Η Ευρωπαϊκή Ένωση προχωράει με γοργούς ρυθμούς με την Πράσινη Συμφωνία τα τελευταία τέσσερα χρόνια, αλλά καθώς εισέρχεται στην τελική ευθεία πριν τις εκλογές του 2024, η καθυστέρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και οι ελλείψεις στη βιομηχανική πολιτική φαίνεται να την υποονομεύουν. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε την Πράσινη Συμφωνία της τον Δεκέμβριο του 2019

στην αρχή της θητείας της, παρουσιάζοντάς την ως τη «στιγμή του ανθρώπου στο φεγγάρι» για την Ευρώπη.

Η πρωτοβουλία, η οποία περιελάμβανε τη μεταρρύθμιση μεγάλου μέρους της ενεργειακής, κλιματικής και περιβαλλοντικής πολιτικής της ΕΕ, άντεξε απροσδόκητες κρίσεις- πρώτα την  οικονομική ύφεση που προκλήθηκε από την πανδημία COVID-19 και ύστερα την στρατιωτική επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία που προκάλεσε την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας.

Η Πράσινη Συμφωνία όχι μόνο επιβίωσε από αυτές τις κρίσεις, αλλά βγήκε και ισχυρότερη.

Μεταξύ του 2019 και του 2022, η ΕΕ κατοχύρωσε νομοθετικά τον στόχο των καθαρών μηδενικών εκπομπών για το 2050 και αύξησε περαιτέρω τους προγραμματισμένους στόχους της για τη μείωση των εκπομπών, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την ενεργειακή απόδοση ως απάντηση στον πόλεμο της Ουκρανίας, ενώ ενίσχυσε ανάλογα την αγορά άνθρακα.

Άλλες εμβληματικές πρωτοβουλίες στο πλαίσιο της Πράσινης Συμφωνίας περιλαμβάνουν έναν νόμο για την απαγόρευση της πώλησης νέων βενζινοκίνητων και πετρελαιοκίνητων αυτοκινήτων από το 2035 και έναν δασμό άνθρακα στα σύνορα της ΕΕ (μηχανισμός συνοριακής προσαρμογής άνθρακα) για την προστασία των ευρωπαϊκών βιομηχανιών από το περιβαλλοντικό ντάμπινγκ χωρών όπως η Κίνα.

«Νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό να λάβουμε υπόψη ότι όλες αυτές οι προσπάθειες έγιναν κατά τη διάρκεια μιας από τις πιο ταραχώδεεις περιόδους της πρόσφατης ιστορίας μας», δήλωσε η Simone Tagliapeitra, ανώτερη συνεργάτης του οικονομικού think tank Bruegel και καθηγήτρια ενέργειας, κλίματος και περιβαλλοντικής πολιτικής.

*Aπό euractiv.com/euractiv.gr

«Νομίζω ότι [η Επιτροπή της Ursula von der Leyen] έθεσε πραγματικά τον σωστό προορισμό στο GPS και ξεκίνησε το ταξίδι με την εφαρμογή της απαραίτητης νομοθεσίας», δήλωσε στη EURACTIV.

Όμως, παρά τη δυναμική αυτή, το 2023 παρατηρήθηκε αισθητή επιβράδυνση, με τους ηγέτες της ΕΕ να ζητούν να σταματήσουν οι νέοι πράσινοι νόμοι, τη δεξιά πτέρυγα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να στρέφεται κατά της νομοθεσίας για τη βιοποικιλότητα και τον πρωταγωνιστή της Επιτροπής για την Πράσινη Συμφωνία, Frans Timmermans, να επιθυμεί να αποχωρήσει νωρίτερα.

Μειωμένη όρεξη για πράσινη νομοθεσία

Φέτος, ο Γάλλος πρόεδρος Emmanuel Macron ζήτησε να σταματήσει η νέα πράσινη νομοθεσία, μια άποψη που γρήγορα συμμερίστηκε και ο Βέλγος πρωθυπουργός Alexander De Croo.

Αυτό σηματοδότησε την αρχή μιας καθυστέρησης στην πρόοδο της Πράσινης Συμφωνίας, η οποία φάνηκε πιο καθαρά στην ψηφοφορία για τον νόμο της αποκατάστασης της φύσης.

Πυλώνας του στόχου της Πράσινης Συμφωνίας για τη βιοποικιλότητα, ο νόμος για την αποκατάσταση της φύσης αποσκοπούσε στην αποκατάσταση του 20% των χερσαίων και θαλάσσιων εκτάσεων έως το 2030. Ωστόσο έγινε τελικά το μήλον της έριδος, με τις χώρες της ΕΕ να φοβούνται για σοβαρές επιπτώσεις στους αγρότες τους και το κεντροδεξιό Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα να οργανώνει ολόκληρη εκστρατεία κατά της πρότασης.

Για το ΕΛΚ, η μάχη για τον νόμο περί αποκατάστασης της φύσης ήταν επίσης μια δοκιμαστική διαδικασία για τη δημιουργία νέων συμμαχιών στο Κοινοβούλιο ενόψει των εκλογών του 2024, όπου τα εθνικιστικά κόμματα και κυρίως η ομάδα των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (ECR) αναμένεται να κερδίσουν πολλά.

Αντικατοπτρίζει επίσης ένα μεταβαλλόμενο πολιτικό τοπίο όπου η περιβαλλοντική νομοθεσία έχει γίνει πιο αμφιλεγόμενη, ιδίως όταν πρόκειται για θέματα που σχετίζονται με τη γεωργία και τη χρήση γης, δήλωσε ο Antoine Oger, διευθυντής έρευνας και επικεφαλής των εργασιών για τους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκής Περιβαλλοντικής Πολιτικής (IEEP).

«Το επιχείρημα μετατράπηκε από ένα επιστημονικό επιχείρημα – πόσο μπορεί να αντέξει το έδαφος στην ΕΕ όσον αφορά την απόδοση και τη γεωργική παραγωγή μακροπρόθεσμα – σε πολιτικά καθοδηγούμενα, βραχυπρόθεσμα επιχειρήματα που σχετίζονται με το κόστος προσαρμογής», εξήγησε.

Ωστόσο, ο Oger τόνισε ότι η συζήτηση αυτή είναι αντιπαραγωγική, καθώς η μεγαλύτερη απειλή για τον ευρωπαϊκό πληθυσμό και τους αγρότες δεν είναι η περιβαλλοντική νομοθεσία αλλά η κλιματική κρίση.

Παράλληλα, υπάρχουν ερωτήματα σχετικά με τον αντίκτυπο της πρόωρης αποχώρησης του Timmermans. Όσο ήταν αρμόδιος Επίτροπος για το κλίμα, αγωνίστηκε σκληρά για τον νόμο περί αποκατάστασης της φύσης και υπήρξε κινητήρια δύναμη και αρχιτέκτονας της Πράσινης Συμφωνίας.

Η αποχώρησή του, λοιπόν, και η στροφή του προς την ολλανδική πολιτική, αφήνει μεγάλα κενάπριν από τις τελικές διαπραγματεύσεις για τον νόμο περί αποκατάστασης της φύσης και τη σύνοδο κορυφής για το κλίμα COP28.

Η επιβράδυνση έχει επίσης επηρεάσει άλλες πτυχές της περιβαλλοντικής πολιτικής, όπως τον στόχο για την ενίσχυση της αναθεώρησης της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τα χημικά.

Μαύρη τρύπα της βιομηχανικής πολιτικής

Η ενεργειακή πολιτική είναι ένας άλλος τομέας ο οποίος έχει μπει στον πάγο.

Ενώ η Ευρώπη έθεσε φιλόδοξους στόχους για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την απεξάρτηση από τον άνθρακα για το 2030, απέτυχε να εφαρμόσει μια συνεκτική βιομηχανική πολιτική για να τους στηρίξει.

Για παράδειγμα, η μεταρρύθμιση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, στην οποία οι χώρες ήλπιζαν να συμφωνήσουν γρήγορα, καθυστέρησε λόγω των διαμάχης για την πυρηνική ενέργεια.  Έτσι, έγιναν αντιληπτές σημαντικές διχόνοιες μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ σχετικά με τον ρόλο της ατομικής ενέργειας σε σχέση με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Παρομοίως, ο νόμος Net Zero Industry Act, ο οποίος σχεδιάστηκε για να ενισχύσει την εγχώρια παραγωγή τεχνολογιών που απαιτούνται για την πράσινη μετάβαση, έχει γίνει ένα ακατάλληλο υποκατάστατο μιας ευρύτερης πολιτικής για τη βιομηχανική απεξάρτηση από τον άνθρακα.

«Ποτέ δεν καταφέραμε να αναπτύξουμε μια σταθερή πράσινη βιομηχανική πολιτική στην ΕΕ», δήλωσε ο Tagliapietra, προσθέτοντας ότι αυτό δεν είναι σφάλμα της Επιτροπής, αλλά οφείλεται στο ότι οι χώρες της ΕΕ θεωρούν το θέμα αυτό ως ζήτημα εθνικής κυριαρχίας και ανταγωνισμού.

«Είναι απολύτως σαφές ότι αν η Ευρώπη θέλει να αντιμετωπίσει την Κίνα, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις μαζικές πράσινες βιομηχανικές πολιτικές τους, πρέπει να δράσουμε από κοινού και να αξιοποιήσουμε την ενιαία αγορά και τις οικονομίες κλίμακας. Αν δεν το κάνουμε αυτό, είμαστε ασήμαντοι σε παγκόσμιο επίπεδο», προειδοποίησε.

Πράσινη συμφωνία 2.0

Ο Tagliapietra πιστεύει ότι αυτό πρέπει να διευθετηθεί από την επόμενη Ευρωπαϊκή Επιτροπή που θα αναλάβει το 2024.

Σύμφωνα με τον ίδιο, θα μπορούσε να γίνει μια «Πράσινης Συμφωνίας 2.0», η οποία θα εστιάζει σε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που θα προωθούν την απαλλαγή της ευρωπαϊκής οικονομίας από τον άνθρακα με τρόπο κατανοητό από τους πολίτες και που θα παρέχει οικονομικά και κοινωνικά οφέλη.

«Αυτή τη φορά, πρέπει να ασχοληθούμε πραγματικά σοβαρά με τη βιομηχανική οικονομική διάσταση του θέματος. Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς, πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι ότι αυτό θα έχει οικονομικές επιπτώσεις, τις οποίες μπορούμε να διαχειριστούμε με καλή χάραξη πολιτικής, και μπορούμε πραγματικά να το μετατρέψουμε σε ευκαιρία αν είμαστε καλοί στον καθορισμό των σωστών πολιτικών», εξήγησε.

«Και πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν υπάρχει plan Β. Δεν υπάρχει δυνατότητα να μην κάνουμε τίποτα ή να επιβραδύνουμε τη διαδικασία, επειδή βλέπουμε τι συμβαίνει», είπε, αναφερόμενος στις πυρκαγιές, τους καύσωνες και τις ξηρασίες που έχουν σαρώσει την Ευρώπη.

Εστίαση στην εφαρμογή

Ένα σημαντικό μέρος της δουλειάς της επόμενης Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο πράσινο μέτωπο θα είναι να διασφαλίσει ότι οι συμφωνημένοι νόμοι θα εφαρμοστούν σωστά στις χώρες της ΕΕ. Χωρίς αυτό, οι στόχοι που έχουν συμφωνηθεί κινδυνεύουν απλώς να μην επιτευχθούν.

Ωστόσο, κάτι τέτοιο ίσως αποτελέσει σημαντική πρόκληση, καθώς ορισμένες από τις νομοθεσίες, όπως η απαγόρευση των πωλήσεων νέων κινητήρων εσωτερικής καύσης το 2035 και τα νέα πρότυπα για τα κτίρια, επηρεάζουν άμεσα τους ευρωπαίους πολίτες.

«Πρόκειται για τομείς όπου η πολιτική για το κλίμα εισέρχεται άμεσα στη συνηθισμένη ζωή των ανθρώπων», δήλωσε ο Tagliapietra.

«Μπορεί να υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος οι άνθρωποι να τις βλέπουν ως κάτι που τους επιβάλλεται από μια μακρινή ελίτ στις Βρυξέλλες. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να αποφύγουμε», πρόσθεσε, προειδοποιώντας για έναν «φαύλο κύκλο» όπου οι πολιτικοί συμφωνούν για την πράσινη νομοθεσία στις Βρυξέλλες, αλλά διαμαρτύρονται γι’ αυτήν στην πατρίδα τους.

Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών θα υπαγορεύσει επίσης την ατζέντα της επόμενης Επιτροπής, ιδίως καθώς το «πράσινο κύμα» που παρατηρήθηκε κατά τις τελευταίες ευρωεκλογές θα μπορούσε κάλλιστα να υποχωρήσει υπέρ των εθνικιστικών κομμάτων με αισθητή αποστροφή για τις περιβαλλοντικές πολιτικές της ΕΕ.

«Ένα ακόμη πράσινο κύμα θα είναι πολύ απρόσμενο», δήλωσε ο Oger. «Κάθε δημοσκόπηση αυτή τη στιγμή τείνει να πηγαίνει προς την ενίσχυση του συντηρητικού μπλοκ σε ευρωπαϊκό επίπεδο», δήλωσε στη EURACTIV, αν και πρόσθεσε ότι οι πρόσφατες ισπανικές εκλογές έδειξαν ότι οι δημοσκοπήσεις δεν είναι πάντα 100% ακριβείς.

Για παράδειγμα, ο Oger επισημαίνει τον ακραίο καύσωνα και τις πυρκαγιές που σημειώθηκαν αυτό το καλοκαίρι, λέγοντας ότι θα μπορούσαν να βοηθήσουν να γείρει η ζυγαριά υπέρ των πράσινων πολιτικών το επόμενο έτος.