Οι κίνδυνοι για την οικονομία της Ευρωζώνης έρχονται ακόμη πιο κοντά, καθώς αποτυπώνονται πλήρως στην επί τα χείρω υποβάθμιση των προβλέψεων της Κομισιόν για τις φετινές επιδόσεις, με βαρίδι τη Γερμανία

Παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις του επιτρόπου για τις Οικονομικές και Νομισματικές Υποθέσεις, Πάολο Τζεντιλόνι, η ευρωπαϊκή οικονομία οδεύει προς στασιμοπληθωρισμό, με τις ανησυχίες αυτές να αντικατοπτρίζονται στο ευρώ. Αντισταθμιστικά ταμεία έχουν υιοθετήσει την πιο αρνητική στάση απέναντι στο ευρωπαϊκό ενιαίο νόμισμα από τις αρχές του έτους εν όψει της συνεδρίασης της ΕΚΤ την προσεχή Πέμπτη, με βασικό ερώτημα εάν θα προχωρήσει σε νέα αύξηση ή θα σταματήσει.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή περιμένει τώρα ανάπτυξη 0,8% φέτος για την οικονομία της Ευρωζώνης, έναντι της εκτίμησης του Μαΐου για 1,1%, ενώ για το επόμενο έτος ο ρυθμός ανάπτυξης περιορίστηκε αντίστοιχα στο 1,3% από 1,6%. Η αιτία του κακού είναι η μεγαλύτερη οικονομία του ευρώ, η Γερμανία, η οποία από ανάπτυξη 0,2% που αναμενόταν αρχικά για φέτος θα βρεθεί τώρα αντιμέτωπη με συρρίκνωση 0,4%. Το Ινστιτούτο του Κιέλου αντίστοιχα προβλέπει συρρίκνωση 0,3% για τη γερμανική οικονομία στο τρίτο τρίμηνο. Η Κομισιόν υποβάθμισε τις προβλέψεις της και για την Ολλανδία, στο 0,5% από 1,8%, ενώ στον αντίποδα Ισπανία και Γαλλία θα παρουσιάσουν περαιτέρω ανάπτυξη.

Ανησυχούν οι αναλυτές

Ο επίτροπος Πάολο Τζεντιλόνι παραδέχθηκε ότι η γερμανική οικονομία έχει αντίκτυπο στις υπόλοιπες χώρες, όμως υποβάθμισε τον κίνδυνο στασιμοπληθωρισμού, λέγοντας ότι «είναι πολύ νωρίς για να υποστηρίξουμε κάτι τέτοιο. Η σημερινή κατάσταση θα είναι κάτι που θα διαρκέσει πολύ; Η εκτίμησή μας είναι ότι πιθανότατα θα έχουμε ανάκαμψη από το επόμενο έτος», είπε χαρακτηριστικά.

Ωστόσο, επενδυτές και αναλυτές φαίνεται να έχουν διαφορετική άποψη. «Ο στασιμοπληθωρισμός στην Ευρώπη είναι πραγματικός κίνδυνος. Η ανάπτυξη είναι απογοητευτική, παρότι έχει σημειωθεί μικρή πρόοδος στην αποκλιμάκωση του δομικού πληθωρισμού», αναφέρει ο Μαρκ Ντόουντιγκ, επικεφαλής επενδύσεων της RBC BlueBay Asset Management, o οποίος συστήνει θέση long (αγοράς) του δολαρίου έναντι του ευρώ. 

Το κλίμα απέναντι στο ευρώ έγινε αρνητικό στη διάρκεια του καλοκαιριού, καθώς το νόμισμα υποχώρησε επί οκτώ διαδοχικές εβδομάδες χάνοντας περισσότερο από 4% της αξίας του από την κορύφωση του Ιουλίου. Ο Φρανσέσκο Πεζόλε, στρατηγικός αναλυτής της ING, θεωρεί ότι η όποια ανάκαμψη του ευρώ θα είναι βραχυπρόθεσμη. Αντισταθμιστικά ταμεία έδωσαν θέση πώλησης σε 6.421 προθεσμιακά συμβόλαια την προηγούμενη εβδομάδα, ενώ τον Αύγουστο εγκατέλειψαν περίπου το 90% των θέσεων αγοράς του ευρώ.

Η αγορά πάντως παραμένει διηρημένη ως προς τις πιθανότητες μίας ακόμη επιτοκιακής αύξησης. Τα στοιχήματα για παύση -τώρα στο 60%- αυξάνονται ολοένα και περισσότερο εν μέσω ανησυχιών για οικονομική επιβράδυνση, την ώρα που ο πληθωρισμός δεν προσφέρει κανένα λόγο για εφησυχασμό. Παρότι η έκβαση της επικείμενης συνεδρίασης της ΕΚΤ είναι άκρως αβέβαιη, για πολλούς οικονομολόγους ένα πράγμα είναι σίγουρο: ότι εάν προχωρήσει σε νέα αύξηση, αυτή πιθανόν να είναι η τελευταία της ευκαιρία, γιατί τον Οκτώβριο τα οικονομικά στοιχεία θα είναι ακόμη χειρότερα. 

Στο ερώτημα τι ανησυχεί περισσότερο την ΕΚΤ, η ανάπτυξη ή ο πληθωρισμός, η απάντηση είναι ακόμη πιο δύσκολη. Ο Ίεν Στέλεϊ της JPMorgan Asset Management θεωρεί ότι η ΕΚΤ θα γίνει πιο ανήσυχη απέναντι στα στοιχεία για την ανάπτυξη και θα χρησιμοποιήσει τη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου ως μία ευκαιρία για παύση. Βεβαίως, εάν δεν κάνει αύξηση, το θέμα είναι τι μέλλει γενέσθαι. 

Οι αγορές δίδουν μία πιθανότητα 70% για μία ακόμη αύξηση έως το τέλος του έτους. «Εάν αποφασιστεί παύση, θα συνοδευθεί από μία πιο επιθετική διατύπωση, εάν πάλι κάνει αύξηση, από μία πιο ήπια φρασεολογία» αναφέρει αναλυτής της ING. To «κλειδί» για την όποια απόφαση θα είναι οι νέες προβλέψεις της ΕΚΤ. Ο κίνδυνος ωστόσο που ελλοχεύει είναι ότι στην περίπτωση παύσης τα «γεράκια» θα ζητήσουν πιο γρήγορη συρρίκνωση του ισολογισμού, κάτι που θα είναι επώδυνο για την ευρωπεριφέρεια, όπως αναφέρει ο Κάσπαρ Χενς της BlueBay Asset Management.

Μακριά από τον στόχο του 2% στην Ευρωζώνη

Σε υψηλά επίπεδα θα παραμείνει και ο πληθωρισμός, μακριά από τον στόχο 2% της ΕΚΤ: Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τον πληθωρισμό προβλέπεται να μειωθεί στην Ευρωζώνη και στην Ε.Ε. από 8,4% και 9,2%, αντίστοιχα, το 2022 σε 5,6% και 6,5% το 2023, και στη συνέχεια περαιτέρω πτώση σε 2,9% και 3,2% το 2024. Οι αναθεωρήσεις σε σύγκριση με τις εαρινές προβλέψεις είναι οριακές.

Οι νέες προβλέψεις ενισχύουν τους φόβους ότι η οικονομία της Ευρωζώνης θα παραμείνει «εγκλωβισμένη» σε μια παρατεταμένη περίοδο χαμηλής ανάπτυξης και υψηλού πληθωρισμού άνω του στόχου. Ενδεχομένως να αποτελούν και μια «πρόγευση» των νέων προβλέψεων της ΕΚΤ, που θα δημοσιοποιηθούν την Πέμπτη και θα βοηθήσουν τους αξιωματούχους να αποφασίσουν την επόμενη κίνηση.

«Η εξασθένηση της ζήτησης, ειδικά της κατανάλωσης, καταδεικνύει ότι οι συνεχιζόμενα υψηλές τιμές καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών αφήνουν βαρύ το αποτύπωμά τους», επισημαίνει η Κομισιόν. Η οικονομία της Ευρωζώνης εξακολουθεί να παραπαίει υπό το βάρος των υψηλότερων τιμών ενέργειας, της αύξησης του κόστους δανεισμού και της εξασθενημένης ζήτησης από την Κίνα.

Μετά τη στασιμότητα της ιδιωτικής κατανάλωσης που καταγράφηκε το α’ εξάμηνο του έτους, η αύξηση των μισθών και η συνεχιζόμενη συγκράτηση του πληθωρισμού αναμένεται να αυξήσουν τα πραγματικά διαθέσιμα εισοδήματα, υποστηρίζοντας με τη σειρά τους μια ήπια ανάκαμψη των καταναλωτικών δαπανών. Εν τω μεταξύ, η απότομη επιβράδυνση της παροχής τραπεζικών πιστώσεων προς την οικονομία δείχνει ότι η σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής βρίσκει τον δρόμο της ώστε να επιδράσει στην οικονομία, σημειώνει η Κομισιόν.

Η αύξηση των επενδύσεων, που ήταν ήδη υποτονική τα δύο πρώτα τρίμηνα του έτους, δεν αναμένεται να ανακτήσει μεγάλη ισχύ. Οι «χαμηλές πτήσεις» των παγκόσμιων προοπτικών και οι μειούμενες νέες παραγγελίες δεν προμηνύουν καλά νέα για τις εξαγωγές.

(από την εφημερίδα "ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ")