Η αποτελεσματική χάραξη πολιτικής της ΕΕ έναντι της Κίνας παρεμποδίζεται από ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ, όπως η Ελλάδα, που εξαρτώνται υπερβολικά από τη χώρα της Ανατολικής Ασίας, δήλωσε η υπουργός Εξωτερικών Liesje Schreinemacher (VVD/Renew) σε συνέντευξή της την Πέμπτη

Η Schreinemacher, η οποία θα αναλάβει προσωρινά τη θέση του Ολλανδού υπουργού Εξωτερικών, Wopke Hoekstra (CDA/EPP), ο οποίος διορίστηκε ως Επίτροπος της ΕΕ, παραχώρησε συνέντευξη σχετικά με τις σινο-ολλανδικές σχέσεις καθώς και την ευρωπαϊκή εξάρτηση από τους κινεζικούς πόρους στην ολλανδική ομοσπονδία εργοδοτών VNO-NCW.

Όταν ρωτήθηκε σχετικά με τις ανησυχίες των επιχειρήσεων όσον αφορά τους μηχανισμούς ελέγχου της ΕΕ για τις ξένες επενδύσεις, η Schreinemacher επεσήμανε το ολλανδικό τεστ ασφαλείας για επενδύσεις, συγχωνεύσεις και εξαγορές (Vifo), το οποίο ελέγχει την ξένη επιρροή σε ολλανδικούς στρατηγικούς τομείς.

«Δεν έχουν ακόμη όλα τα ευρωπαϊκά κράτη μέλη ένα τέτοιο τεστ. Θέλουμε να το κάνουν, διότι διαφορετικά, δημιουργείται το φαινόμενο του υδατοστρώματος: οι επενδυτές κατευθύνονται προς αυτές τις χώρες», δήλωσε η Schreinemacher.

«Πάρτε, για παράδειγμα, το ελληνικό λιμάνι του Πειραιά, το οποίο ανήκει σε κινεζική κρατική εταιρεία. Αυτό καθιστά επίσης πιο δύσκολη μια αποτελεσματική πολιτική για την Κίνα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, διότι, σε αυτή την περίπτωση, η Ελλάδα εξαρτάται από την Κίνα», πρόσθεσε.

Το λιμάνι του Πειραιά, του οποίου ο κύριος μέτοχος είναι η κινεζική ναυτιλιακή εταιρεία Cosco Shipping, έχει συχνά θεωρηθεί ως σημαντικός μοχλός επιρροής της Κίνας στην Ευρώπη, καθώς έχει αναφερθεί κατά καιρούς όταν η Ελλάδα μπλόκαρε δηλώσεις της ΕΕ σχετικά με την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα.

Πέρυσι, η απόφαση της Γερμανίας να παραχωρήσει στην Cosco μειοψηφικό μερίδιο 25% στο λιμάνι του Αμβούργου οδήγησε σε τριβές μεταξύ της κυβέρνησης Scholz και των Βρυξελλών, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να συνιστά να τεθεί η συμφωνία στον πάγο για να αποφευχθούν περαιτέρω στρατηγικά τρωτά σημεία έναντι της Κίνας.

Η Schreinemacher πρόσθεσε ότι, αν και η παρακολούθηση της ξένης επιρροής σε στρατηγικούς τομείς είναι καλή, η Ολλανδία θα πρέπει ωστόσο «να παραμείνει μια ενδιαφέρουσα χώρα για επενδύσεις από το εξωτερικό, καθώς συμβάλλουν στην καινοτομία και την ανταγωνιστικότητά μας».

Ημιαγωγοί

Οι Ολλανδοί έχουν τοποθετηθεί ως μία από τις πιο «αυστηρές» χώρες της ΕΕ όσον αφορά την Κίνα, με καλύτερο παράδειγμα την απόφαση της κυβέρνησης να εφαρμόσει περιορισμούς στις εξαγωγές της κρίσιμης τεχνολογίαςτων ημιαγωγών από εγχώριες επιχειρήσεις προς τρίτες χώρες – ένα μέτρο που, αν και δεν αναφέρεται ρητά ως τέτοιο, θεωρείται ευρέως ότι στρέφεται κυρίως κατά της Κίνας.

«Εάν η εξαγωγή ολλανδικής τεχνολογίας ενέχει κινδύνους για την εθνική ασφάλεια, μπορούμε επίσης να εισαγάγουμε την απαίτηση έκδοσης άδειας εξαγωγής», δήλωσε η Schreinemacher, προσθέτοντας ότι τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι «αναλογικά», δεδομένων των οικονομικών και πολιτικών συνεπειών.

«Η ιδέα δεν είναι να χρησιμοποιήσουμε ένα μεγάλο δίχτυ για να πιάσουμε όλες τις εταιρείες που κάνουν οτιδήποτε με κβαντική τεχνολογία ή τσιπ και να τις υποβάλουμε σε μια τέτοια απαίτηση αδειοδότησης. ΑΛΛΑ: η εθνική μας ασφάλεια βαραίνει περισσότερο», τόνισε ο υπουργός.

Οι σινο-ολλανδικές σχέσεις έχουν επιδεινωθεί σημαντικά τους τελευταίους μήνες, τροφοδοτούμενες σε μεγάλο βαθμό από τους προαναφερθέντες εξαγωγικούς περιορισμούς και τον χαρακτηρισμό της Κίνας ως «μεγαλύτερης απειλής» για την ολλανδική ασφάλεια σε έκθεση των μυστικών υπηρεσιών τον Μάιο.

Μείωση της εξάρτησης στην Αφρική…

Παρά τα προληπτικά μέτρα της κυβέρνησης και τις προσπάθειες ενίσχυσης της ολλανδικής στρατηγικής αυτονομίας, h Schreinemacher δεν έκρυψε το γεγονός ότι η Ευρώπη χρειάζεται ωστόσο την Κίνα στην προσπάθειά της για μια πράσινη και απαλλαγμένη από άνθρακα οικονομία.

«Δεν μπορούμε να γίνουμε βιώσιμοι χωρίς τις πρώτες ύλες από την Κίνα. Χρειαζόμαστε την Κίνα για την ενεργειακή μας μετάβαση», παραδέχθηκε η Schreinemacher – ένας λόγος για τον οποίο η Ευρώπη πρέπει να επιλέγει προσεκτικά τα λόγια της όταν συναλλάσσεται με τη χώρα.

«Μερικές φορές με ρωτούν γιατί δεν σταματάμε τις εμπορικές συναλλαγές με την Κίνα ή δεν χρησιμοποιούμε σκληρή γλώσσα εναντίον της Κίνας, όπως κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά και οι ΗΠΑ εξακολουθούν να κάνουν πολλά για να προωθήσουν το δικό τους εμπόριο με την Κίνα», δήλωσε.

Η Schreinemacher επισημαίνει ότι η Αφρική αποτελεί μια πιθανή εναλλακτική πηγή για τις ζωτικής σημασίας πρώτες ύλες που χρειάζεται απεγνωσμένα η ΕΕ.

«Η Αφρική διαθέτει επίσης πολλούς πόρους. Οι Κινέζοι δραστηριοποιούνται εκεί εδώ και αρκετό καιρό μαζί με τους Ρώσους. Η Ολλανδία και η Ευρώπη δεν μπορούν να μείνουν πίσω», δήλωσε, προσθέτοντας ότι υπάρχει σήμερα μια «προθυμία» στην Αφρική να συνεργαστεί με την ΕΕ – παρά το γεγονός ότι το μπλοκ αναγκάστηκε να επανεξετάσει την πολιτική του έναντι της ηπείρου ύστερα από τη σειρά πραξικοπημάτων στην περιοχή του Σαχέλ που εκδίωξαν φιλοευρωπαίους ηγέτες.

Οι αμοιβαία επωφελείς εμπορικές συμφωνίες θα μπορούσαν να βοηθήσουν στο να σβήσει η δίψα της αφρικανικής ηπείρου για θέσεις εργασίας και να αποτρέψουν τους Αφρικανούς από το να αναζητήσουν εργασία στην Ευρώπη, συλλογίστηκε ο υπουργός -το κόμμα VVD του οποίου ετοιμάζεται για μια προεκλογική εκστρατεία που αναμένεται να κυριαρχηθεί από το θέμα της μετανάστευσης.

… ή στην Ευρώπη;

Όσον αφορά το αμφιλεγόμενο θέμα της εξόρυξης κρίσιμων πρώτων υλών (CRM) στην Ευρώπη, η Schreinemacher δεν έδειξε καμία κατανόηση για την αντίθεση των πολιτών.

«[Η απόρριψη της εξόρυξης στην Ευρώπη είναι] η νοοτροπία του nimby: not in my backyard  (όχι στην αυλή μου). Επιτρέπεται λοιπόν η εξόρυξη αυτών των μετάλλων στην Αφρική; Το βρίσκω λίγο τρελό αυτό», δήλωσε.

Η ξεκάθαρη θέση της Schreinemacher για το θέμα μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι η Ολλανδία μόλις και μετά βίας διαθέτει κρίσιμες πρώτες ύλες στο έδαφός της, με πιθανή την εκμετάλλευση. Συνεπώς, ο μεγάλος όγκος εξόρυξης πιθανότατα να γίνεται σε άλλες χώρες της ΕΕ.

Αντί για την ίδια την εξόρυξη, η υπουργός κάλεσε τη χώρα της να γίνει ένας κρίσιμος παίκτης στην επεξεργασία των CRM με τρόπο ώστε οι άλλες χώρες «να μην μπορούν να μας αγνοήσουν».

(από euractiv.gr)