Η απελευθέρωση μιας αγοράς συνοδεύεται θεωρητικά από πτώση των τιμών και βελτίωση των προσφερομένων υπηρεσιών. Αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει στην αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της οποίας η ΔΕΗ Α.Ε, αντιμετωπίζει σήμερα μια σειρά από προκλήσεις που σχετίζονται κυρίως με την έλλειψη επάρκειας ηλεκτρισμού στη χώρα, τη ραγδαία αύξηση των τιμών πετρελαίου και φυσικού αερίου και τη διαχείριση μιας νέας συνιστώσας του κόστους, αυτής του CO2.

Η απελευθέρωση μιας αγοράς συνοδεύεται θεωρητικά από πτώση των τιμών και βελτίωση των προσφερομένων υπηρεσιών. Αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει στην αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της οποίας η ΔΕΗ Α.Ε, αντιμετωπίζει σήμερα μια σειρά από προκλήσεις που σχετίζονται κυρίως με την έλλειψη επάρκειας ηλεκτρισμού στη χώρα, τη ραγδαία αύξηση των τιμών πετρελαίου και φυσικού αερίου και τη διαχείριση μιας νέας συνιστώσας του κόστους, αυτής του CO2.

Επιπλέον, η απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα αναπτύχθηκε με στρεβλό τρόπο με αποτέλεσμα η ΔΕΗ να επιβαρύνεται με μια σειρά από επιπλέον παράγοντες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την έλλειψη συσχέτισης μεταξύ χονδρεμπορικής και λιανικής αγοράς. Ας δούμε λοιπόν αυτούς τους παράγοντες και την επίδραση τους στο κόστος της ενέργειας και στο ενεργειακό μέλλον της χώρας γενικότερα.

Η συνεχής αύξηση της ζήτησης ενέργειας αλλά και της αιχμής του φορτίου σε συνδυασμό με τον περιορισμό ανάπτυξης νέου παραγωγικού δυναμικού από τη ΔΕΗ Α.Ε. και τη μη εγκατάσταση νέων ιδιωτικών μονάδων, έχουν οδηγήσει στην έλλειψη εγχώριας παραγωγικής ισχύος στη χώρα μας. Η έλλειψη αυτή καλύπτεται με υπερεκμετάλλευση μονάδων με ακριβά καύσιμα και με εισαγωγές ρεύματος από τις γειτονικές μας χώρες, το κόστος των οποίων αυξάνεται σημαντικά από χρόνο σε χρόνο.

Είμαστε στο μέσον μιας παγκόσμιας κρίσης η οποία χαρακτηρίζεται από ραγδαία αύξηση των τιμών πετρελαίου και φυσικού αερίου οι οποίες ως γνωστό επηρεάζουν σημαντικά το κόστος της παραγόμενης ενέργειας σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στην περίοδο 1998 έως σήμερα οι διεθνείς τιμές πετρελαίου μαζούτ και ντήζελ σε Ευρώ αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 18-20% ετησίως, ενώ οι αντίστοιχες αυξήσεις των τιμολογίων της ΔΕΗ ανήλθαν κατά μέσο όρο σε 3,7%. Στην περίοδο από 1η Δεκεμβρίου 2007 έως το τέλος Απριλίου 2008, το κόστος αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε κατά περίπου 64% περισσότερο από την αύξηση του μέσου εσόδου της ΔΕΗ. Στο πρώτο τετράμηνο του 2008, τα μισά έσοδα της επιχείρησης διατέθηκαν για υγρά καύσιμα, φυσικό αέριο, αγορές ενέργειας και δικαιώματα CO2, ήταν δηλαδή άμεσα εξαρτημένα από την διακύμανση των διεθνών τιμών των καυσίμων.

Η λύση στο πρόβλημα της ενέργειας πρέπει να λάβει υπόψη της και τις τρεις συνιστώσες, δηλαδή το κόστος παραγωγής, την επάρκεια και ασφάλεια τροφοδοσίας και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Η διασφάλιση της ενεργειακής επάρκειας μακροπρόθεσμα αποτελεί ύψιστη ανάγκη για την ευημερία της ελληνικής κοινωνίας, αντίστοιχη με την ανάγκη για καθαρό περιβάλλον και υψηλή ποιότητα παρεχομένων υπηρεσιών σε ανταγωνιστικές τιμές. Η Στρατηγική Παραγωγής της ΔΕΗ Α.Ε λαμβάνει υπόψη της με ισορροπημένο τρόπο και τις τρεις αυτές συνιστώσες στα πλαίσια της Ελληνικής και της Ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής.

Η εξυγίανση της αγοράς ενέργειας και η δημιουργία ενός «σωστού επιχειρηματικού περιβάλλοντος» είναι απαραίτητη τόσο για τη ΔΕΗ όσο και την ελληνική κοινωνία και οικονομία. H ΔEH Α.Ε. δεν έχει κανένα λόγο να διατηρεί δεσπόζουσα θέση στην αγορά, ιδίως όταν αυτό την καθιστά ένα μονοπώλιο, το οποίο αφενός σηκώνει το βάρος της ανάπτυξης της αγοράς ηλεκτρισμού στη χώρα μας και αφετέρου την υποχρεώνει να αγοράζει ακριβά στη χονδρική αγορά και να πουλά φθηνά στη λιανική, επιδοτώντας «επί ζημία» τους άμεσα εμπλεκόμενους. Αποτέλεσμα της στρεβλής ανάπτυξης της αγοράς είναι να μην υπάρχει συσχετισμός μεταξύ χονδρεμπορικής και λιανικής αγοράς. Στη μεν χονδρεμπορική αγορά δραστηριοποιούνται τρεις ανεξάρτητοι παραγωγοί και αρκετοί εισαγωγείς, ενώ ουδείς προμηθευτής δραστηριοποιείται στη λιανική αγορά, καθόσον είναι αδύνατο να ανταγωνισθεί τα χαμηλά ρυθμιζόμενα τιμολόγια στην Ελλάδα, τα οποία δεν καλύπτουν το κόστος παραγωγής.

Η ΔΕΗ Α.Ε. προσπαθεί να πετύχει ελαχιστοποίηση του κόστους παραγωγής και διάθεσης ενέργειας, ώστε να παραμείνει ανταγωνιστική στο νέο περιβάλλον. Προσφέρει τις χαμηλότερες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα η κερδοφορία της να μειώνεται κάθε χρόνο λόγω εξωγενών παραγόντων. Έτσι, η ΔΕΗ κινδυνεύει με απαξίωση και συρρίκνωση καθώς η επιχείρηση απορροφά το κόστος αυξήσεων από εξωγενείς παράγοντες, όπως είναι τα καύσιμα, αντίθετα με ότι γίνεται σε άλλες χώρες της Eυρώπης, αλλά και στη χώρα μας με το πετρέλαιο θέρμανσης, το φυσικό αέριο για οικιακή χρήση αλλά και τα καύσιμα αυτοκινήτων. Επιπλέον, τα χαμηλά τιμολόγια δεν επιτρέπουν τη δημιουργία αποθεματικών, έτσι ώστε να γίνουν οι αναγκαίες επενδύσεις που θα εξασφαλίσουν την επάρκεια ισχύος και τον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση των υποδομών μεταφοράς και διανομής της.

Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι, οι παραπάνω παράγοντες όχι μόνο οδηγούν σταδιακά στην απώλεια μιας εταιρείας στυλοβάτη της οικονομικής ανάπτυξης και ενεργειακής επάρκειας της χώρας μας, αλλά και ότι δημιουργούν το μεγάλο κίνδυνο ανεξέλεγκτων και ραγδαίων αυξήσεων τιμών στο μέλλον.

Επί δεκαετίες η ηλεκτρική ενέργεια στην χώρα μας προσφερόταν σε χαμηλές τιμές, σε πολλές περιπτώσεις κάτω του κόστους. Η πολιτική αυτή συνεχίστηκε και μετά την απελευθέρωση της αγοράς, με αποτέλεσμα η αγορά να παραμένει μη ελκυστική για την είσοδο νέων επενδυτών στην παραγωγή και στην εμπορία. Όμως, τα προσωρινά μέτρα αντιμετώπισης του αυξημένου κόστους ηλεκτρικής ενέργειας με τη διατήρηση χαμηλών τιμολογίων και οι επιδοτήσεις δημιουργούν στρεβλώσεις, οι οποίες υποθηκεύουν το μέλλον της μεγαλύτερης επιχείρησης αλλά και το ενεργειακό μέλλον της χώρας στο σύνολό της.

Ο κ. Ν. Χατζηαργυρίου, είναι Αντιπρόεδρος της ΔΕΗ Α.Ε.