Οι συντάκες της μελέτης διατείνονται πως αυτές οι μειώσεις τιμών ανοίγουν ένα νέο παράθυρο ευκαιριών για μια πιο οικονομική μετάβαση στην πράσινη ενέργεια απ’ ό,τι πιστευόταν έως τώρα. Μάλιστα, σύμφωνα με επικαιροποιημένους υπολογισμούς η παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας το 2050 θα μπορούσε να καλυφθεί πλήρως και πιο οικονομικά από την ηλιακή ενέργεια και τις άλλες μορφές Ανανεώσιμων Πηγών. Όπως υποστηρίζει ένας εκ των συντακτών της μελέτης, αυτό μπορεί να ακούγεται υπερβολικά αισιόδοξο, δεν παύει όμως να δείχνει ότι τίποτε δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο σε αυτή την πορεία της ανθρωπότητας προς το μέλλον.
Χάρη στην εξέλιξη της τεχνολογίας, την υιοθέτηση ολοένα περισσότερων καινοτομιών και την αύξηση της παραγωγής ΑΠΕ που παράγουν σημαντικές οικονομίες κλίμακο, το κόστος των ηλιακών συλλεκτών μειώνεται σταδιακά τα τελευταία χρόνια για οικιακούς και επιχειρηματικούς καταναλωτές.
Μαζί με την ραγδαία ανάπτυξη της ηλιακής ενέργειας, και τα συστήματα αποθήκευσης ενέργειας, και κυρίως εκείνα που χρησιμοποιούν μπαταρίες ιόντων λιθίου, γίνονται πιο φθηνά. Για παράδειγμα, η διείσδυση της ηλεκτροκίνησης και η αύξηση της παραγωγικής ικανότητας αυτών των συστημάτων αποφέρουν σημαντικές οικονομίες κόστους. Πιο συγκεκριμένα, οι μπαταρίες, διατίθενται ήδη από αυτό το έτος, σε χαμηλότερο κόστος ανά κιλοβατώρα από εκείνο που προβλεπόταν ότι θα είχαν το 2030 και πλέον οι εκτιμήσεις των ειδικών το 2030, οι τιμές των συστημάτων αποθήκευσης μπαταριών για συστήματα ηλιακής ενέργειας, θα έχει μειωθεί στο 28% της τιμής που ισχύει σήμερα.
Παράλληλα, το ηλεκτρικό δίκτυο ενσωματώνει ολοένα και περισσότερο τεχνολογίες αποθήκευσης ενέργειας, χάρη στις οποίες μπορεί να οφελείται σε τομείς όπως, μεταξύ άλλων, περισσότερη εφεδρική ισχύ και εξισορρόπηση φορτίου, που σημαίνει ότι η αποθήκευση γίνεται φθηνότερη.
Η αισιοδοξία ξεχειλίζει και οι ειδικοί του τομέα προβλέπουν περαιτέρω υποχώρηση των τιμών της ηλιακής ενέργειας και της αποθήκευσης ενέργειας τα αμέσως επόμενα χρόνια. Οι τεχνολογικές εξελίξεις, ο υψηλός ανταγωνισμός και η έμφαση στις ΑΠΕ, αποτελούν τα κύρια όπλα των κυβερνήσεων στη μάχη για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.
Στην Ελλάδα, προβλέπεται σημαντική διείσδυση των συστημάτων αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας κατά την επόμενη δεκαετία. Σύμφωνα με το ΕΣΕΚ, μετά το 2025 εντάσσονται νέα συστήματα αποθήκευσης εγκατεστημένης ισχύος 0.7 GW, με το κόστος τους, σύμφωνα με μελέτη που συνέταξε η ομάδα εργασίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας να εκτιμάται σε περίπου 0,5 εκ ευρώ. Σύμφωνα, επίσης, με την Έκθεση του ΙΕΝΕ για τον Ελληνικό Ενεργειακό Τομέα, που παρουσιάστηκε προ ημερών σε ειδική εκδήλωση, το ενεργειακό μοντέλο PRIMES, που εντάσσει και τη δυνατότητα εκμετάλλευσης μικρών αποκεντρωμένων συστημάτων αποθήκευσης, με μπαταρίες, είτε αυτόνομα είτε σωρευτικά, η ισχύς αποθήκευσης και ενέργειας που αξιοποιείται από μονάδες αποθήκευσης μπορεί να φτάσει στα 2,7 GW και 2,3 TWh αντίστοιχα έως το 2030.
Πρέπει να σημιωθεί ότι κυρίαρχη τεχνολογία αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν τον Νοέμβριο του 2020, είναι η αντλησιοταμίευση, με εγκατεστημένη ισχύ περίπου 183 GW, σε παγκόσμια κλίμακα.
Το ελληνικό ηλεκτρικό σύστημα διαθέτει σήμερα, τους αντλησιοταμιευτικούς υδροηλεκτρικούς σταθμούς ανοικτού κύκλου, Θησαυρού και Σφηκιάς, συνολικής ισχύος παραγωγής 699 MW, που λειτουργούν από το τέλος της δεκαετίας του 1990. Όσον αφορά στα Μη Διασυνδεδεμένα Νησιά, η μείωση της ενεργειακής εξάρτησης από το πετρέλαιο συνδέεται απολύτως με την αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ και την αποθήκευση ενέργειας. Στα ΜΔΝ, η εισαγωγή τεχνολογιών αποθήκευσης ενέργειας είναι δυνατή μέσω του πλαισίου των υβριδικών σταθμών, δηλαδή συνδυασμών μονάδων ΑΠΕ και αποθήκευσης που λειτουργούν ως ενιαίες κατανεμόμενες οντότητες. Παρά το σημαντικό επενδυτικό ενδιαφέρον και τις περίπου 160 άδειες παραγωγής εγγυημένης ισχύος άνω των 500 MW και ισχύος ΑΠΕ μεγαλύτερης των 1100 MW, μόνο σε 2 μικρά έργα έχουν υλοποιηθεί μέχρι σήμερα.
Όσον αφορά στα φωτοβολταϊκά έργα στη χώρα μας, το 2020 υπήρξε καθοριστική χρονιά καθώς η πανδημία επηρέασε όλο το φάσμα της αγοράς. Εν τούτοις, το αμέσως επόμενο έτος, 2021, η ελληνική αγορά φωτοβολταϊκών εγκατέστησε περισσότερα MW από κάθε άλλη τεχνολογία, χάρη στο τεράστιο επενδυτικό ενδιαφέρον που συνεχίζει να παρατηρείται. Σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Εταιρειών Φωτοβολταϊκών (ΣΕΦ) εγκαταστάθηκαν συνολικά 780 συστήματα συνολικής ισχύος, 453,8 MWp, όμως δεν διασυνδέθηκαν εντός του 2020, αλλά κατέθεσαν δήλωση ετοιμότητας για να συνδεθούν κατά το 2021.
Το 2021, τα φωτοβολταϊκά έργα στην χώρα μας παρήγαγαν 5,26 TWh, τουτέστιν, ποσοστό 8,8% της ακαθάριστης κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, και απ’ετρεψαν, κατ΄αυτό τον τρόπο την έκλυση 3,2 εκατομμυρίων τόνων CO2 από την υποκατάσταση της καύσης ορυκτών καυσίμων. Όπως έχει γίνει φανερό, η εκμετάλλευση της εγχώριας ηλιακής ενέργειας μπορεί να αποτελέσει μια βιώσιμη επιλογή ηλεκτροπαραγωγής, ιδιαίτερα σε περιοχές ιδιαίτερα υψηλού ηλιακού δυναμικού, όπως π.χ. η Κρήτη, η Πελοπόννησο και νησιά του Αιγαίου.
Όσον αφορά στο κομβικό ζήτημα της χρηματοδότησης της ανάπτυξης του τομέα, την χρονική περίοδο 2014-2018 οι επενδύσεις ήταν σημαντικά μειωμένες, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, αλλά από το 2019 παρατηρείται διαρκής ανάκαμψη, με το 2022 να σημειώνεται άλμα 72% στις επενδύσεις σε φωτοβολταϊκά, έναντι του αμέσως προηγούμενου έτους.