«Ευτυχώς, Έξω Πάμε Καλά»

Το «έξω πάμε καλά» υπήρξε το πιο εύστοχο απόφθεγμα του αείμνηστου Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ευτυχώς εξακολουθεί να περιγράφει τους στόχους και τους χειρισμούς της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία βασίζεται στη στρατηγική συναίνεση δύο μεγάλων κομμάτων που εναλλάσσονται στην εξουσία από το 1974 μέχρι σήμερα.
Tου Θεόδωρου Κουλουμπή
Δευ, 18 Αυγούστου 2008 - 15:07

Το «έξω πάμε καλά» υπήρξε το πιο εύστοχο απόφθεγμα του αείμνηστου Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ευτυχώς εξακολουθεί να περιγράφει τους στόχους και τους χειρισμούς της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία βασίζεται στη στρατηγική συναίνεση δύο μεγάλων κομμάτων που εναλλάσσονται στην εξουσία από το 1974 μέχρι σήμερα.

Ασχέτως της μιζέριας και της αυθυποβολής που έχει τοποθετήσει την κοινωνία μας στην κορυφή της αυτοαμφισβήτησης και απαισιοδοξίας στην Ευρώπη, και εξαιρώντας τις παρεμβάσεις άκρατου εθνικισμού και ρομαντικής προγονολατρίας μιας υπολογίσιμης, αλλά συρρικνούμενης ελίτ, η μεγάλη μάζα των συμπατριωτών μας είναι ικανοποιημένη από το εξωτερικό μας προφίλ: μια Ελλάδα στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που διατηρεί την ισορροπία δυνάμεων με την Τουρκία για την αποτροπή τουρκικών αναθεωρητικών επιδιώξεων, και που υποστηρίζει τα αιτήματα όλων των γειτόνων μας (των Σκοπίων και της Αγκυρας συμπεριλαμβανομένων) για την ένταξή τους στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Εξυπακούεται, βεβαίως, ότι η καλή γειτονία και η ειρηνική επίλυση των διαφορών με όλους το γείτονες-υποψηφίους αποτελούν ανελαστικές προϋποθέσεις για τη συνέχιση της ελληνικής υποστήριξής στην ενταξιακή τους πορεία.

Καθώς παρακολουθούμε στις τηλεοράσεις μας τις τραγικές συγκρούσεις στη Νότια Οσετία, στο Ισραήλ και τους γείτονές του, στο τρίγωνο Ιράκ, Αφγανιστάν και Πακιστάν, στην υποσαχάριο Αφρική, και σε τμήματα της κεντρικής και νότιας Αμερικής, πρέπει να μακαρίζουμε τις ελληνικές ηγεσίες (και των δύο μεγάλων κομμάτων) που συνειδητά επέλεξαν τον δρόμο της Ευρώπης, της εδραίωσης των δημοκρατικών μας θεσμών, της οικονομικής ανάπτυξης, και της λειτουργικής παράκαμψης παλαιομοδίτικων αλυτρωτισμών και γεωπολιτικών συγκρούσεων. Δυστυχώς μέσα στη χώρα μας οι επιδόσεις των ίδιων ηγεσιών κινήθηκαν κάπου ανάμεσα στην ανεπάρκεια, τη μετριότητα και την αναβλητικότητα. Οι τόσο απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στην παιδεία, τη δημόσια διοίκηση, την υγεία, τη Δικαιοσύνη, την αποκέντρωση και την πάταξη της διαφθοράς έχουν πέσει θύματα κομματικών σκοπιμοτήτων για την αποφυγή του πολιτικού κόστους και για το κυνήγι της δημοφιλίας και της επανεκλογής.

Ποιες προβλέψεις μπορούμε να κάνουμε για το μεσοπρόθεσμο μέλλον; Η ποιοτική αναβάθμιση στο εσωτερικό της Ελλάδας θα προχωρήσει μόνο αν μετά τις επόμενες εκλογές δημιουργηθεί μια συμμαχική κυβέρνηση δύο μεγάλων κομμάτων (μαζί με κάποιο ή κάποια μικρότερα κόμματα της ευρύτερης αντιπολίτευσης) που θα τολμήσει να κάνει τις μεγάλες μεταρρυθμιστικές τομές. Ελπίζω αυτή η επιλογή να βρει όλο και περισσότερη ανταπόκριση από τους σκεπτόμενους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους όλων των παρατάξεων. Πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε ότι η λύση για την ποιότητα της εδραιωμένης δημοκρατίας βρίσκεται στη νοοτροπία της μεταρρύθμισης και όχι στην ουτοπία της ριζοσπαστικής (και επομένως βίαιης) επανάστασης. Θεωρώντας την επανάσταση ανεδαφική, αναχρονιστική και επικίνδυνη, πρέπει να επιλέξουμε τη μεταρρύθμιση. Αλλιώς θα συνεχίσουμε να επιπλέουμε αδρανείς, χωρίς τον αέρα της προόδου και της ανανέωσης στα πανιά μας.

Στην εξωτερική μας πολιτική σίγουρα θα διατηρήσουμε τη στρατηγική και τις τακτικές της μεταδικτατορικής περιόδου. Βασική μας προτεραιότητα θα παραμείνει η συμμετοχή μας στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης με στόχο τη χάραξη μιας κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής με ιδιαίτερη έμφαση στην ασφάλεια και την άμυνα. Παράλληλη προτεραιότητα, τεράστιας σημασίας, είναι η εξεύρεση λύσης, μερική διευθέτηση ή απλά εκτόνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων που επιχειρείται τα τελευταία δέκα χρόνια. Παρεμπιπτόντως, η αποφυγή μετωπικής σύγκρουσης του βαθέος κράτους της γείτονος με την κυβέρνηση Ερντογάν θα συμβάλει στον στόχο της αποφόρτισης του πολιτικού κλίματος των ελληνοτουρκικών σχέσεων στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Και αν, όπως φαίνεται, οι ηγεσίες των δύο κοινοτήτων της Κύπρου προχωρήσουν στην εξεύρεση μιας γνήσιας, «κυπριακής», λύσης χωρίς επιδιαιτητές και άλλους εξωγενείς παρεμβαίνοντες, μπορούμε να προτείνουμε ότι η ώρα του αμοιβαίου ιστορικού συμβιβασμού στις ελληνοτουρκικές σχέσεις έχει φθάσει. Στο μεταξύ, παρά τη δύσκολη παγκόσμια οικονομική συγκυρία, η ελληνοτουρκική συνεργασία στο εμπόριο, τις επενδύσεις και στην ενέργεια θα πρέπει να αυξηθεί ακόμη περισσότερο, με ταυτόχρονη θεσμοποίηση μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης (θερμές τηλεφωνικές γραμμές, μορατόριαμ στρατιωτικών γυμνασίων, δραστικά μειωμένες παραβάσεις/παραβιάσεις στον εναέριο χώρο του Αιγαίου, και συμφωνίες αμοιβαίας μείωσης επιθετικών –ιδίως– εξοπλισμών).

Τρίτη προτεραιότητα της εξωτερικής μας πολιτικής ήταν και είναι ο εξευρωπαϊσμός των Βαλκανίων για την παγίωση μιας μακροχρόνιας ειρήνης. Η Σλοβενία, η Βουλγαρία και η Ρουμανία είναι ήδη κράτη-μέλη της Ε.Ε. με την Κροατία και την Τουρκία στη λίστα αναμονής, ως υποψήφιες χώρες. Παραμένει η μαύρη τρύπα των υπολοίπων δυτικών Βαλκανίων. Η Αλβανία μάλλον θα ξεφύγει από τον πειρασμό του αλυτρωτικού εθνικισμού. Η Σερβία μετά την παράδοση και του Κάρατζιτς στο Ειδικό Δικαστήριο της Χάγης ανοίγει διάπλατα τον δρόμο της ευρωπαϊκής της επιλογής. Το Μαυροβούνιο θα βρει την τύχη του στον τουρισμό, την ανάπτυξη και τη δική του ευρωπαϊκή επιλογή.

Μένουν το Κόσοβο και η Βοσνία - Ερζεγοβινη, περιοχές αβεβαιότητας και ταλαιπωρίας στο μεσοπρόθεσμο μελλον. Και, φυσικά, η γειτονική μας ΠΓΔΜ αποτελεί μια απο τις πιο ενοχλητικές μας εκκρεμότητες. Ολες οι παραπάνω οντότητες μπορούν και πρέπει να στηρίξουν το μέλλον τους στις Βρυξέλλες (την έδρα της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ). Δυστυχώς, η νεανική ηγεσία της μικρής γειτονικής μας χώρας έχει υιοθετήσει, προφανώς για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης, αναχρονιστικά συνθήματα αλυτρωτικού τύπου που οδήγησαν άλλους Βαλκάνιους ηγέτες (Μιλόσεβιτς, Τούτζμαν, Ιζετμπέκοβιτς) στο περιθώριο της ιστορίας των χωρών τους. Η θέση της Αθήνας για την εξεύρεση μιας αμοιβαία αποδεκτής σύνθετης ονομασίας για την ΠΓΔΜ, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, είναι συνετή και λειτουργική. Δυστυχώς, οι γείτονές μας, με την ενθάρρυνση της απερχόμενης αμερικανικής κυβέρνησης, επιμένουν παράλογα στη μονοπώληση του όρου «Μακεδονία».

Τέλος, σημαντικότατη προτεραιότητα για τη χώρα μας είναι η διατήρηση καλών σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες στις διμερείς μας σχέσεις, καθώς και στο πλαίσιο των ευρω-ατλαντικών θεσμών στους οποίους ανήκουμε μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν πρέπει να αφήσουμε τις μνήμες που δημιούργησαν τον αντιαμερικανισμό στην Ελλάδα (ιδίως τις εμπειρίες της περιόδου 1967-74) να επηρεάσουν τη μελλοντική μας διμερή σχέση, ιδίως μετά την αλλαγή σκυτάλης στην προεδρία της υπερατλαντικής υπερδύναμης. Ταυτοχρόνως, όμως. πρέπει να διατηρήσουμε τις καλύτερες δυνατές σχέσεις με άλλες μεγάλες πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις, π.χ. Ρωσία, Ιαπωνία, Καναδάς, Κίνα, Ινδία, Αυστραλία, Νότια Αφρική, Αργεντινή και Βραζιλία, μεταξύ άλλων. Ετσι θα μπορέσουν και οι αναλυτές της επόμενης γενιάς να αναφωνήσουν σε είκοσι χρόνια... «έξω πάμε ακόμη καλά... και γιατί όχι και μέσα»;

Ο κ. Θεόδωρος Κουλουμπής είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και αντιπρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ.

(Από την εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 17/08/2008)