Από την αρχή του τρέχοντος έτους οι οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα έχουν λάβει μια δυσάρεστη τροπή: Ο πληθωρισμός έχει αυξηθεί, και ιδιαίτερα οι τιμές των τροφίμων και του πετρελαίου, ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης έχει μειωθεί, ο δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών έχει χάσει πάνω από 35% της αξίας του, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να κυμανθεί για το 2008 μεταξύ 14% και 16% του ΑΕΠ.

Από την αρχή του τρέχοντος έτους οι οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα έχουν λάβει μια δυσάρεστη τροπή: Ο πληθωρισμός έχει αυξηθεί, και ιδιαίτερα οι τιμές των τροφίμων και του πετρελαίου, ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης έχει μειωθεί, ο δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών έχει χάσει πάνω από 35% της αξίας του, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να κυμανθεί για το 2008 μεταξύ 14% και 16% του ΑΕΠ.


Η ερμηνεία των παραπάνω με βάση τις εσωτερικές εξελίξεις είναι ανεπαρκής. Εδώ και δέκα χρόνια, και ιδιαίτερα μετά την ένταξη της Ελλάδος στην ευρωζώνη, οι μακροοικονομικές εξελίξεις και η πορεία της κεφαλαιαγοράς συνδέονται στενά με τις αντίστοιχες διεθνείς εξελίξεις.

Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από υψηλότερη οικονομική ανάπτυξη σε σχέση με τους εταίρους της στην ευρωζώνη τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια αλλά και από ορισμένες οξύτερες μακροοικονομικές ανισορροπίες (όπως, π.χ., από υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών). Αυτά τα δύο μακροοικονομικά χαρακτηριστικά εξηγούν ώς ένα βαθμό και την υψηλότερη μεταβλητότητα του δείκτη τιμών αξιών του ΧΑΑ σε σχέση με τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς.

Όταν αναζητούμε τα αίτια των κρίσεων (της τωρινής, προηγούμενων, επόμενων κ.λπ.) λησμονούμε ότι η κυρίαρχη δύναμη στην οικονομία είναι ο τεχνολογικός / οικονομικός / επενδυτικός κύκλος.

Περίοδοι οικονομικής ευφορίας, που έχουν τη βάση τους σε θετικές τεχνολογικές ή άλλες (οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές) εξελίξεις, οδηγούν, συνήθως, σε υπερβολικές αποτιμήσεις περιουσιακών στοιχείων. Ως συνέπεια, αργά ή γρήγορα, έρχεται η διόρθωση, άλλοτε ήπια και άλλοτε απότομη.

Επειδή η ψυχολογική διάθεση και η ανθρώπινη φύση είναι απρόβλεπτα στοιχεία («animal spirits» τα ονόμασε ο Keynes) τόσο στην περίοδο της οικονομικής ευφορίας όσο και στην περίοδο της διόρθωσης, παρατηρείται «συμπεριφορά αγέλης» από τους οικονομικούς παράγοντες. Έτσι εξηγούνται η δημιουργία υπερβολικών αποτιμήσεων στην άνοδο και η απότομη διόρθωση στην κάθοδο. Ο κύκλος αυτός ερμηνεύει όχι μόνο τη συμπεριφορά του προϊόντος και της απασχόλησης, αλλά και τις τιμές των ακινήτων, των μετοχών, των ομολόγων, των πρώτων υλών κ.λπ.

Από τις αρχές της δεκαετίας του '90, και μέχρι τον Αύγουστο του 2007, η παγκόσμια οικονομία έζησε την εμπειρία μιας εξαιρετικά ευνοϊκής συγκυρίας, με μεγάλες περιόδους ευφορίας (όλη σχεδόν η δεκαετία του '90 και ιδιαίτερα η περίοδος 2002-2007) και μικρές περιόδους διόρθωσης (2001-2002). Η ειδυλλιακή αυτή εικόνα άλλαξε μετά τον Αύγουστο του 2007.

Τα αίτια της κρίσης είναι, πρώτον, η μεγάλη διάρκεια και ένταση του προηγούμενου ανοδικού κύκλου, δεύτερον, η χαλαρή, νομισματική πολιτική στις ΗΠΑ σε συνδυασμό με την αύξηση της «διαρθρωτικής» ρευστότητας που σχετίζεται με τις υπερβάλλουσες (έναντι των επενδύσεων) αποταμιεύσεις της Κίνας και των πετρελαιοπαραγωγών χωρών που διοχετεύονται στις δυτικές χώρες, τρίτον, και σημαντικότερο, τα προβλήματα εταιρικής διακυβέρνησης των επενδυτικών τραπεζών.

Οι ιστορικοί διαβλέπουν και βαθύτερα αίτια: το κόστος των στρατιωτικών εξοπλισμών, γεωπολιτικές εντάσεις για τον έλεγχο ενεργειακών πηγών, καθώς και ομοιότητες με την περίοδο κατάρρευσης του συστήματος Bretton-Woods (εξοπλισμοί, ενέργεια, δολάριο).

Το μέγεθος της κρίσης και οι συνολικές επιπτώσεις της στις οικονομίες και στις αγορές παραμένουν ακόμα αβέβαιες. Οι αγορές αναζητούν τη νέα ισορροπία, η οποία θα επιτευχθεί όταν υπάρξει βεβαιότητα, ιδιαίτερα για το μέγεθος των ζημιών των επενδυτικών τραπεζών και για τις νέες τιμές ισορροπίας του πετρελαίου. Επίσης, όταν αρθούν οι γενεσιουργές αιτίες της κρίσης, ιδιαίτερα στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

Όπως ήδη αναφέρθηκε στην αρχή οι επιπτώσεις της διεθνούς κρίσης είναι σημαντικές: υψηλότερος πληθωρισμός, χαμηλότερη ανάπτυξη, πτώση του δείκτη τιμών του χρηματιστηρίου, διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Σημαντικά είναι, όμως, και τα μαθήματα που λόγω της διεθνούς κρίσης διδάσκεται η Ελλάδα. Το σημαντικότερο μάθημα είναι ότι η Ελλάδα επαναπαύτηκε στο «μαξιλάρι» που της προσφέρει το ευρώ και δεν έκανε βήματα προόδου από τότε για να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της.

Παραμένει μια εξαιρετικά εσωστρεφής οικονομία, με ένα πολύ μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, με το μικρότερο ποσοστό συνολικού εμπορίου στο ΑΕΠ, και ιδιαίτερα των εξαγωγών στο ΑΕΠ μεταξύ όλων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τη μικρότερη συμμετοχή ξένων επενδύσεων στο σύνολο των επενδύσεων, και με το μικρότερο ποσοστό εθνικής αποταμίευσης, παρά το γεγονός ότι θα εμφανίσει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά εξάρτησης των ηλικιωμένων από τον ενεργό πληθυσμό στο μέλλον.

Επίσης η έμφαση στη δημόσια παιδεία είναι ελλιπής, όπως φαίνεται κυρίως από την επίδοση των ελλήνων μαθητών στα διαγωνιστικά προγράμματα του ΟΟΣΑ (PISA), η κρατική ρύθμιση στις αγορές προϊόντων, υπηρεσιών και επαγγελμάτων παραμένει προσηλωμένη στα πρότυπα παλαιότερων δεκαετιών με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η επιχειρηματικότητα, ενώ το φορολογικό σύστημα παραμένει από τα λιγότερο αποτελεσματικά και λιγότερο κοινωνικά δίκαια στην Ε.Ε.

Είναι προφανές ότι η Ελλάδα χρειάζεται ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο, εξωστρεφές και δυναμικό, που θα αντιμετωπίζει τα παραπάνω προβλήματα. Η έμφαση αυτού του προτύπου πρέπει να είναι στη δημόσια παιδεία, στην απελευθέρωση των αγορών αγαθών, υπηρεσιών και επαγγελμάτων, στην καλύτερη εποπτεία, σε ένα πιο δίκαιο και αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα και στην αναβάθμιση του κοινωνικού κράτους.

Ο Γιάννης Στουρνάρας είναι καθηγητής στο τμήμα Οικονομικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και διευθύνων σύμβουλος στην ΚΑΠΠΑ Χρηματιστηριακή.

(Από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 20/07/2008)