σταθμούς, το 2025 οι προοπτικές είναι να εγκατασταθούν ακόμη 2,5 -3 GW, επιπλέον των επενδύσεων της τάξης του άνω του 1,5 δισ. ευρώ σε νέα φωτοβολταϊκά έργα κατά το περασμένο έτος.
Με αυτό τον τρόπο, εξηγούν στο portal, θα γίνει δυνατό να βρεθεί χώρος για περισσότερα αιολικά και οι επενδύσεις στον τομέα να γίνουν βιώσιμες, κάτι που σήμερα δεν διαφαίνεται λόγω της στρέβλωσης που παρατηρείται.
Ωστόσο, όπως επεσήμαναν, ό,τι είναι να γίνει προς αυτή την κατεύθυνση δεν πρέπει, επουδενί, να γίνει με βίαιο τρόπο, επειδή τότε θα προκύψουν επιπλέον κίνδυνοι για την εξισορρόπηση του μείγματος.
Και όλα τούτα συμβαίνουν την ώρα που η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από αιολικούς και ηλιακούς σταθμούς έχει μειωθεί, σε όφελος της ηλεκτροπαραγωγής από υδρογονάνθρακες, σύμφωνα με στοιχεία της Ember.

(Γράφημα σύγκρισης της συμμετοχής των καυσίμων στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής, 2010-2030.Πηγή: solartrustcentre.com)
Αυτό σημαίνει ότι περαιτέρω προσθήκες φωτοβολταϊκής ισχύος θα προκαλέσουν περαιτέρω περικοπές στην παραγωγή ενέργειας και θα οδηγήσουν σε αύξηση των περιόδων κατά τις οποίες επικρατούν αρνητικές τιμές στην αγορά.
Δεν μπορεί να είναι ρεαλιστική λύση στο πρόβλημα της αύξησης της πράσινης ισχύος η μονομερής επιλογή μιας και μόνης πηγής.
Όπως μας είπε χαρακτηριστικά στέλεχος της αγοράς, πλέον, πρέπει να γίνεται ισχυρή διάκριση μεταξύ φωτοβολταϊκών και όλων των άλλων μορφών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας…
Όσον αφορά στα πλωτά αιολικά, οι ίδιοι κύκλοι διαβλέπουν υπαρκτό κίνδυνο να υπάρξουν “καταστροφικές”, όπως τις χαρακτήρισαν, καθυστερήσεις στην υλοποίηση του εθνικού σχεδίου για την ανάπτυξή τους που έχει ανακοινωθεί ήδη από το 2023 (δείτε σχετικό άρθρο στο energia.gr δείτε σχετικό άρθρο στο energia.gr).
Το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας έχει αφήσει να εννοηθεί ότι το εθνικό σχέδιο για τα πλωτά αιολικά δεν πρόκειται να ακυρωθεί και ότι τα έργα θα μπουν αναπόφευκτα στη φάση του διαγωνισμού, αν και τούτο θα πρέπει να συμβεί όταν κριθεί ότι έχει φθάσει «η κατάλληλη στιγμή.»
Η φρασεολογία θυμίζει ιδιαιτέρως τα όσα δηλώνουν κυβερνητικοί παράγοντες, προεξάρχοντος του πρωθυπουργού του ιδίου, για το θέμα της πόντισης του καλωδίου για την ηλεκτρική διασύνδεση με την Κύπρο και το Ισραήλ…
Αρχικά φημολογούταν ότι αιτία για την καθυστέρηση στην υλοποίηση του Σχεδίου ήταν ο φόβος της Τουρκίας εξαιτίας του περιορισμού των χωρικών υδάτων της χώρας στα 6 μίλια. Αυτή ήταν μια εξήγηση που διαδιδόταν, παρασκηνιακά.
Ωστόσο, οι πραγματικές αιτίες για το «πάγωμα» στην υλοποίηση της πολιτικής για τα πλωτά αιολικά, να περιλαμβάνει, ενδεχομένως, και άλλους παράγοντες, όπως η αναμονή για την εκδήλωση πιο «ζεστού» επενδυτικού ενδιαφέροντος που θα μπορούσε, μέσα από τη μαζική ανάπτυξη τέτοιων έργων, να μειώσει δραστικά το κόστος, κάτι που δεν συμβαίνει σήμερα.
Από την άλλη πλευρά υπάρχει ο κίνδυνος αυτή η καθυστέρηση, όπως έγινε και με τις έρευνες για υδρογονάνθρακες τα προηγούμενα χρόνια, να έχει αρνητική επίπτωση. «Όταν έχεις μαζέψει τους επενδυτές και τους έχεις στο περίμενε, μπορεί να καούν στο ζέσταμα», είπε χαρακτηριστικά κορυφαίος παράγοντας της αγοράς στο portal.
Η σημειολογία πίσω από την ανάγκη ανάπτυξης και πλωτών αιολικών έργων που θα εμπλούτιζαν το μείγμα ηλεκτροπαραγωγής και θα έριχνε, σταδιακά, τα κόστη, κρύβεται στην παρατηρούμενη, τα τελευταία χρόνια, αισθητή αύξηση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι ενδεικτικό της στροφής στον εξηλεκτρισμό της οικονομίας ότι αυτή η ζήτηση αυξήθηκε ταχύτερα από τον ιστορικό μέσο όρο που καταγράφηκε το 2024.
Παρά ταύτα, ενώ οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας διεισδύουν ολοένα και με πιο ταχείς ρυθμούς στο παγκόσμιο ηλεκτρικό σύστημα και αποτελούν, σήμερα, περί το 1/3 της συνολικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, εν τούτοις, το παγκόσμιο ενεργειακό μείγμα εξακολουθεί να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις παραδοσιακές πηγές, δηλαδή, τα ορυκτά καύσιμα.
Έτσι, ο άνθρακας παραμένει ακόμα η βασική πηγή για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας σε παγκόσμια κλίμακα, ενώ το περασμένο έτος τα ορυκτά καύσιμα αντιστοιχούσαν σχεδόν στο 60% της παγκόσμιας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, με τον άνθρακα να συνεισφέρει ένα εντυπωσιακό 35%, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας.