Η έλλειψη νερού σε πολλές περιοχές της Ελλάδας είναι το μοιραίο αποτέλεσμα της υπεράντλησης των υπόγειων υδροφορέων, των αλλαγών στις συνήθειες των ανθρώπων, της εγκατάλειψης των μεθόδων συλλογής βρόχινου νερού και των κλιματικών μεταβολών.

Η έλλειψη νερού σε πολλές περιοχές της Ελλάδας είναι το μοιραίο αποτέλεσμα της υπεράντλησης των υπόγειων υδροφορέων, των αλλαγών στις συνήθειες των ανθρώπων, της εγκατάλειψης των μεθόδων συλλογής βρόχινου νερού και των κλιματικών μεταβολών. Ιδιαίτερα στα νησιά, θα πρέπει να προστεθεί και ο επιδημικός τουρισμός και ο νεοπλουτισμός της πισίνας. Θα μου πείτε πως κουτσά- στραβά τη βγάζουμε. Ναι, αλλά με τερατώδεις παρενέργειες. Στη νησιωτική χώρα για παράδειγμα το νερό έπαψε να είναι προ πολλού πόσιμο, προς μεγάλη τέρψη των εταιρειών εμφιάλωσης. Πολλά επίσης νησιά αναγκάζονται να καταφύγουν στην εισαγωγή νερού με κόστος που μπορεί να φτάσει και τα 8 ευρώ ανά κυβικό μέτρο.

Όμως δυστυχώς, ούτε η κακή ποιότητα, ούτε οι πανάκριβες τιμές μπορούν να συνετίσουν την κατανάλωση, αφού το Κράτος και η Τοπική Αυτοδιοίκηση φροντίζουν να θολώνουν την εικόνα. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, οι τιμές στο επίπεδο του καταναλωτή σπάνια αντικατοπτρίζουν τις πραγματικές δαπάνες για την απόκτηση του πολύτιμου πόρου. Και κάτι ακόμη χειρότερο: οι επιδοτήσεις από τη μια μεριά και η προσφιλής μέθοδος των ελλειμμάτων από την άλλη μεταθέτουν το βάρος στο εν γένει κοινωνικό σύνολο ή στην επόμενη (αυτο)διοίκηση που θα κληθεί να πληρώσει τα σπασμένα. Αυτή η κρυφή οικονομία μπορεί μεν να αντιμετωπίζει συγκυριακά κάποια φαινόμενα, δεν μπορεί όμως να αποφύγει την ημέρα της κρίσεως και τη στιγμή της αλήθειας.

Τις συνέπειες εισπράττουν και οι ανταγωνιστικές τεχνολογίες και κυρίως οι λιμνοδεξαμενές και η αφαλάτωση. Κι αυτό γιατί καλούνται να αποδείξουν ότι είναι ανταγωνιστικές σε μια αγορά όπου δεν υπάρχουν κανόνες και ουδείς γνωρίζει το πραγματικό κόστος του νερού. Ακόμη όμως κι αν το γνωρίζει, άλλος πληρώνει. Σκεφτείτε για παράδειγμα έναν επιχειρηματία που αποφασίζει να κάνει μια επένδυση αφαλάτωσης σε ένα νησί. Το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να συμφωνηθεί είναι το κόστος ανά μονάδα του προϊόντος, και άρα μια εύλογη τιμή αγοράς. Όμως ο δήμαρχος που για πολλούς και διαφόρους λόγους έχει καταφέρει να καλύπτει τα έξοδά του από τον κρατικό κορβανά- καθότι το νερό κοινωνικό αγαθό- δεν έχει κανένα λόγο να διαπραγματευθεί με κάποιον που θέλει να κοστολογήσει την παρεχόμενη υπηρεσία.

Και όμως, ακόμη και μέσα σ΄ αυτό το περιβάλλον υπάρχουν κάποιοι που τολμούν. Η αφαλάτωση που πρόσφατα εγκαινιάσθηκε στη Μήλο ήταν μια απ΄ τις σπάνιες περιπτώσεις όπου η Τοπική Αυτοδιοίκηση θεώρησε εύλογο να υπάρξει ένα τίμημα ανάλογο του κόστους (1,8 ευρώ το κ.μ. εν προκειμένω) και ο επιχειρηματίας αποφάσισε να αναλάβει το ρίσκο της έλλειψης θεσμοθετημένης εγγυημένης προσόδου. Η μονάδα λειτουργεί με συμψηφισμό της αιολικής ενέργειας που παράγει η ανεμογεννήτρια και μπορεί να καλύψει το 50% της κατανάλωσης (2.000 κ.μ. την ημέρα). Το βασικότερο όμως είναι πως μπορεί να εγγυηθεί την ποιότητα του νερού, αφού στις σύγχρονες εγκαταστάσεις της ο έλεγχος των φυσικοχημικών παραμέτρων είναι μέρος της ρουτίνας και του τεχνολογικού πακέτου.

Βέβαια η αφαλάτωση δεν είναι πανάκεια. Οι συνθήκες για τον συνδυασμό της με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν είναι πάντοτε ευνοϊκές. Ο άνεμος δεν φυσά πάντοτε εκεί που τον θέλουμε και η ηλιακή ενέργεια απαιτεί επιφάνειες που συχνά δεν είναι διαθέσιμες και μάλιστα κοντά στις εγκαταστάσεις. Να προσθέσουμε στα παραπάνω και την προβληματικότητα πολλών τοπικών ηλεκτρικών δικτύων, όπως επίσης και το κόστος μεταφοράς του νερού από την αφαλάτωση στο δίκτυο της ύδρευσης. Όμως τα πράγματα είναι σήμερα πολύ καλύτερα με τη δυνατότητα που παρέχουν τα ολοκληρωμένα αυτόνομα συστήματα (μη διασυνδεδεμένα με τη ΔΕΗ) καθώς και οι διατάξεις αφαλάτωσης που μπορούν να λειτουργούν σε συνθήκες μεταβαλλόμενου φορτίου. Όσο για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις (διάθεση των αλμολοίπων) είναι σίγουρα μικρές και πάντα αντιμετωπίσιμες- υπό την προϋπόθεση βέβαια μιας ειλικρινούς μελέτης και όχι μιας διεκπεραίωσης-μαϊμού.

Στην αναμενόμενη ερώτηση, η απάντηση είναι θετική. Το κακό είναι πως βαδίζουμε σχεδόν στα τυφλά, χωρίς σχεδιασμό, χωρίς πλαίσιο και βεβαίως χωρίς στοιχεία. Ύστερα από δεκαετίες μελετών, προγραμμάτων, κοινοτικών πλαισίων και ευρωπαϊκών οδηγιών, δεν είμαστε δυστυχώς σε θέση να ξέρουμε ποια είναι τα φυσικά μας αποθέματα, τι γίνεται με την καταλληλότητα των αντλούμενων υδάτων, τι σενάρια προβλέπονται για το μέλλον με βάση τα μοντέλα των βροχοπτώσεων και ποια είναι εν τέλει τα ισοζύγια ή τα ελλείμματα που πρέπει να καλύψει η τεχνολογία. Η σύγκλιση δηλαδή που δεν έγινε ποτέ.

(Από "Τα Νέα", 1/08/2008)