Η αλματώδης ανάπτυξη της αιολικής ενέργειας στις Ηνωμένες Πολιτείες έδωσε τη δυνατότητα στη χώρα να ξεπεράσει την Γερμανία και να γίνει ο μεγαλύτερος παραγωγός αιολικής ενέργειας στον πλανήτη, σύμφωνα με στοιχεία για το α΄ εξάμηνο του 2008 που εξέδωσε η American Wind Energy Association (AWEA).

Η αλματώδης ανάπτυξη της αιολικής ενέργειας στις Ηνωμένες Πολιτείες έδωσε τη δυνατότητα στη χώρα να ξεπεράσει την Γερμανία και να γίνει ο μεγαλύτερος παραγωγός αιολικής ενέργειας στον πλανήτη, σύμφωνα με στοιχεία για το α΄ εξάμηνο του 2008 που εξέδωσε η American Wind Energy Association (AWEA).

Οι ΗΠΑ δεν αναμένονταν να αναρριχηθούν στην κορυφή του σχετικού καταλόγου πριν από τα τέλη του επόμενου έτους. Ο στόχος, ωστόσο, επιτεύχθηκε πρόωρα –αν και η χώρα υπολείπεται της Γερμανίας όσον αφορά σε όρους εγκαταστημένης ισχύος και τούτο, επειδή, ο μέσος όρος με τον οποίο πνέουν οι άνεμοι στην «Γηραιά Ήπειρο» είναι αισθητά μεγαλύτερος του αντίστοιχου των ΗΠΑ.

Η συνολική ισχύς των αιολικών εγκαταστάσεων, στην Γερμανία, ανήλθε στις 22 χιλιάδες μεγαβάτ το 2007, έναντι 17 χιλιάδων στις ΗΠΑ.

Όμως, καθώς παρατηρείται ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για την αιολική ενέργεια στις ΗΠΑ, η AWEA εκτιμά ότι η χώρα θα αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο και στον τομέα της εγκαταστημένης ισχύος, έως τα τέλη του τρέχοντος έτους.

Προ ημερών, η Πολιτεία του Τέξας ενέκρινε την εκτέλεση έργου, ύψους 4,9 δισ. δολαρίων, για την κατασκευή ενός δικτύου μετάδοσης της ενέργειας από τις πεδιάδες του δυτικού Τέξας στις μεγάλες πόλεις της Πολιτείας, όπως είναι το Ντάλας.

Το ενδιαφέρον για την αιολική ενέργεια αναπτύσσεται με ιδιαίτερα ταχείς ρυθμούς. Περισσότερα από 13.000 άτομα παραβρέθηκαν στη φετινή ετήσια συνέλευση της AWEA, δηλαδή ποσοστό 85% περισσότεροι από την αντίστοιχη περυσινή.

Στις αρχές του μήνα, ο T. Μπουν Πίκενς, ο παλαίμαχος Τεξανός άνθρωπος των πετρελαίων, ο οποίος έχει γίνει, το τελευταίο διάστημα, ένθερμος υποστηρικτής της αιολικής ενέργειας, αποκάλυψε το λεγόμενο «πρόγραμμα Pickens», βάση του οποίου οι ΗΠΑ θα στραφούν στην χρήση της αιολικής ενέργειας για να παράγουν το 22% του ηλεκτρισμού που σήμερα προέρχεται από την καύση του φυσικού αερίου.

Ο κ. Πίκενς, έχει προχωρήσει, αυτή την περίοδο, σε επένδυση ύψους πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων για την κατασκευή του μεγαλύτερου αιολικού πάρκου στο Τέξας. Ο ίδιος δηλώνει ότι τα αιολικά πάρκα που θα κατασκευαστούν από το Τέξας ως την Πολιτεία της Βόρειας Ντακότα θα παράγουν το 20% της συνολικής ηλεκτρικής ενέργειας των ΗΠΑ με κόστος 1 τρισ. δολάρια.

Θα απαιτηθούν, επιπλέον, 200 δισ. δολάρια για την κατασκευή των δικτύων μεταφοράς αυτής της ενέργειας στις αστικές περιοχές της αμερικανικής ηπείρου. «Τα χρήματα είναι πολλά, αλλά θα επενδυθούν εφάπαξ,» υποστήριξε ο ίδιος. «Και, σε σύγκριση με τα 700 δισ. δολάρια που δαπανούμε για να αγοράζουμε πετρέλαιο από ξένες χώρες κάθε χρόνο, αυτό αποτελεί πραγματική ευκαιρία», πρόσθεσε ο ίδιος.

Για του λόγου το αληθές εκλήθη να μιλήσει για ζητήματα αιολικής ενέργειας και ανεμογεννητριών, ενώπιον της ειδικής επιτροπής του Κογκρέσου για την Ενέργεια .

Ο κ. Πίκενς ξεκίνησε, στις 8 Ιουλίου, την επίθεσή του κατά της εξάρτησης των ΗΠΑ από το πετρέλαιο. Χρησιμοποιώντας τηλεοπτικά σποτ και αφίσες, προειδοποιεί πως η εξάρτηση των ΗΠΑ από το ξένο πετρέλαιο απειλεί την ευρωστία της οικονομίας τους, το περιβάλλον και την εθνική ασφάλεια.

Το 1970, υποστηρίζει, οι ΗΠΑ εισήγαγαν το 24% των αναγκών τους σε πετρέλαιο. Σήμερα, συνέχισε, εισάγουν ποσοστό που ανέρχεται σχεδόν στο 70%. Με τρέχουσες τιμές του αργού πετρελαίου, ο κ. Πίκενς υπολογίζει πως η χώρα θα καταβάλει 700 δισ. δολάρια, φέτος, για να εισάγει «μαύρο χρυσό», δηλαδή, τέσσερις φορές το ποσό που δαπανήθηκε για τις ανάγκες του πολέμου στο Ιράκ.

«Υπήρξα άνθρωπος του πετρελαίου για όλη τη ζωή μου», είπε ο 80χρονος κ. Πίκενς. «Ωστόσο, αυτή είναι μια κατάσταση συναγερμού για την οποία πρέπει να πάρουμε μέτρα», πρόσθεσε.

Όπως υποστηρίζει ο Ράντολ Σουάισερ, ο διευθύνων σύμβουλος της American Wind Energy Association, η στήριξη που παρέχει ο κ. Πίκενς στην αιολική ενέργεια δίνει αξιοπιστία στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, για τις οποίες εκφράζονται έντονες επιφυλάξεις από ορισμένους συντηρητικούς κύκλους των ΗΠΑ.

(Από Financial Times, 22/07/08)