Τα πράσινα ομόλογα αρχίζουν να έχουν την προτίμηση επιχειρήσεων και κυβερνήσεων σε σύγκριση με εκείνα για τη χρηματοδότηση σχεδίων ορυκτών καυσίμων

Σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε το Bloomberg, το πρώτο εξάμηνο του έτους κυβερνήσεις και επιχειρήσεις άντλησαν περισσότερα κεφάλαια από την πώληση πράσινων ομολόγων και συγκεκριμένα 350 δισ. δολάρια συνολικά, παρά από την έκδοση ομολόγων για τη χρηματοδότηση σχεδίων πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα που έφτασαν τα 235 δισ. δολάρια.

Η διαφορά δεν είναι εντυπωσιακή αλλά αποτελεί ουσιώδη εξέλιξη δεδομένου ότι την αντίστοιχη περίοδο του περασμένου έτους τα αντίστοιχα ποσά ήταν 300 δισ. δολάροα για τα πράσινα ομόλογα και 315 δισ. δολάρια για τα ορυκτά καύσιμα. Αυτό δεν συνεπάγεται, όμως, ότι η εξέλιξη είναι απαραιτήτως θετική από περιβαλλοντικής και κλιματικής απόψεως. Οπως επισημαίνει η Απρίλ Μερλό, υπεύθυνη επενδύσεων στη μη κερδοσκοπική οργάνωση Reinforest Action Network, «είναι πολύ νωρίς για να αποφανθεί κανείς κατά πόσον πρόκειται για καλή είδηση». Κι αυτό γιατί σε μεγάλο βαθμό οι εκδόσεις των πράσινων ομολόγων προήλθαν φέτος κυρίως από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, κυβερνήσεις, εταιρείες κοινής ωφελείας και συγκριτικά μικρό αριθμό εταιρειών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ως εκ τούτου παραμένει ασαφές με τι τρόπο χρησιμοποιούνται τα κεφάλαια που αντλήθηκαν και τι συνεπάγεται η χρήση τους για τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια. Η κ. Μερλό υπογράμμισε, άλλωστε, πως «η διαφάνεια παραμένει ζήτημα σε αυτήν την αγορά».

Ενδεικτική περίπτωση αποτελεί η γερμανική εταιρεία ενέργειας RWE AG που έχει αντλήσει φέτος ένα δισ. ευρώ από την έκδοση πράσινων ομολόγων. Ανακοίνωσε μάλιστα πως τα έσοδα θα διατεθούν για τη χρηματοδότηση σχεδίων ηλιακής και αιολικής ενέργειας. Οπως τονίζει, όμως, η κ. Μερλό, η RWE είναι πρώτη στην Ευρώπη σε εκπομπές καυσαερίων, ενώ αναπτύσσει πολλά σχέδια άνθρακα. «Η μετάβαση στην πράσινη ενέργεια αναμφίβολα χρειάζεται περισσότερα κεφάλαια», αλλά δηλώνει «πεπεισμένη» πως τα κεφάλαια για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας καταλήγουν σε εταιρείες που την ίδια στιγμή ανοίγουν νέα ορυχεία άνθρακα. Οι αγορές χρέους είναι, ωστόσο, πολύ διαφορετικές από αυτό που ήταν μόλις πριν από τρία χρόνια, το 2020, όταν εκδηλώθηκε η πανδημία. Και αυτό ενδέχεται να αποτελεί την εξήγηση γιατί τα πράσινα ομόλογα υπερβαίνουν τώρα τα ομόλογα για ρυπογόνες δραστηριότητες. Δηλαδή πριν από τρία χρόνια το συνολικό ποσό που αντλήθηκε από την πώληση ομολόγων για ορυκτά καύσιμα ήταν τριπλάσιο από το αντίστοιχο που άντλησαν εταιρείες και κυβερνήσεις από την πώληση πράσινων ομολόγων. Τώρα οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων διαθέτουν πλεόνασμα ρευστότητας χάρη στις υψηλές τιμές της ενέργειας όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Οπως τονίζει ο Τζεϊμίν Πατέλ, αναλυτής της Bloomberg Intelligence, τα κεφάλαια που εισέρρευσαν και αναμένεται να εξακολουθήσουν να εισρέουν στα ταμεία των διυλιστηρίων πετρελαίου ήταν τόσο πολλά, ώστε οι εταιρείες δεν χρειάζεται να απευθυνθούν στις αγορές για να χρηματοδοτήσουν τις δραστηριότητές τους ή να εξυπηρετήσουν χρέος τους που λήγει.

Εταιρείες όπως οι Valero Energy, Marathon Petroleum Corp, Phillips 66 και HF Sinclair Corp διαθέτουν επάρκεια κεφαλαίων για να καλύψουν τουλάχιστον μέχρι το 2025 όσα ομόλογά τους λήγουν. Και δεδομένου του ελλείμματος παραγωγικής δυνατότητας των διυλιστηρίων, ειδικότερα στις ΗΠΑ, η τάση αναμένεται να συνεχισθεί για το εγγύς μέλλον. Στο μεταξύ, ο τραπεζικός κλάδος κερδίζει από την αύξηση των πωλήσεων πράσινων ομολόγων, με τις ΒΝΡ Paribas, Bank of America Corp και Credit Agricole SA να έχουν συγκεντρώσει προμήθειες άνω των 60 εκατ. δολαρίων από τέτοιου είδους συμφωνίες μέσα στο πρώτο εξάμηνο του έτους. Και είναι, άλλωστε, οι σημαντικότερες ανάδοχοι ομολόγων και δανείων του είδους. Σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση σχεδίων ορυκτών καυσίμων, την πρωτοκαθεδρία έχουν οι τράπεζες Wells Fargo & Co, RBC Capital Markets και JPMorgan Chase & Co. Ειδικότερα, η Wells Fargo το πρώτο εξάμηνο συγκέντρωσε έσοδα ύψους σχεδόν 105 εκατ. δολαρίων από τη δραστηριότητά της αυτή.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")