Διπλωματικός πυρετός επικρατεί στην ελληνική πρωτεύουσα το τελευταίο διάστημα. Μετά την σουρεαλιστική Σύνοδο των Βαλκανίων την ώρα που καιγόταν όλη η χώρα, η οποία τελικώς εξελίχθηκε σε ουκρανική με την συμμετοχή του Ζελένσκι, ο Έλληνας Πρωθυπουργός υποδέχθηκε τον Ινδό ομόλογό του Ναρέντα Μόντι

Αν και η εν λόγω συνάντηση δεν έτυχε της ίδια προβολής με την βαλκανική, η ιστορική επίσκεψη Ινδού Πρωθυπουργού στην Αθήνα ήταν εξαιρετικά σημαντική για δύο πολύ βασικούς λόγους. Πρώτον, γιατί το Νέο Δελχί έχει αναδειχθεί σε νέα υπερδύναμη, κοντράροντας ή και ξεπερνώντας το Πεκίνο και και δεύτερον, διότι συμμετέχει στην ομάδα των BRICS, που με την προσθήκη της Σαουδικής Αραβίας, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και του Ιράν φιλοδοξεί να γίνει το αντίπαλο δέος της G7. Οι δύο χώρες όμως έχουν και ένα κοινό, καθώς αμφότερες αντιμετωπίζουν σοβαρούς  κινδύνους στα σύνορά τους. Η διένεξη Ινδίας και Πακιστάν για το Κασμίρ είναι γνωστή, ωστόσο η συμμαχία του Ισλαμαμπάντ με την Άγκυρα βάζει ακόμη έναν παίκτη στην εξίσωση, Διόλου τυχαίο είναι άλλωστε ότι στην κοινή δήλωση των δύο πλευρών  αποτυπώνεται η συναντίληψη Ελλάδας και Ινδίας για μια ελεύθερη, ανοικτή και βασισμένη σε κανόνες Μεσόγειο Θάλασσα και Ινδο-Ειρηνικό, «σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας και συγκεκριμένα με τις προβλέψεις της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) και με πλήρη σεβασμό στην κυριαρχία, την εδαφική ακεραιότητα και την ελευθερία της ναυσιπλοϊας προς όφελος της διεθνούς ειρήνης, σταθερότητας και ασφάλειας».

Μετά την επίσκεψη Μόντι την περασμένη Κυριακή, ο Έλλην Πρωθυπουργός ετοιμάζεται να υποδεχθεί αύριο την Ιταλίδα ομόλογό του Τζόρτζια Μελόνι. Αθήνα και Ρώμη ίσως για πρώτη φορά να έχουν τόσα πολλά κοινά. Αμφότερες επιδιώκουν να θέσουν υπό έλεγχο την αυξανόμενες μεταναστευτικές ροές, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκουν την εφαρμογή πιο ευέλικτων οικονομικών πολιτικών από τις Βρυξέλλες  με την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητος. Οι δύο αυτές στοχεύσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν την βάση μιας συμμαχίας με άξονα και μια συνεργασία στον ενεργειακό τομέα, που καίει αυτή την στιγμή ολόκληρη την Ευρώπη. Η Αθήνα θέλει να αυξήσει τις εξαγωγές προς την Ιταλία, επισπεύδοντας, μεταξύ άλλων, το  υπό κατασκευή  καλώδιο ηλεκτρικής διασύνδεσης.

Τα ενεργειακά άλλωστε θα βρεθούν στο επίκεντρο και της Συνόδου Ελλάδος-Κύπρου-Ισραήλ που θα πραγματοποιηθεί στις 3-4 Σεπτεμβρίου στην Λευκωσία. Το νέο στοιχείο που μπαίνει στην εξίσωση είναι και πάλι η Τουρκία μετά την επαναπροσέγγιση Τελ Αβίβ-Άγκυρας και το ενδιαφέρον είναι αν θα υπάρξουν πιέσεις για την συμμετοχή και της Άγκυρας στις συζητήσεις για τα ενεργειακά της Ανατολικής Μεσογείου, που παραμένει ο διακαής πόθος της Άγκυρας.  Η Αθήνα δεν έχει κλείσει την πόρτα για μια μελλοντική συμμετοχή και της Άγκυρας υπό τον όρο ότι θα αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία. Ωστόσο οι τελευταίες εξελίξεις με την επίθεση που δέχτηκαν μέλη της ειρηνευτικής δύναμης  από Τουρκοκύπριους στη νεκρή ζώνη κοντά στην Πύλα  δείχνουν την  σαφή πρόθεση της Άγκυρας για ανατροπή του status quo στην ουδέτερη ζώνη των κατεχομένων στην Κύπρο, τηρώντας το εκπεφρασμένο σχέδιο του Ερντογάν για την διχοτόμηση της νήσου. Και αυτό δεν πρέπει επ ουδενί να λησμονηθεί παρά τις προσπάθειες εξομάλυνσης των ελληνο-τουρκικών σχέσεων.

Στο πλαίσιο αυτό, ο υπουργός Εξωτερικών  Γιώργος Γεραπετρίτης μεταβαίνει την ερχόμενη Τρίτη στην Άγκυρα, προκειμένου να συναντηθεί με τον ομόλογό του, Χακάν Φιντάν. Οι συζητήσεις αναμένεται να επικεντρωθούν στην προετοιμασία του επικείμενου ραντεβού των δύο ηγετών, Μητσοτάκη – Ερντογάν, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη αλλά και το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας που θα πραγματοποιηθεί στη Θεσσαλονίκη τον προσεχή Νοέμβριο. Επίσης σκοπός είναι η εξεύρεση της μεθοδολογίας  για την επανεκκίνηση του διαλόγου ανάμεσα στις δύο πλευρές, ενώ αναμένεται να καθοριστούν και τα επόμενα βήματα για τη θετική ατζέντα και τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης.

Πάντως η Τουρκία δεν άργησε να δείξει τις προθέσεις της, με  τον σύμβουλο Εξωτερικής πολιτικής του Ερντογάν, Ακίφ Τσαγατάι Κιλίτ να στέλνει ξεκάθαρα μηνύματα σε Αθήνα και Λευκωσία για τους όρους που θέτει η Άγκυρα. Ο κ. Κιλίτ κατέστησε σαφές ότι η Τουρκία δεν είναι σε θέση να κάνει υποχωρήσεις αναφορικά με τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων, ενώ  τάχθηκε υπέρ του διαλόγου για τα ελληνοτουρκικά αλλά... εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο ίδιος είπε ότι «με άλλα λόγια, αν προσεγγίζετε τα πάντα στο πλαίσιο της αλληλεγγύης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν θα μπορέσουμε να βρούμε λύση. Αν όμως τα εξετάσουμε σε διμερές πλαίσιο, τότε ίσως να είναι δυνατόν να σημειωθεί πρόοδος σε ορισμένα σημεία. Εμείς αυτό προσπαθούμε να προωθήσουμε».  Πέρα από το γεγονός ότι αυτό δεν είναι επ’ ουδενί εφικτό, ο ίδιος ο Κύπριος Πρόεδρος Νίκος Χριστοδουλίδης έχει  καλέσει σε ενεργότερη συμμετοχή της ΕΕ στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό.