Τις τελευταίες εβδομάδες και εν μέσω θέρους αυξάνονται τα ανησυχητικά τα μηνύματα για την ευστάθεια του παγκόσμιου ενεργειακού συστήματος

Η σχεδόν παράλληλη αυξητική πορεία των τιμών βασικών ενεργειακών μεγεθών όπως το φυσικό αέριο, ο ηλεκτρισμός και το πετρέλαιο αποτελούν πρόδρομα σήματα μιας επερχόμενης ανωμαλίας στο ενεργειακό τοπίο, προειδοποιούν παράγοντες της διεθνούς αγοράς.

Με γνωστή την ισχυρή αλληλο- εξάρτηση που έχουν τα ανωτέρω μεγέθη, και ιδιαίτερα η σχέση μεταξύ φ.αερίου και ηλεκτρισμού, ενισχύεται ο προβληματισμός για μια ενδεχόμενη αναζωπύρωση της ενεργειακής κρίσης. Να θυμίσουμε ότι αυτήν ακριβώς την περίοδο πέρυσι ( Αύγουστος 2022) η τιμή του αερίου στο βάθρο εμπορίας TTF, το ευρωπαϊκό σημείο αναφοράς στην Ολλανδία, είχε εκτιναχθεί στα € 345/MWh με αντίστοιχα υψηλές τιμές χονδρικής στον ηλεκτρισμό όπου στα Ευρωπαϊκά χρηματιστήρια ενέργειας οι τιμές ξεπέρασαν τα € 500/MWh. ( Στο ΕΧΕ έφθασαν τα € 450/MWh και στο Γερμανικό EEX τα €550/MWh)

Έκτοτε, οι μεν τιμές του αερίου υποχώρησαν σημαντικά- κινούμενες κάτω από τα € 28 /MWh το Β τρίμηνο του έτους - προς μεγάλη ανακούφιση των ευρωπαίων καταναλωτών και των κυβερνήσεων των οποίων οι προϋπολογισμοί χάρη των ενεργειακών επιδοτήσεων κινδύνευσαν να τιναχτούν στον αέρα, όμως δεν αποκλιμακωθήκαν απόλυτα. Και αυτό γιατί τόσο οι τιμές του αερίου όσο και του ηλεκτρισμού διαπραγματεύονται σε επίπεδα σχεδόν διπλάσια η και τριπλάσια από την προ κρίση περίοδο ( Α Τρίμηνο 2021 και πρίν) Χαρακτηριστικά οι τιμές του αερίου στο TTF το τελευταίο 15 θημερο κινούνται στην ζώνη των € 39 με € 43 την μεγαβατώρα. Σε αντίστοιχα υψηλά επίπεδα έχουν επανέλθει οι τιμές χονδρικής του ηλεκτρισμού (DAM) πανευρωπαϊκά όπου κατά το Β δεκαπενθήμερο του Αυγούστου, στις περισσότερες χώρες, κινήθηκαν πάνω από τα €120 /MWh. Και στην Ελλάδα, με εξαίρεση λίγες ημέρες στην αρχή του μήνα, οι τιμές κινήθηκαν σε υψηλά επίπεδα όπου στο μέσο της εβδομάδας που πέρασε έφθασαν στα € 153,98 /MWh.

Εν μέσω μιας εντεινόμενης πολεμικής σύρραξης στην Ουκρανία, στο μέσο της Ευρώπης, με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις να εξαπλώνονται τάχιστα στην Μαύρη Θάλασσα, όπου πλήττεται η εμπορική ναυτιλία (με τα war premiums να έχουν αυξηθεί επικίνδυνα) , και να απειλούν με επισιτιστική κρίση την Αφρική- με ανοικτά πολεμικά μέτωπα σε Λιβύη, Σουδάν και Δυτική.Αφρική - και την ενεργειακή ζήτηση να έχει επανέλθει στα προ covit επίπεδα, οι ενεργειακές αγορές χαρακτηρίζονται από μεγάλη νευρικότητα καθώς γίνεται αντιληπτό το επερχόμενο έλλειμα στην προμήθεια. Με ιδιαίτερα αισθητές τις αντιδράσεις στις αγορές πετρελαίου και φ.αερίου. Με τον ΙΕΑ να εκτιμά ότι το 2023 η παγκόσμια ζήτηση αργού θα διαμορφωθεί στα 102 εκατ.βαρ/ημέρα, δηλ. σε ιστορικά υψηλό επίπεδο.

Όλα τα ανωτέρω έχουν συμβάλλει στην δημιουργία κλίματος εντεινόμενης ανασφάλειας. Ενδεικτικό της νευρικότητας που επικρατεί στην αγορά φ.αερίου είναι η εκτίναξη της τιμής του μηνιαίου συμβολαίου forward στο Ολλανδικό TTF, όπου την Τετάρτη 9/8 αυτό προς στιγμή έφθασε τα € 43,49 /MWh για να κλείσει αργότερα στα €39,82/ MWh. Όμως τις τελευταίες ημέρες οι τιμές κινούνται σταθερά στην ζώνη πάνω από τα € 40/MWh. Αιτία οι υπό εκκόλαψη απεργιακές κινητοποιήσεις των εργαζόμενων στις μονάδες παραγωγής LNG της Chevron και Woodside Energy στην Αυστραλία, που όμως προμηθεύει το 10% της παγκόσμιας αγοράς και εξάγει το 90% της παραγωγής της σε Κίνα,Ιαπωνία και Ν.Κορέα. Αυτές οι χώρες προφανώς θα στραφούν στις ΗΠΑ και στο Κατάρ, τους δυο άλλους μεγάλους παραγωγούς LNG παγκοσμίως, για να καλύψουν τις ανάγκες τους οι οποίοι όμως τυγχάνει να είναι βασικοί προμηθευτές των περισσότερων Ευρωπαϊκών κρατών.

Με την Ευρώπη να εξαρτάται όλο και περισσότερο από εισαγωγές LNG, έχοντας σχεδόν διπλασιάσει την προμήθεια της σε υγροποιημένο φ.αέριο σε σχέση με το 2021, με τις συνολικές εισαγωγές το 2022 να έχουν ξεπεράσει τα 170 δισεκ.κυβ.μέτρα, καθώς μειώθηκαν κάθετα οι εισαγωγές Ρωσικού αερίου, η μακροπρόθεσμη προμήθεια τους κρίνεται επισφαλής. Όπως παρατηρούν παράγοντες της διεθνούς αγοράς εμπορίας αερίου, «δεν μπορούν όλες οι ανάγκες των ευρωπαικών χωρών να ικανοποιηθούν με μακροχρόνια συμβόλαια και άρα οι διαφορές καλύπτονται υποχρεωτικά από φορτία spot. Τα φορτία αυτά που κατά κανόνα είναι ακριβότερα καθορίζουν τις περισσότερε φορές τις τιμές της αγοράς». Για αυτό και η ανησυχία από πλευράς ευρωπαίων προμηθευτών οι οποίοι πέρα από επιπλέον ποσότητες LNG αναζητούν πρόσθετη χωρητικότητα σε υπόγειες δεξαμενές ανά την Ευρώπη για την αποθήκευση αερίου εν όψει του επερχόμενου χειμώνα.

Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ) έχει προειδοποιήσει σχετικά υποστηρίζοντας ότι ένας κρύος χειμώνας στην Ευρώπη μπορεί να επηρεάσει τις εισαγωγές LNG κατά + 30 δισεκ.κυβ.μέτρα ( bcm) σε σύγκριση με την χειμερινή περίοδο 2022/2023. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η Ευρώπη θα βρεθεί στην δυσάρεστη θέση να ανταγωνίζεται με την Κίνα και άλλες Ασιατικές αγορές για την εξασφάλιση φορτίων LNG. Σύμφωνα με αναλυτές της Goldman Sachs η σημερινή αντίδραση έχει να κάνει με την προεξόφληση ρίσκου ενώ οι ίδιοι εκτιμούν ότι οι τιμές LNG είναι εξαιρετικά πιθανό να διπλασιαστούν η και να τριπλασιαστούν από τα σημερινά τους επίπεδα. Δηλαδή πριν το τέλος του χρόνου μπορεί να δούμε το αέριο στα € 100/MWh με ότι αυτό σημαίνει για τις τιμές του ηλεκτρικού και τις νέες τιμολογιακές πιέσεις που θα βιώσουν οι καταναλωτές. Μια πρόγευση της αυξητικής τάσης έχουμε ήδη λάβει με τους παρόχους ηλεκτρικού ρεύματος να ανακοινώνουν αυξημένες χρεώσεις για τον Σεπτέμβριο, κατά 10% με 20% μέσο όρο, σε σύγκριση με τον Αύγουστο.

Σε παράλληλη πορεία με το φ.αέριο βαδίζει και η διεθνής αγορά πετρελαίου όπου απο τις αρχές Ιουνίου η τιμή του μηνιαίου συμβολαίου επί του Brent, του διεθνούς benchmark, έχει ανατιμηθεί κατά $ 12 το βαρέλι η 16%, με την τρέχουσα τιμή να κινείται στην ζώνη των $ 83 με $ 85 το βαρέλι στο ICE του Λονδίνου. Δικαίως πολλοί αναλυτές διερωτώνται εάν ευρισκόμαστε ενώπιον μιας νέας κούρσας με αρκετούς να προεξοφλούν τιμές κοντά στα $ 100 το βαρέλι για την ποικιλία Brent, καθώς θα πλησιάζουμε τον χειμώνα και θα αυξάνεται η ζήτηση.

Οι λόγοι για την συνεχιζόμενη αύξηση των τιμών του αργού θα πρέπει να αναζητηθούν κατά κύριο λόγο στα θεμελιώδη της αγοράς, με κυρίαρχο στοιχείο την μείωση της παραγωγής από πλευράς OPEC+ και την αδυναμία των χωρών εκτός να καλύψουν την προκύπτουσα διαφορά μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Με την στάση της Σαουδικής Αραβίας, του de facto ηγέτη του OPEC, που εφαρμόζει περιοριστική πολιτική στην παραγωγή, να υπαγορεύεται και από γεωπολιτικούς λόγους και την αντίθεση της με την πολιτική των ΗΠΑ στην περιοχή του Κόλπου και ευρύτερα. Εξ ου και η πλήρης ομαλοποίηση των σχέσεων της με το Ιράν και η συνεχιζόμενη εμβάθυνση των οικονομικών και εμπορικών συνεργασιών με την Κίνα, προς μεγάλη δυσφορία της Ουάσινγκτον. Η αποφασιστικότητα του Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν, του διαδόχου του θρόνου και ισχυρού άντρα της Σ.Αραβίας, να κινηθεί αυτόνομα στην γεωπολιτική σκακιέρα, αδιαφορώντας για τις ενστάσεις των ΗΠΑ, δημιουργεί, δυνητικά, μια ακόμα εστία αστάθειας.

Η αύξηση των διεθνών τιμών πετρελαίου έχει σαφείς επιπτώσεις στην εγχώρια αγορά, όπου σύμφωνα με στοιχεία του Παρατηρητηρίου Τιμών Καυσίμων του υπουργείου Ανάπτυξης, η μέση τιμή της απλής αμόλυβδης πανελλαδικά στις 21 Αυγούστου ήταν € 1,990 το λίτρο, έναντι € 1,867 το λίτρο την 7 Ιουλίου, αυξημένη κατά 6,6 % Ανάλογες είναι και οι αυξήσεις στη 100αρα αμόλυβδη (+5.5 %), στο ντίζελ (+10.8 %) και στο υγραέριο (+8.0%) Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι εάν συνεχισθεί η άνοδος του αργού στις διεθνείς αγορές, και η τιμή φθάσει τα $ 100 το βαρέλι, ενδέχεται τον Οκτώβριο, η και ενωρίτερα, να δούμε την απλή αμόλυβδη πάνω από τα € 2,50 το λίτρο. Σε αυτή την περίπτωση η κυβέρνηση θα πιεσθεί για αναπροσαρμογή προς τα κάτω του ειδικού φόρου κατανάλωσης.

Από την μια πλευρά η εκ νέου άνοδος των τιμών φυσικού αερίου και των αρνητικών επιπτώσεων που σίγουρα θα έχουν στις τιμές του ηλεκτρισμού, και η αυξανόμενη αβεβαιότητα ως προς την προμήθεια, και από την άλλη το επερχόμενο ράλι στην διεθνή αγορά αργού, συνθέτουν μια μάλλον αβέβαιη, για να μην πούμε αρνητική, εικόνα της διεθνούς ενεργειακής σκηνής. Μένει να αποδειχθεί εάν τελικά αυτή η κατάσταση οδηγήσει πράγματι σε μια νέα παγκόσμια ενεργειακή κρίση. Κάτι τέτοιο θα ήταν ολέθριο για την παγκόσμια οικονομία και την Ευρώπη ιδιαίτερα, την στιγμή που η ευρωζώνη δείχνει να επανέρχεται σε ρυθμούς ανάπτυξης, έστω και αναιμικούς.

(*το συγκεκριμένο άρθρο αποτελεί επικαιροποιημένη μορφή αντίστοιχου άρθρου που δημοσιεύθηκε εχθες, 27 Αυγούστου, στην εφημερίδα “Καθημερινή της Κυριακής”)