Για την ώρα, στον χώρο της γεωπολιτικής της ενέργειας και των πρώτων υλών όλα μοιάζουν σχετικά απλά. Από τη μια είναι οι παραγωγικές χώρες, από την άλλη είναι οι καταναλώτριες χώρες. Οι μεν χρειάζονται τις δε και αντιστρόφως. Αλλά έχει τελειώσει ο καιρός των σταθερών εμπορικών σχέσεων.

Για την ώρα, στον χώρο της γεωπολιτικής της ενέργειας και των πρώτων υλών όλα μοιάζουν σχετικά απλά. Από τη μια είναι οι παραγωγικές χώρες, από την άλλη είναι οι καταναλώτριες χώρες. Οι μεν χρειάζονται τις δε και αντιστρόφως. Αλλά έχει τελειώσει ο καιρός των σταθερών εμπορικών σχέσεων.

Κατά τους τελευταίους μήνες, ορισμένες ενεργειακές κρίσεις ήδη μετατράπηκαν σε πολιτικές κρίσεις. Για παράδειγμα, ο πετρελαϊκός «εθνικισμός» που αναπτύχθηκε σε ορισμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής (Βενεζουέλα, Βολιβία) και ο οποίος κατέληξε σε μια αναθεώρηση των συμφωνιών καταμερισμού της παραγωγής με τις μεγάλες εταιρείες. Ή και οι χώρες του ΟΡΕC που κατηγορήθηκαν ότι συντηρούν την κερδοσκοπία, αφού αρνιούνται να αυξήσουν την παραγωγή τους. Ή ακόμα και η Ρωσία που χρησιμοποιεί αριστοτεχνικά το όπλο του φυσικού αερίου της, απειλώντας ορισμένες χώρες με ασφυξία.

Κατά τα επόμενα χρόνια, ο διάλογος ανάμεσα σε παραγωγούς και καταναλωτές, όσο τεταμένος και να είναι, προφανώς πρόκειται να διαρκέσει. Αλλά θα πάρει και νέα στοιχεία προβληματικής. Το ένα είναι οι πολύ υψηλές τιμές της ενέργειας: η τρελή άνοδος του πετρελαίου που όχι μόνο εξασθενεί σοβαρά τις οικονομίες, αλλά και υπάρχει ο κίνδυνος να γίνουν ο λόγος για τη μείωση των παραδόσεων σε πολλές περιοχές του κόσμου. Μήπως υπάρξουν ακόμα και εξεγέρσεις ενέργειας, όπως υπήρξαν εξεγέρσεις πείνας; Τίποτα δεν είναι αδύνατον.

Κάτι άλλο που επίσης διακυβεύεται γεωπολιτικά με τον αγώνα δρόμου να ανακαλυφθούν ορυκτές πηγές ενέργειας είναι η κατοχή μιας σειράς από κοιτάσματα που θεωρούνται ως ιδιαίτερα ελπιδοφόρα, αλλά που βρίσκονται σε περιοχές ή σε σύνορα που δεν είναι ιδιαίτερα ευκρινή. Αρχίζοντας από την Αρκτική, την οποία τη διεκδικούν τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ρωσία.

Πιο μακροχρόνια, λίγοι τολμούν να φανταστούν τις επιπτώσεις του ενεργειακού μέλλοντος στις πολιτικές σχέσεις. Αντίθετα από το πετρέλαιο, το αέριο ή τον άνθρακα, ο άνεμος, όπως και ο ήλιος- που αποτελούν τα «πακέτα» του μέλλοντος - δεν είναι υπόγειες πηγές, ιδιοκτησία κάποιας χώρας. Ενας πόλεμος για τον ήλιο μοιάζει έτσι να είναι λιγότερο πιθανός από τους πολέμους του πετρελαίου. Αλλά, να το δούμε! Στο πιο εγγύς μέλλον, όλες οι μεγάλες δυτικές εταιρείες ψάχνουν να εξασφαλίσουν όσο περισσότερο μπορούν την τροφοδοσία τους διαπραγματευόμενες μακροχρόνια συμβόλαια. Το ίδιο και πολλές καταναλώτριες χώρες συνάπτουν διμερείς συμφωνίες με τη μια ή την άλλη χώρα παραγωγό. Πρόσφατα, μια έκθεση ενός παλαιότερου επικεφαλής του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας δείχνει πως η ενεργειακή αλληλεγγύη θα είναι εξαιρετικά πιο αποτελεσματική.

Ιδιαίτερα, η έκθεση αυτή που αφορά την Ευρωπαϊκή Ενωση δείχνει ότι οι συνολικές διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία θα μπορούσαν να βελτιώσουν πολύ τις τιμές, τους όρους και τη διάρκεια των συμβολαίων για το αέριο. Αλλά πριν μια τέτοια κίνηση μεταφραστεί σε πραγματικό ενεργειακό σενάριο, θα χρειαστεί επιπλέον να στηριχτεί και σε μια αληθινή πολιτική συναίνεση, κάτι το οποίο είναι πιο δύσκολο να επιτευχθεί.

(Από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 19/08/2008)