Όταν τον Δεκέμβριο του 1944, η τριανδρία  Γιώργης Σιάντος, Γιάννης Ιωαννίδης και Γιώργος Ζεύγος του ΚΚΕ επιχείρησαν την κατάληψη της εξουσίας στην Ελλάδα, δεν ήσαν γνωστοί ούτε καλύτεροι του κ. Στέφανου Κασσελάκη, που εχθές εχρίσθη αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ. Ήσαν αγράμματοι, άξεστοι κι αδίστακτοι. Ο ένας ήταν κουρέας, ο άλλος τσαγκάρης κι ο τρίτος αγρότης

που τα ‘βαλαν με τους μπαρουτοκαπνισμένους Εγγλέζους, οι οποίοι αφίχθησαν απ’ τις μάχες με την Βέρμαχτ στο Τομπρούκ,  Ελ Αλαμέιν και  Σικελία. Πάνοπλοι.

Η έλξη της εξουσίας ήταν τόσο δυνατή, ώστε οι τρείς παρέσυραν το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ σ’ ένα χαμένο εκ προοιμίου αγώνα (είχε προσυμφωνήσει ο Στάλιν με τον Τσώρτσιλ ότι η Μεγάλη Βρετανία είχε 90% της επιρροής στην μετακατοχική Ελλάδα) και προκάλεσαν την αιματηρή εμφύλια διαμάχη που εξελίχθηκε το 1946, σε αντιπαράθεση Αμερικής και Σοβιετικής Ένωσης, κατά τον  Ψυχρό Πόλεμο, στα Ελληνικά βουνά (1946-49).

Η ιστορία τώρα επαναλαμβάνεται όχι ως τραγωδία αλλά φαρσοκωμωδία. Ένας άγνωστος νεαρός, ελθών απ’ το …πουθενά, εκδήλωσε «αιφνιδίως» την επιθυμία να ηγηθεί της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, την οποία -κακώς- ο εκλεγείς αρχηγός της, ο Αλέξης Τσίπρας εγκατέλειψε, μετά την ήττα στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, απ’ τον Κυρ. Μητσοτάκη.

Έως  εδώ ουδέν μεμπτό . Σε λαϊκή δημοκρατία ζούμε, ο καθείς κάνει ό,τι θέλει «στην κρεβατοκάμαρα του» και τον πρόεδρο του κόμματος δεν εκλέγει η Κοινοβουλευτική Ομάς, ως επιτάσσει το σύνταγμα αλλά μία λαϊκή σύναξη  «όσων είδαν φως και ανέβηκαν στα γραφεία της Κουμουνδούρου». Χωρίς κομματικές ταυτότητες, άνευ λίστας και μ’ ένα δίφραγκο έγιναν «ψηφοφόροι» και μετέσχον σε «εκλογές οπερέτας», δύο γύρων, όπου απ’ τον πρώτο, επικράτησε ο παρείσακτος νεαρός. Περιέργως.

Τον «τοιούτον» όμως υιοθέτησε αμέσως σύμπας ο πολιτικός συρφετός των «κοινωνικών δικτύων», τμήμα του δεξιού κι αριστερού Τύπου,  διάφορες χαζοχαρούμενες  τηλεπερσόνες πανελληνίου εμβελείας και μερικοί «σοβαροί» σχολιαστές και αρθρογράφοι. Ως γνωστόν, «στην Ελλάδα είσαι ότι σε… δηλώσουν», που είπε ο Γιάννης Τσαρούχης.

Χωρίς να διερωτηθούν εάν πρόκειται περί προσώπου που έχει τα προσόντα να ηγηθεί του τρίτου πυλώνα πολιτικής εξουσίας της χώρας, μετά τον πρωθυπουργό, τον πρόεδρο της βουλής και την αξιωματική αντιπολίτευση, στο καθεστώς της τρίτης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας  που ζούμε, τον προέβαλαν κι αποδέχθηκαν ασμένως.

Απέχει, δε, ο νέος αρχηγός μόλις μία βαθμίδα από την πρωθυπουργία της χώρας, εάν το νυν κυβερνών κόμμα στραβοπατήσει στην ατραπό των πελωρίων εσωτερικών και κυρίως εξωτερικών προβλημάτων και τυχόν χρειασθεί «κυβέρνηση συνεργασίας». Ουδόλως απίθανο.

Τότε όμως ένα «σαρδάμ» του νεοφώτιστου θα αρκούσε να παρασύρει των χώρα σε εξωτερικές περιπέτειες, εάν εν τω μεταξύ δεν επικρατούσε η άποψη του, να καταργηθεί ο εθνικός στρατός.

Βέβαια, αυτά είναι φληναφήματα, ανάξια συζητήσεων καφενείου αλλ’ η απορία παραμένει αναπάντητος: Πώς ένας άγνωστος μέχρις εχθές, άσχετος περί τα πολιτικά θέματα, μη μέλος της κομματικής ιεραρχίας και εισαγόμενος εκ του εξωτερικού, αποκτά την ισχύ αλώσεως του σκληρού πυρήνα ενός -έστω «ερζάτς» - επαναστατικού κόμματος που αποτελείται απ’ όψιμους «αγωνιστές» της λαϊκής κεντροαριστερής;

-Η απάντηση είναι μονολεκτική: η εξουσία!

Είναι τόση η πικρία κι απογοήτευση των «αγωνιστών» αυτών που έχασαν την εξουσία προ τεσσάρων ετών, που θα έδιναν τα πάντα για να την ανακτήσουν και παραδίδονται στον πρώτο τυχόντα, απλώς και μόνο διότι αποτελεί την τελευταία ελπίδα, έστω κι αν εισφέρει στην πολιτική κάτι το τετριμμένο: Την αντικανονικότητα.     

Το πάθος της εξουσίας προ 79 ετών προκάλεσε την τραγωδία του εμφυλίου που πρώτοι, κι όχι μόνον αυτοί, πλήρωσαν οι αριστεροί. Η μνησικακία που συνοδεύει την εκδίκηση για την απώλεια της εξουσίας από τον Κυρ. Μητσοτάκη,  φέρει την ανάμνηση του κακού τέλους της αριστεράς και προειδοποιεί για την διάλυση της κεντροαριστερής λίαν συντόμως. Ας ελπίσουμε ότι το κόστος δεν θα το φέρει η Πατρίς.