Οι δύο ατμομηχανές της, Γαλλία και Γερμανία, δείχνουν να έχουν μείνει από καύσιμα, αντιμετωπίζοντας τεράστιες προκλήσεις στο εσωτερικό τους. Το Παρίσι είναι πράγματι η πιο δύσκολη περίπτωση και αυτό διότι η κυβέρνηση Μπαιρού μπορεί ανά πάσα στιγμή να πέσει σε μια νέα πρόταση μομφής είτε από την αριστερά του Μελανσόν είτε από την συντηρητική δεξιά της Λεπέν. Και το χειρότερο είναι ότι το αδιέξοδο αυτό θα παραταθεί τουλάχιστον μέχρι τον Ιούλιο, που δίδεται η δυνατότητα ξανά για προκήρυξη βουλευτικών εκλογών. Μια άλλη πηγή πίεσης προέρχεται από την επιχειρηματική κοινότητα. Πολλοί ηγέτες επιχειρήσεων έχασαν την εμπιστοσύνη τους στην ηγεσία του Μακρόν. Οι επενδύσεις τίθενται σε αναμονή και καταρτίζονται σχέδια μετεγκατάστασης Ο οίκος Moodys ήταν ο τελευταίος που υποβάθμισε την αξιολόγηση της Γαλλίας σε Aa3 από Aa2. Τα άσχημα νέα για τον Μακρόν είναι ότι η υποβάθμιση από την Moody's ήρθε λίγο μετά την επίσημη ανακοίνωση από τον Μακρόν του τέταρτου πρωθυπουργού μέσα σε έναν χρόνο, αφού νωρίτερα υπήρξε η κατάρρευση της κυβέρνησης του Μισέλ Μπαρνιέ.«Η πολιτική αναταραχή είναι πιο πιθανό να εμποδίσει τη σημαντική δημοσιονομική εξυγίανση στη Γαλλία», ανέφερε η Moody’s στη δήλωσή της. «Υπάρχει πλέον πολύ μικρή πιθανότητα η επόμενη κυβέρνηση να μειώσει βιώσιμα το μέγεθος των δημοσιονομικών ελλειμμάτων το επόμενο έτος», πρόσθεσε ο οίκος, δείχνοντας ότι για την Γαλλία τα δύσκολα είναι μπροστά.
Αλλά και στην Γερμανία που προσπαθεί να συνέλθει από την αποτρόπαια επίθεση στον Μαγδεμβούργο, το κλίμα δεν είναι ευοίωνο. Η κυβέρνησις Σολτς έχει ουσιαστικά καταρρεύσει και η χώρα βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο με πιθανότερη ημερομηνία διεξαγωγής των εν λόγω εκλογών την 23η Φεβρουαρίου, δηλαδή σε σχεδόν δύο μήνες από τώρα. Και ενώ η κεντροδεξιά CDU-CSU προηγείται στις δημοσκοπήσεις με 31%, θα χρειαστεί να βρει κυβερνητικό εταίρο για να σχηματίσει κυβέρνηση. Είτε πρόκειται για το AfD, που βρίσκεται στην δεύτερη θέση με 20%, είτε για το SPD που όμως δεν φθάνει το 20% (17%). Οι δε συνομιλίες για τον σχηματισμό κυβέρνησης μπορεί να κρατήσουν μήνες. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Ότι οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης θα ρέπουν προς την αστάθεια και την στασιμότητα για αρκετούς μήνες, ανίκανες να προωθήσουν μεταρρυθμίσεις ούτε για τους ίδιους τους πολίτες τους. Και το ερώτημα είναι αν το αντέχει αυτό όχι μόνο η Γαλλία και η Γερμανία αλλά και συνολικότερα η Ευρώπη, που πλέον έχει χάσει σε κύρος και παγκόσμια επιρροή.
Η νέα Κομισιόν με το έντονο αντιρωσικό προφίλ είναι σχεδόν αδύνατον να αντιμετωπίσει τις πολλαπλές προκλήσεις και μέτωπα που συνεχώς διανοίγονται. Ο μόνος σοβαρός συνομιλητής του Τραμπ αυτή την στιγμή στην Ευρώπη δεν είναι η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, που δεν έκρυψε ποτέ τα έντονα φιλοδημοκρατικά της συναισθήματα για την απελθούσα κυβέρνηση. Είναι η πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι, η μοναδική ηγέτης που διατηρεί την δυναμική της σε ένα ισχυρό κράτος μέλος και έχει ιδεολογικές ομοιότητες με τον εκλεγμένο Πρόεδρο των ΗΠΑ. Όμως μια Μελόνι φυσικά δεν φέρνει την Άνοιξη και τα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν τόσο διαφορετικά όσο και αντικρουόμενα συμφέροντα που θα είναι πολύ δύσκολο να συμφωνήσουν σε ένα κοινό βηματισμό απέναντι στα μεγάλα ζητήματα. Η επένδυση στην άμυνα – εξαιρετικά καθυστερημένα- δεν αρκεί για να την θωρακίσει από τους εξωτερικούς κινδύνους που συνεχώς αυξάνονται. Διότι το ζητούμενο είναι όχι μόνο να μπορείς να αμυνθείς, αλλά να έχεις την δύναμη να προλαμβάνεις, να αποτρέπεις και να επηρεάζεις τις εξελίξεις. Όχι να παραμένεις θεατής και αμέτοχος σε κρίσεις που θα κληθείς αργά ή γρήγορα να διαχειριστείς. Και να τρέχεις διαρκώς πίσω από τις εξελίξεις για να σώσεις ότι σώζεται. Αυτή δεν είναι στάση μιας υπερδύναμης των 742 εκατομμυρίων πολιτών που διεκδικεί να είναι ίσος συνομιλητής των ΗΠΑ, της Κίνας ή ακόμη και της Τουρκίας, που την εκβιάζει συνεχώς χωρίς κανένα δισταγμό. Είναι η συμπεριφορά μιας παρακμάζουσας Ένωσης που ρέπει προς την διάλυση.