Η αιματηρή σύγκρουση για τον έλεγχο της Νότιας Οσετίας θα αποφέρει κάτι καλό αν μας διδάξει δύο πράγματα. Το πρώτο είναι το ότι η Γεωργία δεν πρόκειται ποτέ να ανακτήσει την Νότια Οσετία και την Αμπχαζία. Το δεύτερο αφορά στη Δύση: δεν μπορεί να δίνει υποσχέσεις που είτε δεν μπορεί είτε δεν επιθυμεί να εκπληρώσει όταν δυσκολεύουν τα πράγματα.

Η αιματηρή σύγκρουση για τον έλεγχο της Νότιας Οσετίας θα αποφέρει κάτι καλό αν μας διδάξει δύο πράγματα. Το πρώτο είναι το ότι η Γεωργία δεν πρόκειται ποτέ να ανακτήσει την Νότια Οσετία και την Αμπχαζία. Το δεύτερο αφορά στη Δύση: δεν μπορεί να δίνει υποσχέσεις που είτε δεν μπορεί είτε δεν επιθυμεί να εκπληρώσει όταν δυσκολεύουν τα πράγματα.

Η Γεωργία δεν πρόκειται να ανακτήσει τις αποσχισθείσες επαρχίες της εκτός και αν η Ρωσία πάψει να υφίσταται ως κρατική οντότητα, γεγονός εντελώς απίθανο να συμβεί. Οι πληθυσμοί και οι ηγεσίες αυτών των περιοχών έχουν επανειλημμένως διακηρύξει την επιθυμία τους να αποσχιστούν από την Γεωργία. Και ο Βλαντιμίρ Πούτιν, ο πρωθυπουργός της Ρωσίας, κατέστησε επανειλημμένως σαφές πως η Ρωσία θα πολεμήσει για να υπερασπιστεί αυτές τις περιοχές αν οι ένοπλες δυνάμεις της Γεωργίας επιτεθούν εναντίον τους. 

Οι Γεωργιανοί, όπως και οι Σέρβοι στην περίπτωση του Κοσσυφοπεδίου, θα πρέπει να αντιληφθούν την πραγματικότητα και να αναγνωρίσουν επισήμως την ανεξαρτησία αυτών των εδαφών εξασφαλίζοντας ως αντάλλαγμα περιορισμένη διχοτόμηση και μια συμφωνία για την ένταξη ορισμένων περιοχών με αμιγώς γεωργιανό πληθυσμό στην Γεωργία. Αυτό θα ανοίξει το δρόμο είτε για μια διεθνώς αναγνωρισμένη ανεξαρτησία από την Γεωργία, ή, το πιο πιθανό στην περίπτωση της Νότιας Οσετίας, την απορρόφησή της με την Βόρεια Οσετία στην Ρωσική Ομοσπονδία. Για τους Γεωργιανούς, η επίλυση των εδαφικών διεκδικήσεών τους είναι πολύ πιθανό να τους ανοίξει την πόρτα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αν και λόγω των ευθυνών της κυβέρνησης της Τιφλίδας που οδήγησαν στην πρόσφατη σύγκρουση, κάτι ανάλογο θα πρέπει να μετατεθεί για το απώτατο μέλλον.   

Οι κυβερνήσεις των χωρών της Δύσης θα πρέπει να εντείνουν τις πιέσεις τους στην Γεωργία προκειμένου να αποδεχτεί μια τέτοια λύση. Οι εν λόγω κυβερνήσεις έχουν υποχρέωση να το πράξουν επειδή οι ίδιες, προεξαρχούσης της ηγεσίας των ΗΠΑ, φέρουν σημαντικό μερίδιο ευθύνης για την επίθεση που εξαπέλυσαν οι ένοπλες δυνάμεις της Γεωργίας εναντίον της Νότιας Οσετίας και τους αξίζει κάθε μομφή για τα όσα υπόκεινται τώρα. Είναι αληθές πως οι κυβερνήσεις των χωρών της Δύσης, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, καλούσαν, ανέκαθεν, την Τιφλίδα να επιδείξει αυτοσυγκράτηση. Ο Λευκός Οίκος κάλεσε σε όλους τους τόνους, τον Μιχαήλ Σαακασβίλι, τον πρόεδρο της Γεωργίας, να μην διανοηθεί να ξεκινήσει τον πόλεμο.

Από την άλλη, ωστόσο, η κυβέρνηση Μπους με την πλήρη υποστήριξη του Κογκρέσου, εξόπλισε, εκπαίδευσε και χρηματοδότησε με πακτωλούς δολαρίων τις ένοπλες δυνάμεις της Γεωργίας. Αυτό το έπραξε αν και οι κίνδυνοι που περικλείει ένας πόλεμος ήταν εμφανείς για τον γεωργιανό στρατό και παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση της Τιφλίδας είχε ενημερώσει το λαό πως αυτές οι δυνάμεις είχαν σκοπό να ανακαταλάβουν την Νότια Οσετία και την Αμπχαζία.    
Η κυβέρνηση Μπους, με την πλήρη στήριξη του Κογκρέσου, του υποψηφίου των   Ρεπουμπλικάνων για την προεδρία, Τζον Μακέην, και των αμερικανικών ΜΜΕ, υιοθέτησε μια εξαιρετικά άκριτη στάση έναντι του αντιδημοκρατικού και σοβινιστικού καθεστώτος Σαακασβίλι, που θύμιζε έντονα τις ημέρες του τρελού εθνικισμού που βίωσε η Γεωργία υπό την προεδρία του Ζβιάντ Γκαμσακούρντια, στις αρχές της δεκαετίας του ΄90...

Αντί για αυτό, σύμφωνα με τα όσα διατείνονται Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, η κυβέρνηση Μπους άσκησε έντονες πιέσεις στους αμερικανούς και στους διεθνείς παρατηρητές στην περιοχή να μην καταδικάσουν τις κατάφωρες παραβιάσεις των υποστηρικτών του κ. Σαακασβίλι στη διάρκεια των τελευταίων εκλογών που διεξήχθησαν στην Γεωργία.  Οι ανησυχίες των Οσετών και των Αμπχάζιων αγνοήθηκαν και οι αιτίες που οδήγησαν στην παραποιήθηκαν αναλόγως από το πώς εξυπηρετούσε την προπαγάνδα των Γεωργιανών.

Τελευταίο και πιο σημαντικό, οι ΗΠΑ πίεσαν έντονα το ΝΑΤΟ να δεχτεί την Γεωργία στους κόλπους του στρην τελευταία σύνοδο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας και θα το είχαν καταφέρει αν δεν είχε εκδηλωθεί η σφοδρή αντίθεση από την πλευρά της Γαλλίας και της Γερμανίας. Με βάσει όλα τα παραπάνω ήταν εντελώς παράλογο για τον κ. Σαασβίλι να μην υποθέσει πως αν ξεκινούσε έναν πόλεμο με την Ρωσία και ηττάτο, οι ΗΠΑ θα έσπευσαν να του προσφέρουν βοήθεια. 

Εν τούτοις, η Ουάσιγκτον δεν είχε ποτέ σκοπό να υπερασπιστεί την Γεωργία. Εκτός από το ότι δεν επιθυμούσε να συγκρουστεί ανοικτά με τους Ρώσους για μια περιοχή που ήταν σχεδόν άγνωστη για τους Αμερικανούς έως και πριν από λίγες ημέρες, οι ΗΠΑ δεν διέθεταν δυνάμεις να αποστείλουν στο μέτωπο του Καύκασου λόγω της εμπλοκής τους στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν.

Η πρόσφατη αυτή σύρραξη είναι ταπεινωτική για τις ΗΠΑ, αλλά μπορεί και να μας έσωσε από μια πιο καταστροφική μελλοντική εξέλιξη: κυρίως, η πρόταση για την ένταξη στο ΝΑΤΟ της Γεωργίας και της Ουκρανίας θα πυροδοτούσε συγκρούσεις με την Ρωσία στις οποίες η Δύση θα ήταν υποχρεωμένη επισήμως να παράσχει βοήθεια – αποτυγχάνοντας για άλλη μια φορά. 

Αυτό δεν πρέπει να επιτραπεί να συμβεί σε καμία περίπτωση αφού μια  εξάπλωση του ΝΑΤΟ θα καθιστούσε πολύ πιο πιθανό το ξέσπασμα μιας στρατιωτικής σύρραξης.

Αντιθέτως, η Δύση πρέπει να δείξει στην Μόσχα την πραγματική βούλησή της και ικανότητά της να υπερασπιστεί τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που έχουν ήδη ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, ιδίως τις χώρες της Βαλτικής. Πρέπει να το πούμε και να το εννοούμε. Δεν πρέπει να επεκτείνουμε αυτές τις εγγυήσεις, κάτω από καμία περίσταση, σε χώρες που δεν έχουμε πρόθεση να υπερασπιστούμε. Κάτι τέτοιο θα ήταν ανεύθυνο ανήθικο και πάνω από όλα άξιο περιφρόνησης.

(Ο Anatol Lieven είναι καθηγητής πολεμικών σπουδών στον King’s College του Λονδίνου και μέλος της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης New America Foundation. Κάλυψε τα γεγονότα του εμφύλιου πολέμου στην Γεωργία στη δεκαετία του ΄90 ως ανταποκριτής των Times του Λονδίνου.  Το άρθρο δημοσιεύτηκε στους Financial Times στις 13/08/2008)