Εν έτει 2017, ως αναπληρωτής υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, προέβη σε μιαν ενέργεια που αν υιοθετείτο από την Κυβέρνηση θα ανέτρεπε τα δυσμενή για την χώρα μας δεδομένα τα οποία είχε δημιουργήσει η ατυχής κατάληξις της κρίσεως των Ιμίων το 1996.
Πράγματι η ουσιαστική κατάληξις της κρίσεως εκείνης ήταν η αναστολή του προγράμματος εποικισμού και δημιουργίας υποδομών σε βραχονησίδες, το οποίο είχε αρχίσει να εφαρμόζεται από τον Νοέμβριο του 1995. Και μετά το μοιραίο εκείνο βράδυ του Ιανουαρίου του 1996 που έγινε αποδεκτό το τραγικο «ούτε σημαίες, ούτε πλοία, ούτε στρατιώτες» απαρατήρητο πέρασε από την ελληνική κοινή γνώμη το γεγονός ότι η προσπάθεια εποικισμού των μικρονησίδων εγκαταλείφθηκε. Και για 21 χρόνια, μέχρι το 2017, κανείς δεν ξαναμίλησε για το πρόγραμμα αυτό. Μόνον ο Νεκτάριος Σαντορινιός έκανε προσπάθεια να δημιουργήσει κάτι ανάλογο.
Σε έγγραφο που διεβίβασε στην Βουλή, ανέφερε ότι η Γενική Γραμματεία Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής «δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και καταβάλλει σοβαρές προσπάθειες για την προοπτική κατοίκησης 28 μικρών νησιών του Αιγαίου, με στόχο τα νησιά αυτά να αποκτήσουν οικονομική δραστηριότητα και να κατοικηθούν κάποια από αυτά για εθνικούς κυρίως λόγους».
Όσο για την ουσιαστική προετοιμασία εφαρμογής του σχεδίου, το έγγραφο ανέφερε ότι «η Γενική Γραμματεία Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, μετά από αλλεπάλληλες συσκέψεις με την επιτελική δομή του ΕΣΠΑ του ΥΝΑΝΠ και σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, και αφού έχουν προηγηθεί δύο συσκέψεις με εκπροσώπους του υπουργείου Εξωτερικών και Εθνικής 'Αμυνας, βρίσκεται στη φάση της διαδικασίας αναζήτησης εταίρου, ο οποίος θα συμμετάσχει στη μείζονος σημασίας από εθνικής πλευράς δράση, προκειμένου το project αυτό να ενταχθεί στο Στρατηγικό interreg Ελλάδας-Κύπρου».
Κατά ευφυή τρόπο, δεν γινόταν αναφορά σε θαλάσσιες ζώνες και κυριαρχία αλλά μόνον περιβαλλοντικές και αναπτυξιακές προοπτικές: «Στόχος είναι μέσα από τις υπάρχουσες από τη δεκαετία του 1990 υποδομές και προφανώς με την κατασκευή έργων μικρής κλίμακας, τα νησιά αυτά να καταστούν κατοικήσιμα προκειμένου να αναπτυχθούν δραστηριότητες όπως η παρατήρηση και παρακολούθηση του φυσικού πλούτου, η προσέλκυση περιβαλλοντικών οργανώσεων, ομάδων, ερευνητών του εξωτερικού και του εσωτερικού, με σκοπό την τουριστική ανάπτυξη της Ελλάδας κ.α.».
Δυστυχώς στην προσπάθεια αυτή ο Νεκτάριος Σαντορινιός έμεινε μόνος. Ουδείς στην κυβέρνηση ή στο ευρύτερο πολιτικό σύστημα στάθηκε δίπλα του να υποστηρίξει ένα τέτοιο εθνικής σημασίας εγχείρημα. Ταυτοχρόνως η Τουρκία προσέφυγε για μιαν ακόμη φορά στις προσφιλείς τακτικές της, των απειλών και της θεωρίας των «γκρίζων ζωνών», με αποτέλεσμα άλλη μια ελληνική κυβέρνηση, να αποδειχθεί κατώτερη των περιστάσεων στα εθνικά μας θέματα και εσπευσμένως να αποσύρει το σχέδιο. Λίγες εβδομάδες αργότερα «διευκρινίσθηκε» στην Βουλή ότι το σχέδιο αφορούσε σε περιβαλλοντικά προγράμματα για τα νησιά του κεντρικού Αιγαίου...
Τα 28 νησιά για τα οποία προσπάθησε ο εκλιπών πολιτικός ουδέποτε ανακοινώθηκαν, εύκολα όμως μπορεί κανείς να αντιληφθεί την σημασία της πράξεως καθώς σύμφωνα με το άρθρο 121 παρ. 3 του Δικαίου της Θάλασσας «Οι βράχοι οι οποίοι δεν μπορούν να συντηρήσουν ανθρώπινη διαβίωση ή δική τους οικονομική ζωή, δεν θα έχουν αποκλειστική οικονομική ζώνη ή υφαλοκρηπίδα».
Η επίπτωσις δηλαδή ενός τέτοιου εποικισμού σε ενδεχομένη μελλοντική διαπραγμάτευση για την οριοθέτηση ΑΟΖ ή υφαλοκρηπίδας (κάτι που απαιτεί διμερή συμφωνία) είναι προφανής και εξαιρετικά επωφελής για την Ελλάδα. Και τούτο εξηγεί και την πείσμονα αντίδραση της Τουρκίας η οποία έχει κατορθώσει δύο φορές να την ακυρώσει. Και το τραγικό είναι ότι στην Ελλάδα τηρείται σιγή για τέτοια ζητήματα.
Σήμερα ακόμη, τόσο τα Ίμια όσο και την προσπάθεια του Νεκτάριου Σαντορινιού τα έχουμε ξεχάσει.
Θα κλείσουμε λοιπόν την αναφορά μας υπενθυμίζοντας τα λεχθέντα από το εκλιπόντα ότι «η νησιωτικότητα ούτε βάρος είναι, ούτε πρόβλημα. Αυτή η Ελληνική Κυβέρνηση, πιστεύει στους νησιώτες και στα νησιά μας, θεωρώντας ότι μπορούν να γίνουν πυλώνες στήριξης της εθνικής μας οικονομίας, αν τους δοθούν οι κατάλληλες εκείνες ευκαιρίες για να ανθίσουν και να δημιουργήσουν. Αισθανόμαστε ιδιαίτερα τυχεροί για τον πολυνησιακό χαρακτήρα της χώρας μας, γιατί είναι αναπόσπαστο μέρος της ελληνικότητας».
(από την εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ")