Το πιο συχνά χρησιμοποιούμενο κριτήριο για την επιτυχία της οικονομικής πολιτικής σε μια χώρα είναι το ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ. Είναι ένας δείκτης που χρησιμοποιείται διεθνώς, όχι μόνο στην Ελλάδα. Η Ελλάδα επέτυχε το 2022 αύξηση του ΑΕΠ κατά 5,9%, το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ενωση μετά την Ιρλανδία, που επέτυχε 13,1%. Στην άλλη άκρη βρέθηκε η Εσθονία με μείωση του ΑΕΠ κατά 4,4%

Οπως ήταν επόμενο το υψηλό ελληνικό ποσοστό διαφημίστηκε ως μεγάλη επιτυχία. Ομως πρέπει να γνωρίζουμε ότι από μόνη της η αύξηση του ΑΕΠ δεν σημαίνει απολύτως τίποτα για την ευμάρεια μιας χώρας. Είναι μάλιστα δυνατόν να συνυπάρχει μια μεγάλη αύξηση του ΑΕΠ με στασιμότητα, ή και μείωση, των εισοδημάτων του πληθυσμού. Πώς πέτυχε η Ιρλανδία αύξηση 13,1% πέρυσι; Η απάντηση είναι ότι πολλές διεθνείς εταιρείες διατηρούν την έδρα τους στην Ιρλανδία λόγω ευνοϊκού φορολογικού καθεστώτος και πέρυσι απεφάσισαν να πραγματοποιήσουν κέρδη στην έδρα τους, κάτι που συμπαρέσυρε το ΑΕΠ της Ιρλανδίας. Αυτό ασφαλώς δεν έκανε την Ιρλανδία πιο πλούσια χώρα, παραμένει (συγκριτικά) όσο φτωχή ήταν πάντα.


Τι πρέπει να συνυπολογίζουμε όταν θέλουμε να σχηματίσουμε άποψη για τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης σε μια χώρα? Πρέπει να βλέπουμε τη σύσταση του ΑΕΠ και τη μεταβολή στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, μ’ άλλα λόγια κατά πόσον η όποια αύξηση του εισοδήματος μένει στη χώρα ή φεύγει από τη χώρα μέσω αύξησης των εισαγωγών.

  • Το ΑΕΠ αποτελείται από το άθροισμα της κατανάλωσης, των επενδύσεων σε πάγια στοιχεία, των δημοσίων δαπανών και των καθαρών εξαγωγών (δηλ. εξαγωγές μείον εισαγωγές). Οι επενδύσεις έχουν μεγάλη σημασία για την εθνική οικονομία διότι συντηρούν και αυξάνουν τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους της χώρας. Αυτοί θα δημιουργήσουν ευμάρεια στο μέλλον, δηλαδή απασχόληση και υψηλότερα εισοδήματα, σε αντίθεση με την κατανάλωση που έχει μια στιγμιαία επίδραση (είναι σαν τη ζάχαρη στον ανθρώπινο οργανισμό). Στην Ελλάδα, όμως, η συμμετοχή των επενδύσεων στο ΑΕΠ είναι μόλις 14% σε σύγκριση με άνω του 20% στην Ευρωζώνη. Αυτό είναι κακός οιωνός για το μέλλον.

  • Επίσης αρνητικό είναι ότι στην Ελλάδα οι εισαγωγές μας αυξάνονται πολύ ταχύτερα από τις εξαγωγές μας. Από το 2019 και μετά, η επιδείνωση του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών είναι ραγδαία. Αυτό σημαίνει, με απλά λόγια, ότι από την βελτίωση των εισοδημάτων των νοικοκυριών δεν επωφελούνται οι ελληνικές επιχειρήσεις.


Αλλά και στην περίπτωση που η όποια αύξηση του ΑΕΠ είναι υγιής και προσθέτει στην ευμάρεια μιας χώρας, πρέπει να δούμε πώς η ευμάρεια αυτή διαχέεται μέσα στον πληθυσμό. Είναι πολύ σημαντικό η βελτίωση των εισοδημάτων να είναι κατά το δυνατόν ομοιόμορφη σε όλο το εύρος των εισοδηματικών κλιμακίων του πληθυσμού. Αυτό ενισχύει την κοινωνική συνοχή και, έμμεσα, ανατροφοδοτεί την αύξηση του ΑΕΠ (
loop effect). Η ομοιόμορφη διάχυση της ωφέλειας επιτυγχάνεται και μέσω της φορολογίας και με άλλους τρόπους που δεν είναι του παρόντος.


Αν δούμε, όσο είναι δυνατόν, την παγκόσμια οικονομία κατά την περίοδο 1980-2018 αυτό που βλέπουμε είναι ότι η αύξηση του διεθνούς ΑΕΠ δεν έχει κατανεμηθεί ομοιόμορφα. Τα εισοδηματικά στρώματα που έχουν επωφεληθεί ιδιαίτερα είναι το χαμηλότερο 50% των εισοδημάτων διεθνώς και το υψηλότερο 10%, με έμφαση στο υψηλότερο 1%. Αντιθέτως, τα εισοδήματα που βρίσκονται άνω του 50% αλλά κάτω του 90% της εισοδηματικής κλίμακας, δηλαδή αυτό που αποκαλούμε στην καθομιλουμένη «μεσαία τάξη», έχει πολύ μειωμένη συμμετοχή στην αύξηση του ΑΕΠ. Αυτό αποτυπώνεται σχηματικά στο παρακάτω διάγραμμα, το οποίο λόγω της μορφής του έχει αποκληθεί η καμπύλη του ελέφαντα (
Elephant Curve).

Πηγή: Thomas Piketty, Capital & Ideology, Harvard University Press, 2020, σελ. 23-25

 

Ας σημειωθεί πώς η σημαντική αύξηση των χαμηλών εισοδημάτων στο διάγραμμα οφείλεται στην πολύ μεγάλη ανάπτυξη που εμφάνισαν κατά την περίοδο 1980 – 2018 οι αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η Κίνα και η Ινδία, τα εισοδήματα του πληθυσμού των οποίων ανήκαν στα διεθνώς χαμηλά εισοδήματα. Εάν εξαιρούσαμε από το διάγραμμα τις αναπτυσσόμενες χώρες, η «καμπούρα» των υψηλών αυξήσεων στα χαμηλά εισοδήματα θα έλειπε.


Η μεσαία τάξη των ανεπτυγμένων χωρών, όπως φαίνεται καθαρά, είναι ο μεγάλος «χαμένος» από την (μειωμένη) ανάπτυξη των τελευταίων 40 ετών. Τα καθεστώτα στις ΗΠΑ και στην Δυτική Ευρώπη αντιλαμβάνονται βέβαια την κατάσταση αυτή αλλά πιστεύουν ότι μπορούν να εκτονώσουν την ογκούμενη δυσαρέσκεια με αντιπερισπασμούς ή με διάφορα αναλγητικά. Στη Μεγ. Βρεταννία ο αντιπερισπασμός ήταν το
Brexit. Η απελπισία του μικρού και μεσαίου Αγγλου βρήκε προσωρινή διέξοδο στη δαιμονοποίηση της μετανάστευσης (και δη της Ευρωπαϊκής). Στη Γαλλία έχουμε τις περιοδικές εξεγέρσεις στα λαϊκά προάστια του Παρισιού και των άλλων αστικών κέντρων. Στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Πολωνία (που απολαμβάνει υψηλά ποσοστά αύξησης του ΑΕΠ) η μεσαία τάξη αρκείται στην μικρή βελτίωση του βιοτικού της επιπέδου και δεν θίγεται από τον πλουτισμό του υψηλότερου 10%. Ομως για πόσο?


Για τον μέσο Δυτικό Ευρωπαίο, και τον Ελληνα βέβαια, η τόσο άνιση κατανομή της αύξησης του ΑΕΠ είναι προκλητική και προκαλεί είτε απάθεια και αναχωρητισμό, είτε στροφή σε κόμματα αντισυστημικά. Σε κάθε περίπτωση, μόνη η αύξηση του ΑΕΠ είναι ένα νούμερο χωρίς πληροφοριακή αξία και δικαίως η διαφήμισή του έχει σταματήσει να εντυπωσιάζει.