Τι κρίμα που η έννοια της Ολυμπιακής Εκεχειρίας δεν κατέστη δυνατόν να μεταφραστεί στα ρωσικά και γεωργιανά. Δυστυχώς, όμως, ο πρώην σοβιετικός χώρος πληρώνει μια ακόμη φορά το τίμημα των σοβιετικών μεθοδεύσεων επαναχάραξης των εσωτερικών συνόρων στη βάση πολιτικών και όχι εθνοτικών κριτηρίων. Ιδιαίτερα στην περιοχή του Καυκάσου οι επιλογές αυτές συνεχίζουν να προκαλούν σημαντικά προβλήματα.

Τι κρίμα που η έννοια της Ολυμπιακής Εκεχειρίας δεν κατέστη δυνατόν να μεταφραστεί στα ρωσικά και γεωργιανά. Δυστυχώς, όμως, ο πρώην σοβιετικός χώρος πληρώνει μια ακόμη φορά το τίμημα των σοβιετικών μεθοδεύσεων επαναχάραξης των εσωτερικών συνόρων στη βάση πολιτικών και όχι εθνοτικών κριτηρίων. Ιδιαίτερα στην περιοχή του Καυκάσου οι επιλογές αυτές συνεχίζουν να προκαλούν σημαντικά προβλήματα.

Δεν είναι ακόμη σαφές πώς ακριβώς άρχισε και κλιμακώθηκε η πρόσφατη σύγκρουση στον Καύκασο. Προφανώς ο γεωργιανός πρόεδρος Σαακασβίλι, αγαπημένο παιδί της Ουάσιγκτον, αλλά όχι πάντοτε με τις καλύτερες επιδόσεις σε θέματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, είτε υποτίμησε την πιθανή αντίδραση της Ρωσίας είτε υπερτίμησε τη στήριξη της Δύσης στην προσπάθειά του να επιτύχει την επαναφορά της γεωργιανής κυριαρχίας στις αποσχισθείσες περιοχές της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας.

Από την πλευρά της η Μόσχα προβαίνει σε μια επίδειξη ισχύος, στο πλαίσιο της προσπάθειας επανάκτησης της επιρροής της σε μια περιοχή υψηλού ενδιαφέροντος («εγγύς εξωτερικό») και σαφώς ευνοϊκού συσχετισμού δυνάμεων για αυτήν, στέλνοντας παράλληλα και ένα μήνυμα προς την Ουάσιγκτον και το ΝΑΤΟ ότι θα αντιταχθεί ενεργά σε οποιαδήποτε προσπάθεια διεύρυνσης της Συμμαχίας στη Μαύρη Θάλασσα και στον Καύκασο. Η ρωσική ενόχληση οφείλεται στην αμερικανική πολιτική επιρροή προς την πρώην Ανατολική Ευρώπη αλλά και στη γενικότερη συμπεριφορά χωρών όπως η Πολωνία και η Εσθονία απέναντί της. Και βεβαίως οι «χρωματιστές» επαναστάσεις στην Ουκρανία και στη Γεωργία και η γενικότερη αμερικανική πολιτική ενεργού ανάσχεσης και περιορισμού της ρωσικής επιρροής στις περισσότερες περιοχές της πρώην ΕΣΣΔ δεν συνέβαλαν στην ανάπτυξη ουσιαστικής συνεργατικής σχέσης ανάμεσα στις δύο χώρες.

Οι επονομαζόμενες «παγωμένες συγκρούσεις» στον Καύκασο και στη Μαύρη Θάλασσα (Υπερδνειστερία, Ναγκόρνο-Καραμπάχ, Νότια Οσετία, Αμπχαζία) αποτελούν πλέον υψηλότερη προτεραιότητα για τη διεθνή κοινότητα, η οποία θα πρέπει να αναζητήσει τρόπους αποτελεσματικότερης διαχείρισης μελλοντικών εντάσεων και επίλυσης των συγκρούσεων, πιθανότατα στη λογική της διευρυμένης αυτονομίας και όχι πλήρους ανεξαρτησίας, αφού η μεικτή πληθυσμιακή σύνθεση στις περισσότερες περιοχές δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την επίτευξη «καθαρής λύσης».

Παρά τις ιδιαιτερότητες κάθε σύγκρουσης, κοινό στοιχείο αποτελεί ο κεντρικός ρόλος της Ρωσίας. Συνεπώς, απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη προόδου αποτελεί η ρωσική συναίνεση και συνεργασία. Βεβαίως, την εποχή αυτή η μεν Μόσχα αισθάνεται αρκετά ισχυρή και δεν δείχνει ιδιαίτερη διάθεση για κάποια συνεννόηση αυτού του είδους, η δε Ουάσιγκτον δεν φαίνεται να έχει εγκαταλείψει την ιδέα της επέκτασης του ΝΑΤΟ στον Καύκασο (εκτιμώντας και τη στρατιωτική χρησιμότητα της περιοχής ως εφαλτηρίου προς την Κεντρική Ασία και την ευρύτερη Μέση Ανατολή και ως μοχλού περιορισμού της ρωσικής επιρροής), ενώ η ΕΕ αναζητεί την απαραίτητη συναίνεση μεταξύ των μελών της για τη χάραξη ενεργειακής και πολιτικής στρατηγικής απέναντι στη Ρωσία.

Εκτός των τοπικών ισορροπιών η κατάσταση στον Καύκασο θα πρέπει να εξεταστεί και στο πλαίσιο της ευρύτερης σχέσης της Ρωσίας με τη Δύση. Ουσιαστικά, οι αμερικανορωσικές τριβές και εντάσεις αποτελούν φυσικές συνέπειες μιας συνεχούς, σύνθετης και δυναμικής διαδικασίας αναδιαμόρφωσης του διεθνούς συσχετισμού ισχύος. Με αιχμή του δόρατος τους ενεργειακούς πόρους της στο πλαίσιο μιας ενεργειακά διψασμένης παγκόσμιας οικονομίας, η Ρωσία διεκδικεί μεγαλύτερη επιρροή, ρόλο και σεβασμό, σε μια περίοδο όπου οι ΗΠΑ παραμένουν μεν η σημαντικότερη δύναμη, αλλά έχουν «πληγωθεί» από τις επιλογές τους σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.

Στη μετά Μπους και την (ας την ονομάσουμε υποθετικά) μετά Πούτιν εποχή δεν είναι ιδιαίτερα πιθανόν ότι οι σχέσεις της Ρωσίας με τη Δύση θα επιδεινωθούν διότι το κόστος μιας ανοικτής αντιπαράθεσης θα ήταν δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με τα όποια οφέλη. Θα συνεχίζουν να παρατηρούνται διάφορα, μάλλον ρευστά και ευέλικτα και πιθανόν συγκυριακά σχήματα συνεργασίας ΗΠΑ και Ρωσίας αντίστοιχα με την Κίνα, την Ινδία και άλλες περιφερειακές δυνάμεις. Ωστόσο μπορεί κανείς να περιμένει συνέχιση της αμερικανορωσικής συνεργασίας (έστω και υπό επιφυλάξεις και περιορισμούς) σε ζητήματα όπως το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν (όπου ακόμη και συντηρητικοί αμερικανοί αναλυτές προτείνουν διάφορα ανταλλάγματα από πλευράς Ουάσιγκτον για να εξασφαλιστεί η ρωσική υποστήριξη) και η διεθνής (ισλαμική) τρομοκρατία, ενώ κοινή (αν και ανομολόγητη) ανησυχία για τις δύο χώρες παραμένει η ραγδαία πολιτική, οικονομική και στρατιωτική εξέλιξη της Κίνας.

Οσον αφορά την ΕΕ η Μαύρη Θάλασσα και ο Καύκασος είναι αυξανόμενης σημασίας περιοχές αφού αποτελούν την πύλη προς την Ευρώπη, τόσο για ενεργειακά προϊόντα όσο και για τη δράση του οργανωμένου εγκλήματος. Ρωσία και ΕΕ συνδέονται με σχέση ενεργειακής και οικονομικής αλληλεξάρτησης. Θα πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια διαμόρφωσης μιας κοινής ευρωπαϊκής στρατηγικής απέναντι στη Ρωσία, με στόχο την αμοιβαίως επωφελή κωδικοποίηση της σχέσης αυτής. Και στη συνέχεια η Ενωση θα πρέπει να αποφασίσει αν είναι έτοιμη να αναλάβει σημαντική διπλωματική πρωτοβουλία, σε συνεργασία με τη Ρωσία και τη στήριξη των ΗΠΑ, για τη διευθέτηση των «παγωμένων συγκρούσεων» στη Μαύρη Θάλασσα και στον Καύκασο.

Ο κ. Θ. Π. Ντόκος είναι γενικός διευθυντής στο Ελληνικό Ιδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ).

(Από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 13/08/2008)