Μέχρι πριν από λίγους μήνες θεωρούσα ότι ο σημαντικότερος κίνδυνος για την παγκόσμια οικονομία ήταν η αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Αφ' ενός η αποφασιστική κίνηση της Κεντρικής Τράπεζας των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (Fed) στην περίπτωση της Bear Sterns και αφ' ετέρου οι ραγδαίες εξελίξεις στις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών και του πετρελαίου με υποχρεώνουν να αναθεωρήσω την αρχική μου εκτίμηση.

Μέχρι πριν από λίγους μήνες θεωρούσα ότι ο σημαντικότερος κίνδυνος για την παγκόσμια οικονομία ήταν η αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Αφ' ενός η αποφασιστική κίνηση της Κεντρικής Τράπεζας των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (Fed) στην περίπτωση της Bear Sterns και αφ' ετέρου οι ραγδαίες εξελίξεις στις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών και του πετρελαίου με υποχρεώνουν να αναθεωρήσω την αρχική μου εκτίμηση. Μακροπρόθεσμα ο μεγάλος κίνδυνος για την παγκόσμια οικονομία έγκειται στην εξάρτηση της παραγωγής από όλο και πιο ακριβές πρώτες ύλες και ενέργεια με καταστροφικές συνέπειες στο κλίμα του πλανήτη.

Στις χρηματοπιστωτικές αγορές και παρά το γεγονός ότι δεν έχουν έρθει ακόμη στην επιφάνεια όλες οι απώλειες των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, διαφαίνεται ότι ο κίνδυνος καταστροφής έχει αποφευχθεί προς το παρόν. Το ενθαρρυντικό είναι ότι οι κυβερνήσεις και οι εποπτικές αρχές λαμβάνουν απτά μέτρα για την εξυγίανση του συστήματος.

Η εικόνα στο πεδίο της ενέργειας όμως δεν είναι εξίσου ενθαρρυντική.

Τους τελευταίους 12 μήνες η τιμή του πετρελαίου διπλασιάστηκε ενώ από το 2004 έχει τετραπλασιαστεί. Σύμφωνα με τις περισσότερες ενδείξεις η αύξηση αυτή δεν θα είναι παροδική, καθώς οφείλεται κατά κύριο λόγο σε δομικά αίτια.

Οι δύο βασικότεροι παράγοντες είναι η ταχύτατα αυξανόμενη παγκόσμια ζήτηση - κυρίως από τις αναδυόμενες οικονομίες - και η περιορισμένη δυνατότητα ανταπόκρισης της προσφοράς.

Η παγκόσμια ζήτηση συνεχίζει να έχει ανοδική πορεία, ωθούμενη τόσο από τον ταχύ ρυθμό όσο και από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της οικονομικής ανάπτυξης στις αναδυόμενες οικονομίες. Σήμερα, οι αναδυόμενες οικονομίες αντιπροσωπεύουν το 94% της παγκόσμιας αύξησης της ζήτησης πετρελαίου, από μόλις 29% το 1998.
Επιπλέον, υπάρχουν ενδείξεις για πιθανό ρόλο των διεθνών επενδυτικών χαρτοφυλακίων, κάτι που αποτελεί αντικείμενο διερεύνησης από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Παράλληλα, η προσφορά δεν φαίνεται να μπορεί να παρακολουθήσει τους ρυθμούς αύξησης της παγκόσμιας κατανάλωσης.

Ο ρυθμός αύξησης της παραγωγής υπολείπεται κατά πολύ των προσδοκιών και της ζήτησης. Παρά την ταχέως αυξανόμενη τιμή του πετρελαίου, παρατηρούνται καθυστερήσεις σε σημαντικά επενδυτικά σχέδια ενώ συνεχίζει να μειώνεται η αποδοτικότητα των υφιστάμενων εξορύξεων.

Τα παραπάνω δομικά χαρακτηριστικά της διεθνούς αγοράς πετρελαίου προδιαγράφουν μια μεσοπρόθεσμη προοπτική υψηλών τιμών. Αυτό πρακτικά συνεπάγεται πως οι οικονομίες μας θα πρέπει να προσαρμοστούν σε ένα μόνιμα υψηλό ενεργειακό κόστος. Στην περίπτωση καθαρών εισαγωγών χωρών, όπως η Ελλάδα, η αύξηση των τιμών συνεπάγεται δυσχερέστερους εμπορικούς όρους, κάτι που μεταφράζεται σε μειωμένη αγοραστική δύναμη. Είμαστε, δηλαδή, φτωχότεροι, και μάλιστα πλήττονται δυσανάλογα οι ευπαθείς κοινωνικές ομάδες.

Μεσο-μακροπρόθεσμα, η απάντηση έγκειται στην απεξάρτηση από τις παραδοσιακές μορφές ενέργειας. Η εμπειρία των κρίσεων των δεκαετιών 1970 και 1980 έχει αποδείξει πως σε ένα αρκετά ευρύ χρονικό ορίζοντα υπάρχουν σημαντικά περιθώρια προσαρμογής. Η ανάγκη, όμως, για βελτίωση της ελαστικότητας της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου είναι ακόμη πιο επιτακτική υπό το πρίσμα της κλιματικής αλλαγής.

Τι μπορούμε να κάνουμε; Οι υψηλές τιμές πετρελαίου εκπέμπουν ένα σαφές μήνυμα σε επιχειρήσεις και καταναλωτές για περιορισμό της κατανάλωσης. Επιπλέον, αποτελούν ισχυρό κίνητρο για επενδύσεις σε «καθαρές» τεχνολογίες και εναλλακτικές μορφές ενέργειας, όπως οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και οι τεχνολογίες δέσμευσης υδρογονανθράκων. Γι' αυτό είναι σημαντικό τα μέτρα στήριξης προς τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες να έχουν χαρακτήρα εισοδηματικής ενίσχυσης, διατηρώντας ανόθευτο το πληροφοριακό περιεχόμενο των τιμών.

Παράλληλα, όμως, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην αποφυγή των δευτερογενών επιπτώσεων στον πληθωρισμό, στην περαιτέρω βελτίωση της προσαρμοστικότητας της οικονομίας στους εξωτερικούς κλυδωνισμούς και στην προώθηση μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών και στην αποτελεσματική λειτουργία των αγορών εργασίας.

Επιπλέον, θα πρέπει να διευρυνθεί το πλαίσιο της διεθνούς συνεργασίας για την ανάληψη συντονισμένης δράσης. Οι προσπάθειες περιορισμού της ζήτησης θα πρέπει να συνοδεύονται από επενδύσεις με στόχο τη μεσοπρόθεσμη διεύρυνση της προσφοράς.

Είναι επίσης σαφές πως είναι απαραίτητη η πρόθυμη συμμετοχή των αναδυόμενων οικονομιών, και ιδιαίτερα της Κίνας και της Ινδίας, για την επιτυχία οποιασδήποτε παγκόσμιας προσπάθειας εξοικονόμησης ενέργειας και περιορισμού των εκπομπών.

Η παγκοσμιοποίηση και η κλιματική αλλαγή αποτελούν προκλήσεις τόσο στο παγκόσμιο επίπεδο όσο και στο τοπικό.

Οι υψηλές τιμές των συμβατικών μορφών ενέργειας μπορούν να λειτουργήσουν ευεργετικά για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά χρειάζεται το σωστό πρόγραμμα. Παράλληλα, η ανάπτυξη των αναδυόμενων οικονομιών αποτελεί σημαντική ευκαιρία για όσες οικονομίες μπορέσουν να επωφεληθούν. Η ελληνική οικονομία μπορεί να δράξει αυτήν την ευκαιρία, εκμεταλλευόμενη τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα και τη στρατηγική γεωπολιτική της θέση.

Ο Πλούταρχος Σακελλάρης είναι πρόεδρος Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων και καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

(Από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 20/07/2008)