Μετά από 20 χρόνια εισαγωγής φθηνού ρωσικού φυσικού αέριου στην Ευρώπη και εξαγωγής ανανεώσιμων πηγών στην Ευρώπη το μοντέλο κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος, όπως και το κυνήγι εναντίον του άνθρακα, του πετρελαίου, της πυρηνικής ενέργειας, των επενδύσεων για την έρευνα και εκμετάλλευση εγχώριων πηγών υδρογονανθράκων αλλά καιευρωπαϊκών υποδομών διανομής φυσικού αερίου

Σήμερα, με εντυπωσιακή απλότητα, δίνονται ευλογίες, από κάθε χώρα της ΕΕ, για την χρήση αυτών των πρώην ενοχλητικών κατευθύνσεων. Βέβαια, η τιμολόγηση του ηλεκτρικού ρεύματος στην Ευρώπη, συνεχίζει να εξαρτάται από την τιμή του εισαγόμενου φυσικού αερίου η οποία παραμένει διπλάσια έως πενταπλάσια σε σχέση μεαυτήν του 2021. Αναπόφευκτα, η μετάβαση από ορυκτά καύσιμα σε πηγές ΑΠΕ διαλείπουσας και χαμηλότερης ενεργειακής απόδοσης, ασκεί πίεση χρήσης σε άλλες βασικότερες πηγές ενέργειας, όπως το ξύλο και ο άνθρακας.

Είναι οι συνθήκες υπό τις οποίες η Ελλάδα,δειλά-δειλά,όπως και κάθε άλλη χώρα της ΕΕ, επανεκκίνησαν τις έρευνες για φυσικό αέριοκαι πετρέλαιο. Το υπέδαφος της Ελλάδας, εγκλείει φυσικό αέριο και πετρέλαιο οικονομικά βιώσιμο.Με τα συντηρητικότερα κριτήρια εκμεταλλευσιμότητας,η ΕΔΕΥ από το 2018, υποστηρίζει την ύπαρξη τουλάχιστον εξακοσίων δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων (Bcm) φυσικού αερίου (το 25% των δυνητικών 2450 Bcm του ελληνικού υπεδάφους). Εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα 600 Bcm για μια χώρα όπως η Ελλάδα με ετήσια κατανάλωση μόνο 6 με 6,5 Bcm, έναντι 500-550 Bcm της Ευρώπης, συνιστούν ένα ανταγωνιστικό και διαπραγματευτικό πλεονέκτημα πουθα απέφερε εθνικά κέρδη σημαντικότερα από τα 20 Bcm ετήσιας διαμετακόμισης αεριοποιημένου φυσικού αερίου προς τρίτους. Ας μην συγχέουμετο δυναμικό αυτάρκειας και εξαγωγής εθνικού προϊόντος με τηνδιαμετακόμιση εισαγόμενου προϊόντος.

Κάτι που δεν λέγεται, είναι ότι το φυσικό αέριο κάτω από εκατοντάδες ή χιλιάδες μέτρα του βυθού της στην σημερινής Ελληνικής θαλάσσιας επικράτειας δεν είναι η μόνη έκφραση της παρουσίας φυσικού αερίου στην περιοχή. Οι άλλες δύο εκφράσεις, τα ηφαίστεια λάσπης και οι υδρίτες παρουσιάζονται στην επιφάνεια του βυθού, είτε λόγω της απελευθέρωσης μεθανίου στο βυθό, ή λόγω της κατακράτησης μεθανίου μέσα σε κρυστάλλους πάγου στα ρηχότερα (επιφανειακά) στρώματα του βυθού. Και οι τρεις εκφράσεις παρουσίας μεθανίου ενδιαφέρουν τη διεθνή βιομηχανία, δεδομένου ότι το φυσικό αέριο θα συνεχίσει να γεφυρώνει τις σημερινές ανανεώσιμες μορφές ενέργειας για τουλάχιστον δύο δεκαετίες. Παρόλο ότι η τεχνολογία του σήμερα επιτρέπει να εξορυχθεί το φυσικό αέριο μόνο από τα βαθιά πετρώματα και όχι τα επιφανειακά, η γεωπολιτική σημασία των τριών μορφών γεωλογικής αποθήκευσης του φυσικού αερίου δεν πρέπει να υποτιμηθείγια την Ελλάδα.

Το 2022 με την σημαντική μείωση, έως φαινομενική εξαφάνιση, του ρωσικού φυσικού αερίου μέσω αγωγών και της αντικατάστασης μέρους του ελλείματος από το ακριβό LNG, ο αριθμός των σταθμών αεριοποίησης, όπως και των φυσικών αποθηκών, δεν αρκούσε. Μέχρι το 2021 οι αγωγοί από Ρωσία, Τουρκία, Αλγερία και Νορβηγία, αρκούσαν και οι σταθμοί αεριοποίησης (FSRU) παρείχαν συμπληρωματικά φυσικό αέριο στην Ευρώπη. Σήμερα, η Γερμανία κατασκευάζει τέσσερεις έως έξι σταθμούς αεριοποίησης, ενώ η Ολλανδία διατηρεί την στρατηγική θέση έδρας του δείκτη ΤΤF της χρηματαγοράς ενέργειας. Στον αντίποδα, η Νότια Ευρώπη, διατηρεί ακόμη τους περισσότερους σταθμούς υγροποίησης (Ισπανία, Μάλτα, Ιταλία, Γαλλία, Κροατία και σύντομα Ελλάδα, ακόμα και Τουρκία), όπως και διέλευσης αγωγών και σταθμών υγροποίησης από την Βόρεια Αφρική (Αίγυπτος και Αλγερία) με μικρότερο κόστος από το υπερατλαντικό LNG. Υπο κανονικές συνθήκες, η γεωγραφική αυτή κατανομή θα επέτρεπε στις χώρες του Νότου της Ευρώπης να υποστηρίξουν ένα ενεργειακό δείκτη αντίστοιχο του ΤΤF ο οποίος ανήκει στον οργανισμό Intercontinental Exchange που ίσως μετακομίσει εκτός ΕΕ. Άξιο λόγου ότι, ενώ οι ανάγκες της Ευρώπης το 2022 ήταν μικρότερες, λόγω ύφεσης, μείωσης της κατανάλωσης και συνεισφοράς των ανανεώσιμων, το φυσικό αέριο που αγοράστηκε τον Αύγουστο του 2022 από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, δηλαδή τους καταναλωτές, ήταν πανάκριβο.

Όσον αφορά το σημερινό ενεργειακό τοπίο της Ανατολικής Μεσόγειου κυριαρχείται από την Αίγυπτοη οποίατο 2022 παρουσίασε μείωση παραγωγής φυσικού αερίου και όχι μόνο σε παλαιά κοιτάσματα. Για να ανταπεξέλθει, εκπονεί καινούργιους διαγωνισμούς έρευνας και εκμετάλλευσης ακόμα και στα όρια της κυπριακής ΑΟΖ. Για τους ενεργειακούς επενδυτές, ηπαρατηρούμενη μείωση της παραγωγής, σε μια χώρα που μαζί με την Αλγερία υγροποιούν το φυσικό αέριο προς εξαγωγή, προβληματίζει όσον αφορά την κατασκευή νέων αγωγών, διότι υπάρχει διαθέσιμη χωρητικότητα στους υπάρχοντες αγωγούς της ΝΑ Μεσογείου και στους σταθμούς υγροποίησης. Υπο αυτό το πρίσμα και ηυλοποίηση του EastMed τείνει να καθυστερήσει μολονότι, οικονομικά, οι συγκυρίες είναι ευμενείς.Είναι εμφανές ότι αποφασιστικός παράγοντας υλοποίησής του είναι η συμβολήτων υδρογονανθράκων της Ελλάδας.

Παγκοσμίως, τα δύο τρίτα του πετρελαίου καταναλώνεται εκτός συνόρων των χωρών παραγωγής, το φυσικό αέριο είναι κατεξοχήν τοπικό προϊόν και καταναλώνεται ιδιαίτερα στο εσωτερικό των χωρών παραγωγής ή στις γείτονες χώρες μέσω αγωγών. Το πετρέλαιο είναι διεθνές προϊόν, μεταφέρεται εύκολα σε υγρή φυσική μορφή και έχει εξ αρχής μεγάλη θερμική απόδοση. Το φυσικό αέριο δεν μεταφέρεται εύκολα και για αυτό το κόστος μεταφοράς είναι μεγάλο. Ιδιαίτερα η αλυσίδα κόστους του σχιστολιθικού είναι ακριβή και θα παραμείνει. Ένα μικρό ποσοστό του εξαγόμενου φυσικού αερίου παγκοσμίως, περίπου 25 %, υγροποιείται και μεταφέρεται χιλιάδες ναυτικά μίλια μακριά μέσω θαλάσσης. Στην Ευρώπη λόγω των εκατέρωθεν κυρώσεων ΗΠΑ-Ευρώπης-Ρωσίας, η μεγάλη εξάρτηση από το υγροποιημένο των ΗΠΑ, του Κατάρ και της Ρωσίας, αλλά και Νορβηγίας, Αιγύπτου, Αλγερίας, υπηρετεί και γεωπολιτικούς λόγους επιρροήςδημιουργώντας την λάθος εντύπωση της εξάρτησης του πλανήτη από το LNG και το σχιστολιθικό, κάτι που δεν είναι αλήθεια.

Σε παγκόσμιο επίπεδο,το 2022 προσανατολίζει τον ορίζοντα 2030-2040 προς ένα ανταγωνισμό μεταξύ έγκλειστου αέριου (tightgas) και σχιστολιθικού αερίου (shalegas), και συνθετικών καυσίμων. Και τα τρία είναι μη-συμβατά καύσιμα (unconventional) και απαιτούν τεχνητή ρωγμάτωση για να απελευθερωθεί το μεθάνιο. Οι ανταγωνιζόμενες τεχνολογίες θα στοχεύουν είτε την υγροποίηση του φυσικού αερίου ή την παραγωγή μεθανίου από άνθρακα.Η τεχνητή ρωγμάτωση απαγορεύεται στην Ευρώπη αλλά δεν απαγορεύεται η εισαγωγή του αερίου εφόσον η προέλευση και αγορά του δεν εντάσσεται στις ευρωπαϊκές περιβαλλοντικές ευαισθησίες και κατ‘ επέκταση νομοθεσίες.

Από την άλλη πλευρά, το κόστος των συνθετικών καυσίμων,με τιμές του φυσικού αερίουτου 2022,κατά μέσο όρο στα 7 δολάρια τα 1000 κυβικά πόδια και του αργού πετρελαίου γύρω στα 100 δολάρια το βαρέλι, έγινεανταγωνιστικό για μεγάλους καταναλωτές.Ιδιαίτερα η Κίνα στοχεύει σε ετήσια παραγωγική δυνατότητα μεγαλύτερη από 200 δισεκατομμύρια κυβικών μέτρων συνθετικού φυσικού αερίου (200Bcm) ετησίως και μέχρι 1 εκατομμύριο βαρέλια (1MMbo) ημερησίως συνθετικών καυσίμων καθιστώντας την ικανή να μειώσει κατά 10% τις ετήσιες εισαγωγές της σε αργό πετρέλαιο. 

Θα πρέπει να τονισθεί επίσης ότι οι η παραγωγή υδρογόνου βασιζόμενη είτε στο διαχωρισμό του μεθανίου σε άνθρακα και υδρογόνο μέσω θερμού ατμού ή την διάσπαση του μορίου του νερού σε οξυγόνο και υδρογόνο μέσω ηλεκτρόλυσης έχουν απήχηση στο 1,5 δισ. των 8 δις πληθυσμού του πλανήτη, ενώ τα 6,5 δις, δηλαδή το 82 % περίπου, θα συνεχίσει να καταναλώνει πρωτίστως ξύλο, άνθρακα και πετρέλαιο.Ιδιαίτερα το πετρέλαιο μαζί με το φυσικό αέριο θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται στο βαθμό που οι άνθρωποι μπορούν να αντέξουν οικονομικά να αγοράσουν προϊόντα διύλισης και παράγωγα υδρογονανθράκων στις τιμές που χρειάζονται οι παραγωγοί για να συνεχίσουν να τα παράγουν. Πρακτική προϋπόθεση είναι η βιομηχανία υδρογονανθράκων να μπορεί να ανταπεξέρχεται στην δημιουργούμενη έλλειψη οικονομιών κλίμακας όπως παρατηρήθηκε, ιδιαίτερα από το 2020, στην ΕΕ με αρνητικές επιπτώσεις για το μέσο καταναλωτή, τόσο λόγω της αύξησης των τιμών ενέργειας, όσο και αυτής των τροφίμων που δεν είναι τίποτε άλλο απόέναφορά ενέργειας για τον καταναλωτή.

*Ενεργειακός αναλυτής, τέως Προέδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΔΕΥ

(πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ", 22/03/2023 - με τίτλο "Διάδρομος Ενεργειακής Προσγείωσης")