Όταν η πιστωτική κρίση ξεκίνησε, πριν από περίπου ένα χρόνο, οι πεσιμιστές έκαναν λόγο για επερχόμενη παγκόσμια οικονομική ύφεση. Αντίθετα, οι αισιόδοξοι θεώρησαν ότι οι υπόλοιπες χώρες στον κόσμο θα μπορούσαν να αποφύγουν τα προβλήματα που απέρρεαν από την κατάρρευση της αμερικανικής αγοράς ακινήτων. Κανένας από τους δύο δεν προέβλεψε ότι η πιστωτική κρίση θα συνοδεύονταν από την εκτόξευση στα ύψη των τιμών του πετρελαίου.

Όταν η πιστωτική κρίση ξεκίνησε, πριν από περίπου ένα χρόνο, οι πεσιμιστές έκαναν λόγο για επερχόμενη παγκόσμια οικονομική ύφεση. Αντίθετα, οι αισιόδοξοι θεώρησαν ότι οι υπόλοιπες χώρες στον κόσμο θα μπορούσαν να αποφύγουν τα προβλήματα που απέρρεαν από την κατάρρευση της αμερικανικής αγοράς ακινήτων. Κανένας από τους δύο δεν προέβλεψε ότι η πιστωτική κρίση θα συνοδεύονταν από την εκτόξευση στα ύψη των τιμών του πετρελαίου.

Ωστόσο, τώρα η εικόνα αυτή άρχισε να αλλάζει. Έχοντας αγγίξει τα 147 δολάρια το βαρέλι στις 11 Ιουλίου η τιμή του αργού επιτέλους μειώθηκε κάτω από τα 120 δολάρια. Ο δείκτης εμπορευμάτων του Reuters/Jefferies CBS μειώθηκε κατά 10% τον Ιούλιο, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη μηνιαία πτώση του από τον Μάρτιο του 1980. Η αξία του χρυσού έπεσε κάτω από τα 900 δολάρια την ουγγιά και εκείνη του καλαμποκιού μειώθηκε περισσότερο από 30% από τις αρχές του Ιουλίου. Ο χαλκός κυμαίνεται στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων έξι μηνών.

Οι εξελίξεις αυτές διαμορφώνουν θετική προοπτική για τις χρηματαγορές. Οι υψηλές τιμές των εμπορευμάτων κρατούσαν περιορισμένη την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών στον ανεπτυγμένο κόσμο. Ταυτόχρονα ασκούσαν σημαντικές ανοδικές πιέσεις στον πληθωρισμό κάνοντας εξαιρετικά δύσκολη τη μείωση των επιτοκίων από τις Κεντρικές Τράπεζες. Ακόμη κι εάν δεν υπάρξει περαιτέρω μείωση στην αξία των εμπορευμάτων ο πληθωρισμός θα περιοριστεί τους επόμενους μήνες.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι: γιατί μειώνονται οι τιμές των εμπορευμάτων; Εάν αυτό συμβαίνει, όπως πολλοί πιστεύουν, επειδή οι κερδοσκόποι επιτέλους αναγκάστηκαν να φύγουν από την αγορά τότε όλα είναι καλά. Οι μόνοι χαμένοι θα είναι μερικά επενδυτικά κεφάλαια υψηλού κινδύνου.

Εάν όμως οι τιμές μειώνονται επειδή η παγκόσμια οικονομία «χτύπησε» σε ένα τσιμεντένιο τοίχο, τότε τα πράγματα αλλάζουν. Τα τελευταία οικονομικά στοιχεία είναι πασιφανώς αρνητικά τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την Ευρώπη και την Ιαπωνία. Το ΑΕΠ της Γερμανίας δείχνει να έχει μειωθεί έως και 1% το β΄ τρίμηνο. Οι λιανικές πωλήσεις στη Ζώνη του Ευρώ σημείωσαν πτώση κατά 3,1% από τις αρχές του έτους έως τον Ιούνιο. Επί τέσσερις μήνες η βιομηχανική παραγωγή στη Βρετανία είτε έχει παραμείνει στάσιμη είτε μειώνεται ενώ στην Ιαπωνία μειώνεται σταθερά για δύο συνεχόμενα τρίμηνα. Παρά το γεγονός ότι τα πρόσφατα οικονομικά στοιχεία από τις ΗΠΑ είναι ελαφρώς καλύτερα του αναμενόμενου ενδεχόμενη ύφεση στην Ευρώπη και την Ιαπωνία συνεπάγεται απαισιόδοξες προοπτικές για τα εταιρικά κέρδη. Κι αυτό επειδή είναι οι εξαγωγές που ενίσχυαν τις αμερικανικές βιομηχανίες.

Μία άλλη εξήγηση είναι ότι οι υψηλές τιμές του πετρελαίου επιτέλεσαν το έργο τους. Οταν η ζήτηση για ένα προϊόν είναι ανελαστική, τότε χρειάζεται μεγάλη αύξηση στην τιμή προκειμένου να απομακρυνθεί ο «περιθωριακός» αγοραστής. Αυτός ο αγοραστής εγκατέλειψε την αγορά όταν η τιμή των καυσίμων ξεπέρασε τα 4 δολάρια το γαλόνι. Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Μεταφορών των ΗΠΑ οι Αμερικανοί οδήγησαν 9,6 δισεκατομμύρια μίλια λιγότερο τον Μάιο σε σχέση με τον ίδιο μήνα πέρυσι. Και καθώς μειωνόταν η ζήτηση, η παραγωγή από τον OPEC αυξανόταν σταθερά τους τελευταίους τρεις μήνες. Και στη γεωργία η ζήτηση και προσφορά τείνει προς εξισορρόπηση με τους ελέγχους στις εξαγωγές να καταργούνται και με πολύ καλές προοπτικές για τις σοδειές.

Αρωγοί στην ανάκαμψη

Σε ό,τι αφορά τις χρηματαγορές, αυτές είναι δύσκολο να ανακάμψουν χωρίς υποστήριξη από την πιστωτική αγορά από όπου και ξεκίνησε η κρίση. Εδώ, εάν κάποιος παραβλέψει τα τεκταινόμενα στον τραπεζικό κλάδο, έχουν σημειωθεί κάποιες θετικές εξελίξεις. Τα περιθώρια κερδών των ευρωπαϊκών ομολόγων έχουν ώς ένα βαθμό εξισορροπηθεί. Οι τράπεζες έχουν ακόμη δρόμο. Τον Ιούνιο του 2007 πλήρωναν κατά μόλις 63 βασικές μονάδες πάνω τα κρατικά ομόλογα. Τον προηγούμενο Μάρτιο είχαν φτάσει τις 342,5 μονάδες, ένα ποσοστό αύξησης τετραπλάσιο και παραμένουν μόλις ελαφρά πιο κάτω από αυτό το ποσοστό και σήμερα. Ενδεχομένως να χρειαστεί να προχωρήσουν και σε άλλες μαζικές διαγραφές αξιών και να γίνουν ακόμη πιο συντηρητικές στις δανειοδοτήσεις τους κάτι που σημαίνει ότι μετά από ένα χρόνο πιστωτικής κρίσης, δεν διαφαίνεται για τις τράπεζες ακόμη φως στο τέλος του τούνελ.

(Από την εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 10/08/2008)