Εδώ και πέντε χρόνια οι τιμές του αργού και των προϊόντων στις διεθνείς αγορές αυξάνονται με υψηλούς και σταθερούς ρυθμούς και ενίοτε με άλματα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το διάστημα αυτό η ποικιλία Brent αυξήθηκε κατά 474% ενώ η ποικιλία WTI στο ΝΥΜΕΧ της Ν. Υόρκης σημείωσε νέο ρεκόρ την περασμένη εβδομάδα φθάνοντας την τιμή των $147,50/βαρέλι.

Εδώ και πέντε χρόνια οι τιμές του αργού και των προϊόντων στις διεθνείς αγορές αυξάνονται με υψηλούς και σταθερούς ρυθμούς και ενίοτε με άλματα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το διάστημα αυτό η ποικιλία Brent αυξήθηκε κατά 474% ενώ η ποικιλία WTI στο ΝΥΜΕΧ της Ν. Υόρκης σημείωσε νέο ρεκόρ την περασμένη εβδομάδα φθάνοντας την τιμή των $147,50/βαρέλι. Μόλις πριν ένα έτος όταν η τιμή του αργού άγγιξε τα $80 το βαρέλι εθεωρείτο τελείως εξωπραγματικό ότι μέσα σε 12 μήνες η τιμή θα έχει υπερδιπλασιαστεί.

Όμως η ανοδική πορεία του μαύρου χρυσού ήτο προδιαγεγραμμένη και προαποφασισμένη, εδώ και χρόνια και μόνο άνθρωποι που ζουν εκτός αγοράς και δεν έχουν σχέση ή επαφή με την οικονομία δεν είχαν αντιληφθεί που οδηγούνται τα πράγματα.  Οι λόγοι της ραγδαίας ανόδου του αργού στις διεθνείς αγορές είναι ουσιαστικοί και συνδέονται με τα θεμελιώδη (fundamentals) της αγοράς όπως η υψηλή ζήτηση, η περιορισμένη διυλιστική ικανότητα, οι επιδοτήσεις για προϊόντα στη Ν.Α Ασία και τη Μ. Ανατολή όπως και η αδυναμία των πετρελαιοπαραγωγικών χωρών εντός και εκτός OPEC να αυξήσουν αισθητά την παραγωγή τους.

Η στενότητα που παρατηρείται ήδη στην διεθνή αγορά οδηγεί τις περισσότερες κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμούς να αναθεωρήσουν τα σχέδια τους για την ασφάλεια πετρελαϊκού εφοδιασμού.  Οι περισσότερες από τις πετρελαιοεισαγωγικές χώρες εδώ και χρόνια προσπαθούν να αξιοποιήσουν στο έπακρο τα εγχώρια κοιτάσματα υδρογονανθράκων ενώ πολλές άλλες π.χ Κίνα, Ινδία, Ιταλία, Ισπανία έχουν στραφεί σε τρίτες χώρες, ιδίως στην Αφρική, για να εξασφαλίσουν σε μακροπρόθεσμη βάση πετρελαϊκή προμήθεια. Η γειτονική Τουρκία ως αποτέλεσμα πολυετών συστηματικών προσπαθειών της κρατικής εταιρείας πετρελαίου TPAO, έχει καταφέρει να αυξήσει την εγχώρια παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου από τα 10.000 βαρέλια που είχε στις αρχές της δεκαετίας το ’90 στα 100.000 βαρέλια σήμερα.

Η χώρα μας απέχει επιδεικτικά από οιαδήποτε προσπάθεια έρευνας και ανάπτυξης των δικών της αποδεδειγμένων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων με το έωλο επιχείρημα της συντριπτικής μερίδας του πολιτικού κόσμου, όλων των κομμάτων και πολιτικών αποχρώσεων, ότι δεν διαθέτουμε κοιτάσματα, ότι σε κάθε περίπτωση η έρευνα και η εξόρυξη είναι μία πανάκριβη υπόθεση και στο κάτω – κάτω η Ελλάδα είναι μία τουριστική χώρα και άρα δεν πρέπει να διαθέτει πετρελαιοπηγές! Αντί αυτού προτιμούμε να πληρώνουμε αγογγύστως ολοένα και περισσότερα χρήματα κάθε χρόνο (4.5 δισ. το 2004, 9.5 δισ. το 2007 και πρόβλεψη για 15.0 δισ. το 2008) για την εισαγωγή αργού και προϊόντων. Τα δε επιχειρήματα των πολιτικών μας φανερώνουν μία προκλητική αδιαφορία και πλήρη άγνοια για τις διεθνείς εξελίξεις (που αγγίζουν και επηρεάζουν άμεσα την χώρα μας) και τραγική έλλειψη ενδιαφέροντος για το πώς η Ελλάδα θα μπορέσει να εξασφαλίσει τους απαραίτητους ενεργειακούς πόρους για την λειτουργία της οικονομίας της και την διασφάλιση του βιοτικού μας επιπέδου.

Είναι γεγονός ότι έχει ήδη αρχίσει ένας άγριος ανταγωνισμός για τη διασφάλιση κοιτασμάτων πετρελαίου και φ. αερίου σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υδρογείου, τα οποία και θα καλύψουν τις μακροπρόθεσμες ανάγκες των επομένων 20 – 30 ετών, μέχρι την μετάβασή μας στην μεταπετρελαϊκή εποχή. Δυστυχώς τόσο η σημερινή όσο και η προηγούμενη κυβέρνηση δεν αντελήφθησαν την κρισιμότητα της κατάστασης και σε πόσο σοβαρή υπόθεση εξελίσσεται η ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού. Διαφορετικά θα είχαν προωθήσει με την διαδικασία του επείγοντος την δημιουργία κατάλληλου φορέα για τον συντονισμό των απαραίτητων ερευνών και την ανάθεση συμβάσεων παραχωρήσεων με εταιρείες (κατόπιν διεθνούς διαγωνισμού) για την έρευνα και ανάπτυξη κοιτασμάτων (με οικονομικό κόστος που ως γνωστόν βάσει της διεθνούς πρακτικής και της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας καλύπτεται από τις εταιρείες).

Η Ελλάδα ως γνωστόν διαθέτει μία σειρά από αποδεδειγμένα κοιτάσματα (proven reserves) σε διάφορες περιοχές όπως στο Κατάκολο, Ζάκυνθο, Παξούς, Ιωάννινα, Επανωμή, Πρίνος κ.α. για να αναφερθούμε μόνο σε μερικές από αυτές. Πράγματι μερικά από τα γνωστά κοιτάσματα είναι δύσκολα και μέχρι πρότινος εθεωρούντο οριακά. Όμως με $145 το βαρέλι έχουν παύσει προ πολλού να θεωρούνται μη εκμεταλλεύσιμα. Εξάλλου το μεγαλύτερο μέρος της Ελληνικής επικράτειας, άνω του 75% της γεωγραφικής έκτασης παραμένει ανεξερεύνητο.

Η αξιοποίηση των κοιτασμάτων αυτών μπορεί σταδιακά να αποφέρει παραγωγή 100.000 έως και 200.000 βαρέλια την ημέρα καλύπτοντας μέχρι και το 50% των αναγκών μας σε πετρέλαιο. Σήμερα η Ελλάδα καταναλώνει περί τα 420.000 βαρέλια πετρελαίου καθημερινά τα οποία, με εξαίρεση την παραγωγή 1.500 βαρελιών από τον Πρίνο, εισάγουμε εξ’ ολοκλήρου. Η Ελλάδα, μαζί με την Πορτογαλία και την Ισπανία είναι από τις πλέον ενεργειακά εξαρτημένες χώρες της Ε.Ε με ρυθμό εξάρτησης από εισαγόμενα καύσιμα που φθάνει το 72%.  

Ακόμα και εάν αύριο αποφασίσει η κυβέρνηση να δώσει το πράσινο φως (που δεν το έχει δώσει) για την αξιοποίηση των εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων θα χρειασθούν τουλάχιστον 18 μήνες για την διενέργεια ενός διεθνούς διαγωνισμού και άλλα 2 χρόνια για την εγκατάσταση και λειτουργία του ερευνητικού εξοπλισμού. Και αυτό το χρονοδιάγραμμα δεν είναι καθόλου βέβαιο γιατί υπάρχει σφοδρός διεθνής ανταγωνισμός για την εξασφάλιση γεωτρύπανων και έμπειρου ερευνητικού και τεχνικού προσωπικού. Δηλαδή εάν κινηθεί άμεσα η κυβέρνηση μπορεί σε 4 χρόνια να ξεκινήσει η αξιοποίηση των ελληνικών κοιτασμάτων.

Δυστυχώς έχει απολεσθεί πολύτιμος χρόνος (ο οποίος και θα στοιχίσει πανάκριβα στην χώρα μακροπρόθεσμα με την περαιτέρω αλλοίωση της ανταγωνιστικής της θέσης διεθνώς) χάρις στην εγκληματική αδιαφορία των πολιτικών μας οι οποίοι αδυνατούν να ξεχωρίσουν τα ουσιώδη από τα επουσιώδη, εγκλωβισμένοι σε ένα περιβάλλον συνεχών πολιτικών πιέσεων και πελατειακών σχέσεων και υπό την ασφυκτική παρουσία ενός δυσκίνητου και διεφθαρμένου διοικητικού μηχανισμού.