Η απόφασις του συνταγματικού δικαστηρίου της Τουρκίας, το οποίο τελικώς «επέτρεψε» στο κόμμα του Ταγίπ Ερντογάν να συνεχίση να υφίσταται και να ασκή την διακυβέρνηση της χώρας, δεν προδιαγράφει ομαλές πολιτικές εξελίξεις, όπως θα μπορούσαν να υποθέσουν όσοι επιφανειακώς μόνον παρακολουθούν τις εξελίξεις στην γείτονα.

Η απόφασις του συνταγματικού δικαστηρίου της Τουρκίας, το οποίο τελικώς «επέτρεψε» στο κόμμα του Ταγίπ Ερντογάν να συνεχίση να υφίσταται και να ασκή την διακυβέρνηση της χώρας, δεν προδιαγράφει ομαλές πολιτικές εξελίξεις, όπως θα μπορούσαν να υποθέσουν όσοι επιφανειακώς μόνον παρακολουθούν τις εξελίξεις στην γείτονα. Απεναντίας, τόσο το γεγονός ότι η απόφασις ελήφθη με πλειοψηφία μιάς μόνον ψήφου, όσο και η εν συνεχεία επιθετική αντίδρασις του Τούρκου πρωθυπουργού δεικνύουν ότι η μάχη μεταξύ των κεμαλιστών και των ισλαμιστών θα συνεχισθή «μέχρις εσχάτων». Μέχρις ότου δηλαδή η μία ή η άλλη πλευρά επικρατήση πλήρως.

Γνωρίζουμε βέβαια πολύ καλά, τι σημαίνει μια Τουρκία υπό τον έλεγχο των κεμαλιστών. Αυτοί κυβερνούσαν την χώρα ολοκληρωτικώς μέχρι πριν λίγα χρόνια. Πόσοι όμως μπορούν με βεβαιότητα να προσδιορίσουν πώς θα είναι μια Τουρκία υπό τον απόλυτο έλεγχο των ισλαμιστών;

Ο Ερντογάν και οι συνεργάτες του εμφανίζονται σήμερα μετριοπαθείς διότι η αντιπαράθεσις με τους κεμαλιστές δεν επιτρέπει ακραίες προσεγγίσεις, οι οποίες θα τους έφερναν σε διεθνή απομόνωση. Απεναντίας εκμεταλλεύονται με αρκετή επιδεξιότητα τα δημοκρατικά στερεότυπα του δυτικού κόσμου. Δια της ευρωπαϊκής πορείας επιδιώκουν να επιβάλλουν αρχές η εφαρμογή των οποίων θα αφαιρέση από την σημερινή άρχουσα τάξη την επιρροή της στην διοίκηση. Μας βεβαιώνει όμως κανείς, ότι αν το επιτύχουν αυτό, θα συνεχίσουν να τηρούν τις αρχές της δημοκρατίας και του ευρωπαϊκού κεκτημένου;

Είναι ένα ενδιαφέρον δίλλημα για την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Αντιμετωπίζουν μεν με συμπάθεια τους κεμαλιστές, που έχουν υιοθετήσει τα δυτικά πρότυπα, αλλά δεν θα ήθελαν να αποδεχθούν την ιδέα μιας ισλαμικής Τουρκίας. Έστω και αν εκεί την οδηγεί η λαϊκή ψήφος.

Για μας όμως, που είμαστε οι πλησιέστεροι γείτονες της Τουρκίας, η κατάστασις που διαμορφώνεται δεν είναι απλώς ενδιαφέρουσα. Είναι ανησυχητική. Γνωρίζουμε πολύ καλά πώς οι κεμαλιστές εφαρμόζουν συστηματικώς μια επιθετική πολιτική αμφισβητήσεως των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Η πολιτική αυτή, αποτελεί και τον μοναδικό τους κοινό τόπο με τους ισλαμιστές που κατέχουν τα τελευταία χρόνια την κυβέρνηση. Επιπροσθέτως δε, η μεταξύ τους διαμάχη μπορεί να εκκολάψη δύο σοβαρούς κινδύνους.

Ο πρώτος είναι να επιδοθούν σε πλειοδοσία πατριωτισμού και να υιοθετήσουν αμφότερες οι πλευρές περισσότερο ακραίες θέσεις και πλέον έντονες διεκδικήσεις έναντι της Ελλάδος και της Κύπρου.

Ο δεύτερος είναι να θεωρήση κάποιος από τους δύο ότι μια ελληνο-τουρκική κρίσις θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς του σε μια δεδομένη στιγμή.

Υπάρχει ακόμη και το ενδεχόμενο, εξ αιτίας της διαμάχης να απωλεσθή ο έλεγχος της καταστάσεως και να οδηγηθούμε σε απρόβλεπτες εξελίξεις στα πολλά ανοικτά μέτωπα που υπάρχουν αυτή τη στιγμή σε όλο το φάσμα των ελληνο-τουρκικών σχέσεων.

Σε κάθε τέτοια περίπτωση, η κατάστασις θα εξακολουθήση να είναι απλώς «ενδιαφέρουσα» για τους συμμάχους και εταίρους μας. Για μας όμως θα είναι εξαιρετικώς επικίνδυνη. Και επειδή τόσο η ιστορία όσο και η πρόσφατη πείρα αποδεικνύουν ότι τέτοιες ώρες δεν μπορεί κανείς να στηρίζεται, παρά μόνον στον εαυτό του, το ερώτημα είναι πόσο έτοιμοι είμαστε;

Παρακολουθούμε και αναλύουμε τις εξελίξεις στην Τουρκία; Υπάρχει σε υψηλό επίπεδο σχεδιασμός για την αντιμετώπιση κάθε ενδεχομένου; Διαθέτουμε διπλωματικό και στρατιωτικό μηχανισμό χειρισμού κρίσεων; Είναι έτοιμοι, αυτοί που ευρίσκονται στις καίριες θέσεις να αναλάβουν τις ευθύνες τους σε κρίσιμες στιγμές; Ή θα ελπίζουν ότι μπορεί για μια ακόμη φορά η λύσις να δοθή με μια παράκληση ή με μια ευχαριστία προς τους Αμερικανούς;

Παρ’ ότι συνήθως οι κρίσεις είναι απρόβλεπτες, ο προσδιορισμός των εποχών κατά τις οποίες συντρέχουν ειδικά χαρακτηριστικά που ευνοούν την εκδήλωσή τους, είναι απολύτως εφικτός. Αν και δεν αρκεί να υπάρχουν οι κατάλληλοι μηχανισμοί πληροφοριών και μελέτης. Πρέπει κάποιοι να λαμβάνουν υπ’ όψιν τις εισηγήσεις και τις επισημάνσεις τους. Και να τις αναλύουν με σωφροσύνη. Όχι με βάση εμμονές, στερεοτυπικές αντιλήψεις ή -το χειρότερο- ευσεβείς πόθους.