Την κυβέρνηση και κάθε κυβέρνηση χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απασχολεί σοβαρά η πορεία του πληθωρισμού ο οποίος διαμορφώνεται σε υψηλά επίπεδα ως αποτέλεσμα της αλματώδους αύξησης των τιμών του πετρελαίου, των τροφίμων και των πρώτων υλών.

Την κυβέρνηση και κάθε κυβέρνηση χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απασχολεί σοβαρά η πορεία του πληθωρισμού ο οποίος διαμορφώνεται σε υψηλά επίπεδα ως αποτέλεσμα της αλματώδους αύξησης των τιμών του πετρελαίου, των τροφίμων και των πρώτων υλών.

Σε πρόσφατη ανακοίνωση της ευρωπαϊκής Επιτροπής καταγράφεται κατά τρόπο σαφή η πορεία των τιμών των καυσίμων παγκοσμίως, αλλά και οι επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη και σε άλλα βασικά μεγέθη της Ένωσης.

Κατά την Επιτροπή, οι αυξημένες τιμές πετρελαίου αποτελούν πηγή πληθωρισμού για την Ε.Ε. Οι πρόσφατες αυξήσεις του πληθωρισμού οφείλονται, κατά μέγα μέρος, στις υψηλότερες τιμές ενέργειας και τροφίμων, που αντιπροσωπεύουν αντίστοιχα, κατά μέσον όρο, περίπου το 10% και το 20% των δαπανών των νοικοκυριών.

Ο πληθωρισμός των τιμών της ενέργειας συνέβαλε κατά 0,8% περίπου στην αύξηση του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) στη ζώνη ευρώ, κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2007. Ομοίως, οι τιμές πολλών γεωργικών προϊόντων, όπως του σίτου, των γαλακτοκομικών προϊόντων και του κρέατος, παρουσίασαν κατακόρυφη αύξηση.

Εν τούτοις, διαπιστώνονται εντός της Ε.Ε. αξιοσημείωτες διαφορές όσον αφορά τη συμβολή των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας στο συνολικό πληθωρισμό, λόγω των διακυμάνσεων που παρουσιάζουν τα σχετικά ποσοστά του οικογενειακού προϋπολογισμού για τρόφιμα και ενέργεια και λόγω της ύπαρξης, σε ορισμένες χώρες, ελεγχόμενων τιμών για τα υγρά καύσιμα και την ηλεκτρική ενέργεια.

Ο βαθμός ανταγωνισμού στις ενεργειακές αγορές μπορεί επίσης να επηρεάσει τις εξελίξεις των τιμών σε συγκεκριμένες χώρες. Σύμφωνα με εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής για τις χώρες της ευρύτερης ζώνης ευρώ, η αύξηση κατά 10 ευρώ των τιμών πετρελαίου θα είχε ως άμεση συνέπεια την αύξηση του πληθωρισμού κατά 0,6 έως 0,8 περίπου κατά το πρώτο έτος μετά την αύξηση.

Σε γενικές γραμμές, οι τιμές του πετρελαίου αναμένεται να παραμείνουν υψηλές σε μακροπρόθεσμη βάση. Τα φτωχότερα νοικοκυριά, για τα οποία η ενέργεια και τα τρόφιμα αντιπροσωπεύουν μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών τους, θα πληγούν περισσότερο.

Ειδικές τομεακές επιπτώσεις

Στον τομέα της αλιείας, στα σημερινά επίπεδα τιμών, υπολογίζεται ότι τα έξοδα για καύσιμα υπερβαίνουν τα 2,4 δισ. ευρώ ετησίως, δηλαδή περισσότερο από το 30% της αξίας των εκφορτώσεων ιχθύων στην Ε.Ε.

Ορισμένοι φορείς εκμετάλλευσης και ειδικότερα οι μηχανότρατες, έχουν πληγεί περισσότερο, δεδομένου ότι οι δαπάνες για καύσιμα αντιπροσωπεύουν έως και το 50% των εισόδων.

Αντίθετα, κατά τα πρόσφατα έτη οι τιμές των ιχθύων έχουν παραμείνει στάσιμες ή έχουν μειωθεί. Κατά συνέπεια, με τις σημερινές τιμές των καυσίμων, ο κλάδος της αλιείας με τράτα είναι ελλειμματικός ή δεν είναι παρά ελάχιστα αποδοτικός.

Για την αλιευτική βιομηχανία, η αυξανόμενη εξωτερική οικονομική πίεση την οποία ασκούν οι αυξήσεις των τιμών των καυσίμων, προστίθεται στις ήδη υφιστάμενες πιέσεις που οφείλονται στην πλεονάζουσα αλιευτική ικανότητα του στόλου και τη μείωση των πόρων λόγω της υπεραλίευσης.

Γεωργία-βιομηχανία

Οι υψηλές τιμές του πετρελαίου ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητα του γεωργικού τομέα. Οι επιπτώσεις στα έσοδα των οικογενειακών γεωργικών εκμεταλλεύσεων θα ποικίλλουν μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε., ανάλογα όχι μόνο με τη διάρθρωση του κόστους, αλλά και με την οικονομική αποδοτικότητα του γεωργικού τομέα.

Το μερίδιο του κόστους που επηρεάζεται άμεσα από τις τιμές του πετρελαίου (καύσιμα, λιπάσματα και προστασία των καλλιεργειών) στο συνολικό κόστος των γεωργικών εκμεταλλεύσεων ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό, ανάλογα με το είδος της γεωργικής δραστηριότητας.

Το πετρέλαιο εξακολουθεί να κυριαρχεί στον τομέα των μεταφορών, αντιπροσωπεύοντας το 97% της κατανάλωσης ενέργειας. Το κόστος μεταφοράς στη βιομηχανία μπορεί να ποικίλλει από 1% έως 10% της αξίας του τελικού προϊόντος. Τα νοικοκυριά διαθέτουν το 13,6% της συνολικής τελικής κατανάλωσής τους στις μεταφορές.

Συνεπώς, όπως επισημαίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ο διπλασιασμός των τιμών του αργού πετρελαίου θα συνεπάγετο αύξηση από 12% έως 15% των δαπανών μεταφοράς, οι οποίες θα μπορούσαν να αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 1% της τελικής κατανάλωσης των νοικοκυριών.

Στον τομέα των αερομεταφορών, η Διεθνής Ένωση Αερομεταφορών (ΙΑΤΑ) προβλέπει για το 2008 απώλειες ύψους 2,3 δισ. δολάρια, βασιζόμενη σε τιμή πετρελαίου 106,5 δολάρια το βαρέλι.

Είναι αναμενόμενο το γεγονός ότι οι αυξημένες τιμές του πετρελαίου έχουν ιδιαίτερες επιπτώσεις στους βιομηχανικούς τομείς που εξαρτώνται σε μεγαλύτερο βαθμό από τα καύσιμα για τις δραστηριότητές τους. Στη βιομηχανία βασικών χημικών προϊόντων, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο αποτελούν τις βασικές συνιστώσες του κόστους, δεδομένου ότι το πετρέλαιο αντιπροσωπεύει συγχρόνως τη βασική πρώτη ύλη και την πηγή ενέργειας. Η αύξηση της τιμής του πετρελαίου έχει άμεσες συνέπειες στην τιμή των περισσοτέρων χημικών πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή πλαστικών και καουτσούκ.

Σε ό,τι αφορά την αυτοκινητοβιομηχανία, οι αυξήσεις της τιμής του πετρελαίου πιθανόν να τονώσουν την έρευνα και την εμπορία οχημάτων χαμηλής κατανάλωσης ενέργειας και να ενθαρρύνει επενδύσεις για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης. Επί του παρόντος, καταβάλλονται προσπάθειες κυρίως για τη μείωση των επιπτώσεων της κατανάλωσης ενέργειας με βάση τα παραδοσιακά καύσιμα.

Λαμβανομένων υπόψη των σημερινών επιπέδων των τιμών πετρελαίου, η προσοχή των καταναλωτών μετατοπίζεται περισσότερο προς τα έξοδα λειτουργίας, παρέχοντας κατά τον τρόπο αυτό στη βιομηχανία εμπορικά επιχειρήματα για τη βελτίωση της απόδοσης των καυσίμων και την προσαρμογή των στρατηγικών εμπορικής προώθησης.

Έρευνα

Οι υψηλές τιμές του πετρελαίου ενδέχεται επίσης να δημιουργήσουν ευκαιρίες, δεδομένης της ζήτησης νέων τεχνικών και διαδικασιών που καθίστανται ανταγωνιστικές.

Οι τομείς που θα μπορούσαν να επωφεληθούν από την κατάσταση αυτή είναι ο τομέας των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, καθώς και οι τομείς που εξειδικεύονται σε τεχνολογίες υψηλής ενεργειακής απόδοσης.

Διαπιστώνεται προφανής ανάγκη περισσότερης έρευνας σε περισσότερο αποδοτικές οικοτεχνολογίες με χαμηλή κατανάλωση ενέργειας, έναν τομέα στον οποίο η Ευρώπη έχει σημαντικό προβάδισμα. Αναμένεται ότι οι υφιστάμενες συνθήκες της αγοράς θα τονώσουν τη ζήτηση προϊόντων και συστημάτων που επιτρέπουν την εξοικονόμηση ενέργειας και την υψηλή ενεργειακή απόδοση, καθώς και μη ορυκτών καυσίμων, γεγονός που θα έχει ως αποτέλεσμα την αντίστοιχη αύξηση της ζήτησης των σχετικών ενεργειακών τεχνολογιών.

Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να αποφασίσουν να επανεξετάσουν τη θέση της πυρηνικής ενέργειας στη σύνθεση των ενεργειακών πηγών τους.

Η πολιτική αντιμετώπιση

Η αντίδραση της Ε.Ε. στις πρόσφατες αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου πρέπει να στηρίζεται στην υπόθεση ότι κατά πάσα πιθανότητα οι τιμές θα παραμείνουν υψηλές μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.

Τούτο υποδηλοί την ανάγκη διαρθρωτικών προσαρμογών, που θα πρέπει να επιταχυνθούν προκειμένου να παραγάγουν τα θετικά τους αποτελέσματα το συντομότερο δυνατό. Παράλληλα, θα πρέπει να αμβλυνθούν οι βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις σε ορισμένες ευάλωτες κατηγορίες έτσι, ώστε να βοηθηθεί η προσαρμογή τους στη νέα κατάσταση της αγοράς.

Ιδιαίτερη προσοχή επιβάλλεται όσον αφορά τις προτάσεις να αντισταθμιστούν οι αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου με φορολογικές ελαφρύνσεις. Η πιθανότερη συνέπεια θα ήταν η μεταφορά εσόδων από τους καταναλωτές στις χώρες που είναι προμηθεύτριες πετρελαίου, προκαλώντας επιδείνωση των παγκόσμιων ισορροπιών.

Στην περίπτωση αυτή, θα ακολουθούσαν ενδεχομένως περαιτέρω αυξήσεις τιμών, οι οποίες θα στρέβλωναν τη λειτουργία της ενιαίας αγοράς, υπονομεύοντας τις προσπάθειες που καταβάλλει η Ε.Ε. για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης. Η κυριότερη πολιτική αντιμετώπιση του προβλήματος πρέπει να συνίσταται στο να καταστεί η Ε.Ε. αποτελεσματικότερη όσον αφορά τη χρησιμοποίηση ενέργειας, και λιγότερο εξαρτημένη από τα ορυκτά καύσιμα.

Η προσέγγιση αυτή υιοθετείται στη δέσμη των μέτρων σχετικά με την αλλαγή του κλίματος και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τα οποία αποσκοπούν στη βελτίωση της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού της Ε.Ε., μέσω της μείωσης του βαθμού εξάρτησής μας από τα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα και της διαφοροποίησης του εφοδιασμού και μέσω της ανάπτυξης ανανεώσιμων μορφών ενέργειας, καθώς και μέσω της βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης.

Η Ε.Ε. είχε προνοήσει να θέσει το στόχο των μελλοντικά χαμηλών επιπέδων άνθρακα, ορίζοντας τις επιθυμητές εξελίξεις μέχρι το 2020 και παρέχοντας τη δυνατότητα σε κυβερνήσεις, στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά να αναπτύξουν μείγμα επενδύσεων, κινήτρων και υποχρεώσεων προκειμένου να διασφαλίσουν την υλοποίηση του εν λόγω στόχου.

Η προσέγγιση αυτή θα βελτιώσει επίσης την ανταγωνιστικότητα της κοινοτικής βιομηχανίας, καθιστώντας την λιγότερο ευάλωτη στις μεταβολές των τιμών του πετρελαίου.

Η συμφωνία για τη λήψη των βασικών μέτρων για τη δημιουργία μιας αληθινής εσωτερικής αγοράς στον τομέα της ενέργειας θα καταστήσει την Ε.Ε. και τα κράτη μέλη της λιγότερο ευάλωτους στις διακυμάνσεις των τιμών.

Στη χώρα μας ας μην περιοριζόμεθα μόνο στη διαπίστωση του προβλήματος, αλλά και στην αντιμετώπισή του σε βραχυπρόθεσμη και μεσομακροπρόθεσμη βάση.

Επιπτώσεις στα νοικοκυριά

Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι δαπάνες για ενέργεια αντιπροσωπεύουν σημαντικό τμήμα του προϋπολογισμού των νοικοκυριών και η τάση αυτή αναμένεται να ενταθεί μελλοντικά. Αυτό σημαίνει ότι οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να διαθέσουν επιπλέον κονδύλια για την πληρωμή των ενεργειακών δαπανών τους.

Μεταξύ του Απριλίου 2007 και του Απριλίου 2008, το ποσοστό αύξησης των τιμών υγρών καυσίμων για οικιακές χρήσεις και για τη χρήση ιδιωτικών οχημάτων υπερέβη κατά πολύ τον συνολικό εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) για την ίδια περίοδο.

Σε ευρωπαϊκή κλίμακα, ο ΕνΔΤΚ αυξήθηκε κατά 3,6%, οι τιμές των υγρών καυσίμων για οικιακές χρήσεις κατά 35,2% και οι τιμές των καυσίμων για μεταφορικά οχήματα κατά 12,7%.

Εντούτοις, οι αυξήσεις των τιμών των καυσίμων επηρεάζουν τα διάφορα κράτη μέλη σε διαφορετικό βαθμό. Το υψηλότερο ποσοστό διαπιστώθηκε για το Ηνωμένο Βασίλειο (69,1%). Σε πολλά κράτη μέλη (το Βέλγιο, τη Γερμανία, την Ελλάδα, τη Γαλλία, το Λουξεμβούργο, τη Φινλανδία), η αύξηση των τιμών υπερέβη τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Τα ποσοστά αύξησης των τιμών των καυσίμων για τη χρήση ιδιωτικών οχημάτων παρουσίαζαν πολύ περισσότερη σύγκλιση, μεταξύ του υψηλότερου στην Εσθονία (25,1%) και του χαμηλότερου στη Σλοβενία (4,8%).

Εξάλλου, υπάρχουν αλυσιδωτές συνέπειες των εν λόγω αυξήσεων των τιμών σε άλλα σημαντικά στοιχεία του οικογενειακού προϋπολογισμού, όπως είναι οι δαπάνες για μεταφερόμενα προϊόντα.

(Από την εφημερίδα Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, 30/06/2008)