ.) και τη Δανία (-2 π.μ.).
Οι μεγαλύτερες αυξήσεις σημειώθηκαν στη Βουλγαρία (+4 π.μ.), στην Εσθονία (+3 π.μ.), στην Πολωνία και στη Σλοβακία (και οι δύο +2 π.μ.) και στην Ισπανία (+1 π.μ.).
Η κορυφαία επίδοση στη μείωση του μεριδίου ορυκτών καυσίμων μεταξύ 2010-2021
Την τελευταία δεκαετία
Κατά την τελευταία δεκαετία, όλα τα μέλη της ΕΕ κατέγραψαν μείωση στο μερίδιό τους σε ορυκτά καύσιμα στην ακαθάριστη διαθέσιμη ενέργεια. Η μεγαλύτερη μείωση μετρήθηκε στη Δανία (από 81% σε 57%· -25 π.μ.), ακολουθούμενη από την Εσθονία (από 91% το 2010 σε 69% το 2021, -22 π.μ.) και τη Φινλανδία (από 57% σε 38%, – 19 π.μ.).
Άλλες σημαντικές μειώσεις καταγράφηκαν στη Λετονία (από 69% σε 57%, -12 π.μ.), στο Λουξεμβούργο (από 90% σε 79%, -11 π.μ.) και στη Λιθουανία (από 75% σε 64%, -11 π.μ.).
Από την άλλη πλευρά, οι μικρότερες μειώσεις μετρήθηκαν στη Γερμανία (από 81% σε 79%, -2 π.μ.), ακολουθούμενη από τη Ρουμανία (από 75% σε 72%, -3 π.μ.), τη Μάλτα (από 100% σε 96%, ελαφρώς πάνω από -3 π.μ.), την Ουγγαρία (από 73% σε 69%, -4 π.μ.) και τη Γαλλία (από 52% σε 48, -4 π.μ.).
(από ot.gr)