Η Γερμανία λόγου χάρη δεν είναι και το καλύτερο παράδειγμα. Η τρικομματική κυβέρνησις Σοσιαλδηκρατών, Φιλελευθέρων και Πρασίνων χαρακτηρίζεται από συνεχείς εντάσεις. Η τελευταία αντιπαράθεσις αφορούσε τις επιδοτήσεις στο κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος για την βαριά βιομηχανία της χώρας και συγκεκριμένα τις πιο ενεργοβόρες μονάδες. Και αφορούσε τον προϋπολογισμένο του νέου σχεδίου. Οι πιο «σφικτοί» Φιλελεύθεροι έκριναν πολύ ακριβές τις προτάσεις των Πρασίνων με τον ηγέτη τους Κρίστιαν Λίντνερ να ξεκαθαρίζει ότι δεν υπάρχουν δημοσιονομικά περιθώρια για την ικανοποίηση των «πράσινων» φιλοδοξιών. Τον ρόλο του διαιτητή κλήθηκε να αναλάβει εν τέλει ο Γερμανός Καγκελλάριος Όλαφ Σολτς, ο οποίος έγειρε την ζυγαριά προς τον Λίντνερ, φοβούμενος και τις ευρωπαϊκές αντιδράσεις περί κρατικών επιδοτήσεων. Ακόμη όμως και αν κοπάσουν οι εσωκομματικές διενέξεις, η κυβέρνησις αυτή δεν δίνει την εντύπωση της πλέον αποτελεσματικής και επιτυχημένης. Πράσινοι και Φιλελεύθεροι είχαν εξαρχής σοβαρές διαφωνίες σε νευραλγικούς τομείς πολιτικής, καθιστώντας τον συνασπισμό αυτό επισφαλή και ασταθή.
Στην Ισπανία ο νέος νόμος για σεξουαλικά αδικήματα που ετέθη επί τάπητος τον Φεβρουάριο παραλίγο να τινάξει στον αέρα την κυβέρνηση των Σοσιαλιστών του Σάντσεθ με το -άλλοτε αδερφό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ- Podemos. Το Σοσιαλιστικό κόμμα του πρωθυπουργού Πέδρο Σάντσεθ εισήγαγε ρήτρα για την αύξηση σε έξι χρόνια της ελάχιστης ποινής καθείρξεως σε περιπτώσεις σεξουαλικών επιθέσεων αν το έγκλημα περιλαμβάνει βία ή εκφοβισμό. Ωστόσο, οι Podemos υποστήριξαν πως η προϋπόθεσις αυτή αποδυναμώνει τον νόμο και μεταφέρει το βάρος της αποδείξεως στα θύματα και αρνήθηκαν να στηρίξουν τη ρήτρα, χωρίς περαιτέρω εναλλακτική πρόταση. Και ο Σάντσεθ τελικά κατέφυγε στην στήριξη της αντιπολιτεύσεως προκειμένου να περάσει τον νόμο και μάλιστα σε μια χρονιά εκλογική, καθώς σήμερα διεξάγονται οι αυτοδιοικητικές εκλογές και σε έξι μήνες οι βουλευτικές. Με την αξιοπιστία τους να έχει δεχθεί πλήγματα με αφορμή τις απροσδόκητες παρενέργειες του νόμου «μόνο το ναι σημαίνει ναι», όπως έχει γίνει γνωστός, οι Podemos βλέπουν την δημοτικότητά τους να έχει βυθιστεί στο 6%. Επι πλέον οι τοπικές εκλογές θα δώσουν μια πρώτη ένδειξη για την στήριξη που απολαμβάνουν η αριστερά και η δεξιά σε εθνικό επίπεδο, καθώς προαλείφεται η άνοδος στην εξουσία ενός άλλου συνασπισμού, του κεντροδεξιού Λαϊκού κόμματος και του ακροδεξιού Vox.
Ούτε η Ιταλία έχει να επιδείξει μακρόβιες κυβερνήσεις συνασπισμού. Την τελευταία φορά ήταν το Κίνημα των Πέντε Αστέρων που απέσυρε την υποστήριξή του από την κυβέρνηση Ντράγκι οδηγώντας την χώρα σε εκλογές με θριαμβεύτρια τoν άλλοτε «φόβο και τρόμο των Βρυξελλών» Τζώρζια Μελόνι. Ο δεξιός συνασπισμός υπό την Μελόνι δείχνει να έχει σταθερές βάσεις και η Μελόνι απολαμβάνει ευρείας δημοφιλίας τόσο εντός όσο και εκτός των τειχών. Το διαφορετικό από τις παραπάνω περιπτώσεις είναι ότι η Τζώρζια Μελόνι είχε συμφωνήσει με τον Ματτέο Σαλβίινι της Λέγκα και τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι προ των εκλογών όσον αφορά τις βασικές τους θέσεις εφ όσον αναλάβουν την διακυβέρνηση της χώρας ενώ και τα τρία κόμματα είναι δεξιόστροφα. Κοντολογίς αυτό που γίνεται αντιληπτό είναι ότι αν τα κόμματα δεν έχουν παραπλήσιες θέσεις σε βασικούς τομείς πολιτικής ή δεν συμφωνούν επί των προγραμματικών θέσεων, η βιωσιμότης της νέας κυβερνήσεως τίθεται εν αμφιβόλω και το αδιέξοδο είναι λίγο ως πολύ προδιαγεγραμμένο.