Το συμπέρασμά τους είναι «σε αυτή την ιστορική καμπή, η Τουρκία δεν μπορεί να συνεχίσει τη διπλωματία του καταναγκασμού εις βάρος της χώρας μας χωρίς υψηλό κόστος. Ετσι, η επιλογή η διαπραγμάτευση να λάβει χώρα αυστηρά στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου θεωρείται πλέον πολιτικά αυτονόητη από τους περισσότερους εταίρους μας… Συμπερασματικά, λοιπόν, δύσκολα θα παρουσιαστεί ευνοϊκότερη συγκυρία στο ορατό μέλλον».
Ας δεχθούμε ότι ο Ερντογάν έχει πράγματι λόγους να θέλει να βρει ένα modus vivendi με τη Δύση. Από πού προκύπτει, όμως, ότι οι Δυτικοί θεωρούν αυτονόητο ότι η ελληνοτουρκική διαπραγμάτευση θα διεξαχθεί στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου; Από πουθενά. Αυτό που προκύπτει από τα γεγονότα είναι ότι η Δύση πιέζει για μία ρύθμιση στα ελληνοτουρκικά, αδιαφορώντας για το αν θα είναι συμβατή με το διεθνές δίκαιο.
Το ομολογούν εμμέσως πλην σαφώς και οι ίδιοι. «Όσο λοιπόν η Τουρκία δεν παραβιάζει την κόκκινη γραμμή “του πρώτου πλήγματος”, μπορεί αενάως να προάγει τον αναθεωρητισμό της, χωρίς σημαντικές γι’ αυτήν επιπτώσεις. Ακόμη και όταν παραβίασε την υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενός κράτους-μέλους της ΕΕ, οι κυρώσεις που της επιβλήθηκαν ήταν χωρίς ουσιαστικό κόστος και άνευ αντικρίσματος».
Ευχή όχι πολιτική από τους τέσσερις
Ένα άλλο επιχείρημα των “τεσσάρων” είναι ότι «τα τελευταία 50 χρόνια όλοι οι συγκριτικοί δείκτες, ποιοτικοί και ποσοτικοί (με την Τουρκία), έχουν μεταβληθεί εις βάρος μας. Παραπέμποντας στον χρόνο την απόπειρα διευθέτησης, ενδέχεται να βρεθούμε σε έναν κόσμο… πολύ πιο επικίνδυνο… Να έχουμε μετακυλίσει δηλαδή το πρόβλημα στις επόμενες γενιές, οι οποίες θα πρέπει να το διαχειριστούν, κατά τα φαινόμενα, με χειρότερους όρους»
(η συνέχεια στο slpress.gr)