Ραγδαία Ανάπτυξη της Παγκόσμιας Οικονομίας

Με αφορμή μία ατυχή και πολύ παλαιά έκφραση τού τότε προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Ζακ Ντελόρ, περί υπάρξεως «οικονομίας-καζίνο», την οποίαν ο εμπνευστής της ουδέποτε ξαναχρησιμοποίησε, η αντιφιλελεύθερη αριστερά την χρησιμοποιεί κατά κόρον για να διαδίδει τα δικά της υπεραπλουστευμένα συνθήματα. Έτσι, τον τελευταίο καιρό η έκφραση αυτή έγινε μόδα και στην Ελλάδα. Η διαφορά είναι ότι στην χώρα μας χρησιμοποιείται ο όρος καπιταλισμός-καζίνο.
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Τετ, 23 Ιουλίου 2008 - 14:57

Με αφορμή μία ατυχή και πολύ παλαιά έκφραση τού τότε προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Ζακ Ντελόρ, περί υπάρξεως «οικονομίας-καζίνο», την οποίαν ο εμπνευστής της ουδέποτε ξαναχρησιμοποίησε, η αντιφιλελεύθερη αριστερά την χρησιμοποιεί κατά κόρον για να διαδίδει τα δικά της υπεραπλουστευμένα συνθήματα. Έτσι, τον τελευταίο καιρό η έκφραση αυτή έγινε μόδα και στην Ελλάδα. Η διαφορά είναι ότι στην χώρα μας χρησιμοποιείται ο όρος καπιταλισμός-καζίνο.

Ο όρος αυτός είχε πρωτοχρησιμοποιηθεί στα μέσα της δεκαετίας τού ’80 από την Σουζάνα Στραίηντ (1923-1998), καθηγήτρια διεθνών οικονομικών σχέσεων, στο ομώνυμο βιβλίο της. Στην συνέχεια, με αφορμή την περίφημη ασιατική χρηματοοικονομική κρίση του 1997, ο όρος χρησιμοποιήθηκε και από άλλους οικονομολόγους μάλλον περιπαικτικά –και, κατά την γνώμη μας, επί της ουσίας είναι άνευ περιεχομένου.

Είτε αυτό αρέσει σε ορισμένους είτε όχι, από τα τέλη της δεκαετίας τού ’70 ο σύγχρονες οικονομίες αποεθνικοποιήθηκαν, αποκρατικοποιήθηκαν και αποϋλοποιήθηκαν. Τα σύνορα έπαψαν να αποτελούν το πλαίσιο αναφοράς των επιχειρηματιών, καθώς και των καταναλωτών. Οι εθνικές κυβερνήσεις συνοδεύουν την ανάπτυξη, αλλά δεν ορίζουν πλέον ούτε τις επιλογές, ούτε τους ρυθμούς της. Επίσης, σε αυτή την νέα οικονομία, οι υπηρεσίες πάσης φύσεως έρχονται να προστεθούν στα παραδοσιακά υλικά αγαθά.

Έτσι, ένα μέσο νοικοκυριό επιθυμεί να έχει αυτοκίνητο, κινητό τηλέφωνο, ηλεκτρονικό υπολογιστή, ασύρματο τηλέφωνο, πλοηγό πόλης για το αυτοκίνητό του, ψηφιακή τηλεόραση και σειρά άλλων αγαθών τα οποία είναι κατά κύριο λόγο συνδεδεμένα με υπηρεσίες. Οι τάσεις αυτές είναι παγκόσμιες, με άμεση συνέπεια η παλαιά έννοια του εθνικού ποσοστού αναπτύξεως να έχει πολύ μικρότερη σημασία από την αντίστοιχη της παγκοσμίου τάσεως –την οποία πολύ εύστοχα έχει αναλύσει ο Έντβαρντ Πρέσκοτ. Γι’ αυτό και υποστηρίζει ότι, από την Αθήνα στο Παρίσι και από την Νέα Υόρκη στο Πεκίνο, προοδεύουμε όλοι μαζί ή όλοι μαζί υποχωρούμε.

Ωστόσο, όλες αυτές οι εξελίξεις τρέχουν πολύ γρήγορα και πολλοί ούτε τις καταλαβαίνουν ούτε βεβαίως τις παρακολουθούν. Όμως, τα δέκα τελευταία χρόνια η παγκόσμια οικονομία γνώρισε απίστευτη ανάπτυξη και, όπως γράφει ο Γιάγκτις Μπαγκβάτι, πάνω από μισό δισεκατομμύριο άνθρωποι στον κόσμο ξέφυγαν από την φτώχεια και προσβλέπουν σε ένα καλύτερο αύριο.

Βεβαίως, ακόμη βρισκόμαστε στα αρχικά στάδια της παγκοσμιοποιήσεως. Στο εσωτερικό πολλών οικονομιών, η διείσδυση της νέας εποχής αντιμετωπίζει σημαντικές δυσκολίες. Στις μεγάλες οικονομίες, όπως η Κίνα και η Ινδία, η ταχεία ανάπτυξη λαμβάνει χώρα κυρίως στις αναπτυγμένες παραθαλάσσιες περιοχές τους, ενώ στην ενδοχώρα τους μεγάλο μέρος του πληθυσμού επωφελείται ελάχιστα μέχρι σήμερα από τις ευκαιρίες που προσφέρει η ανάπτυξη. Επίσης, οι διάφορες αναχρονιστικές νοοτροπίες οι οποίες αναπτύχθηκαν σε πολλές χώρες στην σύγχρονη μεταπολεμική περίοδο, εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να θέτουν εμπόδια στις προσπάθειες των χωρών αυτών να ξεφύγουν από την μιζέρια και να αναγνωρίσουν τις μεγάλες ευκαιρίες που τούς προσφέρει ο νέος κόσμος.

Νοοτροπίες αυτής της λογικής είναι π.χ. οι ακόλουθες:
α) Το να εξακολουθούμε να αναμένουμε τα πάντα –απασχόληση, υγεία, εκπαίδευση, σύνταξη, συγκοινωνίες, καθαριότητα, διασκέδαση, αποζημίωση και προφύλαξη από τις πλημμύρες, τις πυρκαϊές και τους σεισμούς, καθαρές παραλίες, καταπράσινα πάρκα κ.α.– από το κράτος, πιστεύοντας, μάλιστα, ότι αυτά μάς παρέχονται «δωρεάν», ενώ τα πληρώνουμε με το παραπάνω.
β) Το να επιδιώκουμε ο,τιδήποτε, όχι επειδή το δικαιούμαστε και το αξίζουμε ή επειδή πληρώνουμε γι αυτό, αλλά επειδή έχουμε τον κατάλληλο άνθρωπο στην κατάλληλη θέση και μπορεί να μάς το εξασφαλίσει.
γ) Το να επιδιώκουμε την εξίσωση του μισθού μας με εκείνον του πλούσιου γείτονα ή με εκείνον των αναπτυγμένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, αδιαφορώντας για το ότι οι διαφορές στους μισθούς δεν είναι αυθαίρετες, αλλά ενσωματώνουν διαφορές στην αξιολόγηση και την παραγωγικότητα των εργαζομένων, καθώς και στην παραγωγική δυναμικότητα των οικονομιών σε χρήσιμα προϊόντα και υπηρεσίες.

Ωστόσο, παρά τον λανθάνοντα κρατισμό και τις αγκυλώσεις οι οποίες εξακολουθούν να υπάρχουν, τίποτε πλέον δεν μπορεί να αντιστρέψει το γεγονός ότι εκατοντάδες εκατομμύρια κόσμου στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, που ζούσαν στην ανέχεια και στην πείνα πριν από τα μέσα της δεκαετίας τού 1990, σήμερα απολαμβάνουν σημαντικά αυξημένα αγαθά και εισοδήματα, στο πλαίσιο ενός νέου κόσμου, ο οποίος διαφέρει κάτι περισσότερο από ριζικά από αυτόν που γνώρισαν οι πρόγονοί μας, αλλά και πολλοί από εμάς στα πρώτα τους βήματα.

Σε μία θαυμάσια μελέτη της Alpha Bank επισημαίνεται ότι, στις νέες αυτές συνθήκες, τα κοινωνικά δεδομένα αλλάζουν. Συνεπώς, οι κοινωνίες οι οποίες παραμένουν αγκυλωμένες, οπισθοδρομικές και αδιάβροχες, είναι καταδικασμένες στην περιθωριοποίηση, οριστικώς και αμετακλήτως. Οι κοινωνίες που επωφελούνται από τις ευκαιρίες που προσφέρονται στον σημερινό κόσμο, είναι εκείνες των οποίων οι πολίτες-εργαζόμενοι έχουν ως κύριο στόχο την δημιουργία αξίας –δηλαδή να παράγουν και προσφέρουν προϊόντα, αγαθά και υπηρεσίες, τα οποία είναι χρήσιμα, ώστε τα χρηματοοικονομικά οφέλη από την δραστηριότητα αυτή να έρχονται ως φυσικό αποτέλεσμα των προσπαθειών τους.

Αντιθέτως, οι κοινωνίες που μένουν πίσω είναι εκείνες στις οποίες οι εργαζόμενοι, παρακινούμενοι από τα ισχύοντα συνδικαλιστικά και πολιτικά συστήματα, φαίνεται να επιδιώκουν πρωτίστως την εξασφάλιση μιας θέσεως εργασίας στην οποία να ισχύει η μονιμότητα της απασχολήσεως, ανεξαρτήτως αναγκαιότητας (αξιολογήσεως, αποδόσεως) και, στην συνέχεια, την μεγιστοποίηση των αυξήσεων των αποδοχών τους, ανεξαρτήτως της αξίας που δημιουργούν.

(Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 21/07/2008)