Όταν το Συμβούλιο Ασφάλειας του Ισραήλ το βράδυ του Σαββάτου ενέκρινε την ενεργοποίηση του άρθρου 40 -περί κήρυξης πολέμου- του Βασικού Νόμου του Κράτους (σ.σ. το Ισραήλ δεν διαθέτει, perse, γραπτό Σύνταγμα) ο παραλληλισμός με τον πόλεμο του «Γιόμ Κιπούρ» (τέταρτος Αραβοϊσραηλινός Πόλεμος, 1973) ήταν κάτι περισσότερο από ιστορικά ακριβής: Το 1973 το Ισραήλ, που λίγα χρόνια νωρίτερα το 1967 σε έναν πόλεμο μόλις έξι ημερών είχε στήσει

τον μύθο της στρατιωτικής του ισχύος συντρίβοντας την Αίγυπτο και καταλαμβάνοντας την Ιερουσαλήμ -την ιερή πόλη των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών- υπέστη σε πολυμέτωπο αγώνα μια αιφνιδιαστική επίθεση.

Μισό αιώνα μετά, με διαφορά μόλις μιας ημέρας, το Ισραήλ θα δέχονταν τον ίδιο αιφνιδιασμό από το στρατιωτικό σκέλος της οργάνωσης Χαμάς στα νότια σύνορα του στη Γάζα -σε ένα γεγονός που ξαναβάζει την αραβοϊσραηλινή σύγκρουση όχι μόνο σε ένα νέο γύρο βίας αλλά στην δίνη ενός δυνητικού περιφερειακού πολέμου που ξαναγράφει, ίσως, ολόκληρη την ιστορία μιας εκ των αρχαιότερων συγκρούσεων του διεθνούς συστήματος.

Αυτή την φορά διαφαίνεται πως η σύγκρουση, που ξετυλίγεται καθώς γράφονται αυτές εδώ οι γραμμές, δεν θα έχει τα χαρακτηριστικά των συγκρούσεων στη Γάζα του 2008 ή του 2014 ούτε του πολέμου Ισραήλ- Χεζμπολάχ, στον Λίβανο, το 2006.

Το operandi της Χαμάς δεν ήταν μόνο αμιγώς τρομοκρατικό με αιματηρές επιθέσεις σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις του IDF, τυφλή βία σε αστικές περιοχές και δεκάδες απαγωγές αμάχων. Αποτέλεσε, σημαντικότερα, ένα πεδίο καλοσχεδιασμένης δράσης που όχι μόνο εξέθεσε το apparatus ασφάλειας του Ισραήλ αλλά και που αποσκοπεί, με εμφατικό τρόπο, να συμπαρασύρει περιφερειακούς και διεθνείς δρώντες σε μια παρατεταμένη στρατιωτική σύγκρουση στη Μέση Ανατολή -την περίοδο μάλιστα που επιχειρείται, μετά το 2020 και το πλαίσιο των «Συμφωνιών του Αβραάμ», μια προσπάθεια ομαλοποίησης των σχέσεων του Ισραήλ με σειρά κρατών του αραβομουσουλμανικού κόσμου -με προμετωπίδα την Σαουδική Αραβία. Και σε ένα timing που ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία υπαγορεύει στο διεθνές σύστημα -εν μέσω ενός πολέμου μεγάλης κλίμακας μετά την ρωσική εισβολή του 2022- μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας.

Παρά το γεγονός πως στον ελληνόφωνο κόσμο -σε Ελλάδα και Κύπρο- προσεγγίζουμε τόσο το Μεσανατολικό όσο και, εν γένει, τις στρατιωτικές συγκρούσεις μέσα από ένα πλέγμα συναισθηματισμών, σειράς ετεροπροσδιορισμών σε σχέση με την Τουρκία, και ιδεοληψίας, η ανάγνωση της υπό διαμόρφωσης κατάστασης στο Ισραήλ είναι αρκετά περίπλοκη τόσο ως προς το συγκείμενο κατανόησης οργανώσεων όπως της Χαμάς και των ευαίσθητων περιφερειακών δυναμικών μεταξύ Ισραήλ, Ιράν και κρατών του Κόλπου όσο και αναφορικά με την παρατεταμένη πολιτική αστάθεια στο Ισραήλ (2018-2022) που οδήγησε στην επανεκλογή Νετανιάχου -με το πιο ακροδεξιό σχήμα συγκυβέρνησης στην ιστορία της χώρας (οι «Καχανιστές» του ακροδεξιού Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ και οι υπερορθόδοξοι  του Μπεζαλέλ Σμότριτς).

Οι δεκάδες εβδομάδες αντικυβερνητικών διαδηλώσεων στη χώρα -με την συμμετοχή των εφέδρων, της ραχοκοκαλιάς των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων- με αφορμή τον τρόπο που ο ίδιος ο Νετανιάχου αποπειράθηκε να μεταρρυθμίσει την δικαιοσύνη στη χώρα προκειμένου να καλύψει πιθανή αποπομπή του λόγω σκανδάλων διαφθοράς και ένας νέος γύρος βίας με επίκεντρο περιοχές εποίκων αλλά και την ανατολική Ιερουσαλήμ όχι μόνο κόστισαν στο apparatus ασφάλειας πολύτιμους πόρους αλλά αποδυνάμωσαν την πραγματική δύναμη του κράτους του Ισραήλ: Τη δημοκρατική και φιλελεύθερη μεσαία τάξη που πάντα μέσα από τις γραμμές του IDF και με βαρύ φόρο αίματος από το 1948 υπερασπίζονταν το δικαίωμα ύπαρξης του κράτους του Ισραήλ.

Δεν είμαι σίγουρος αν στο τέλος ενός πολέμου -που με πιθανή εμπλοκή της Χεζμπολάχ και του Ιράν θα μπορούσε να δημιουργήσει χάος στην περιοχή- θα υπάρξει μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας για τη Μέση Ανατολή -όπως συνέβη με την Αίγυπτο μετά το 1973. Το μόνο σίγουρο ωστόσο, για το οποίο πρέπει να αναστοχαστούμε σε Αθήνα και Λευκωσία προετοιμαζόμενοι παράλληλα για μια σειρά σενάρια (προσφυγικό, προσλήψεις ασφάλειας, διδάγματα από μια νέα υψηλής έντασης στρατιωτική σύγκρουση, επιδιώξεις σε σχέση με την Τουρκία) είναι πως, καθώς η Μέση Ανατολή εισέρχεται ξανά σε πόλεμο, προκύπτουν και νέες πραγματικότητες:

Ως προς τα όρια αντοχής του πλαισίου των Συμφωνιών του Αβραάμ στην περιοχή, της ομαλοποίησης των σχέσεων των κρατών στα υποσυστήματα της ανατολικής Μεσογείου και των χωρών ΜΕΝΑ και φυσικά σε σχέση με το τεράστιο κεφάλαιο των σχέσεων Δύσης με Ιράν.
Σε σχέση με το οριστικό θάψιμο του διεθνώς συμφωνημένου πλαισίου λύσης δύο κρατών για το Παλαιστινιακό -σε μια εποχή μάλιστα που οι παράμετροι λύσης για την Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία (ΔΔΟ) στη Κύπρο αλλάζουν άρδην
Αναφορικά με την ανθεκτικότητα της βίας ως τρόπου επίλυσης παλιών συγκρούσεων
Κι όλα αυτά σε μια εποχή καθαρά μεταπολιτικής, όπου οι ηγέτες των κρατών της περιοχής δεν έχουν ούτε το όραμα, ούτε τα βιώματα αλλά ούτε και την πολιτική ουσία περασμένων δεκαετιών προκειμένου να καταστήσουν την βία και τον πόλεμο ευκαιρία για την ειρήνη της επόμενης ημέρας.

(*) Ο Γιάννης Ιωάννου είναι αναλυτής στην εφημερίδα «Καθημερινή» της Κύπρου. Είναι ο συνιδρυτής του Geopolitical Cyprus (www.geopoliticalcyprus.org)

kreport.gr