Το τελευταίο 24ωρο έντονη, αν και όχι καρποφόρος, υπήρξε η δραστηριοποίηση της ρωσικής διπλωματίας σε σχέση με την τεράστια κρίση που έχει ξεσπάσει στη Μέση Ανατολή, μετά την επίθεση της οργάνωσης Χαμάς στην ισραηλινή επικράτεια στις 7 Οκτωβρίου. Ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν είχε διαδοχικές τηλεφωνικές συνδιαλέξεις με τους προέδρους της Αιγύπτου, στρατάρχη Σίσι, της Συρίας Μπασάρ αλ Άσαντ, του Ιράν, Εμπραχίμ Ραϊσί και κατόπιν με τους άμεσους πρωταγωνιστές της κρίσης, τον πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής, Μαχμούντ Αμπάς και τον πρωθυπουργό του Ισραήλ, Βενιαμίν Νετανιάχου

Η επιλογή των συνομιλητών είναι ενδεικτική. Υποδηλώνει την ικανότητα της Ρωσίας να συνομιλεί τόσο με το εβραϊκό κράτος όσο και με τους αντιπάλους του, αλλά και το ενδιαφέρον του Πούτιν να διατηρεί ανοικτή γραμμή με εκείνα τα κράτη τα οποία θα μπορούσαν να πάρουν την επιλογή της κλιμάκωσης. Επιπλέον, σε μία συγκυρία κατά την οποία ΗΠΑ και Ισραήλ επιδιώκουν να αναβιώσουν την διαίρεση σουνιτικού και σιιτικού "άξονα", ώστε να εξασφαλίσουν την συνεργασία ή ανοχή του πρώτου και την απομόνωση του δεύτερου, το Κρεμλίνο υπενθυμίζει τις καλές του σχέσεις και με τις δύο πλευρές. Άλλωστε, από το νέο έτος και το Ιράν και η Αίγυπτος πρόκειται να ενταχθούν στην ομάδα BRICS.

Τόσο στους συνομιλητές του, όσο και σε άλλες τοποθετήσεις του, ο Ρώσος ηγέτης τονίζει (όπως ακριβώς και το Πεκίνο) την ανάγκη άμεσης κατάπαυσης του πυρός, ώστε να αποφευχθεί η ανθρωπιστική τραγωδία και η πιθανή διάχυση της κρίσης, ενώ δεν χάνει την ευκαιρία να υπογραμμίζει ότι όσα ζούμε αποτελούν την ορατή αποτυχία του αμερικανικού "μονοπωλίου" στη Μέση Ανατολή και της μη υλοποίησης των αποφάσεων του ΟΗΕ για ίδρυση παλαιστινιακού κράτους, ώστε να εκλείψει η ρίζα των προβλημάτων.

Για τον Πούτιν δεν είναι ανάγκη να εισακουσθεί: του είναι ήδη αρκετό, από την άποψη των διεθνών "δημοσίων σχέσεων", ότι εμφανίζεται ως θιασώτης της ειρήνευσης και της διεθνούς νομιμότητας και όχι ως ο "παρίας" που εισέβαλε στην Ουκρανία.

Εξ ου και σχεδόν ταυτόχρονα, η Ρωσία κατέθεσε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ σχέδιο ψηφίσματος, το οποίο απορρίφθηκε με πέντε θετικές ψήφους (συμπεριλαμβανομένης αυτής της Κίνας), τέσσερις αρνητικές (από τις ΗΠΑ, την Βρετανία, τη Γαλλία και την Ιαπωνία που κατήγγειλαν την μη συμπερίληψη ρητής καταδίκης της Χαμάς) και έξι αποχές (συμπεριλαμβανομένης της προεδρεύουσας Βραζιλίας). Σημειώνεται ότι η Χαμάς δεν έχει χαρακτηρισθεί τρομοκρατική οργάνωση στη Ρωσία και η ηγεσία της έγινε δεκτή από τον Σεργκέι Λαβρόφ τον περασμένο Σεπτέμβριο.

Οι ρωγμές στους κόλπους των BRICS είναι από αυτή την άποψη εμφανείς, καθώς από τη μία η Ρωσία και η Κίνα κινούνται συντονισμένα, η Νότιος Αφρική καταδικάζει το Ισραήλ, επικαλούμενη τη δική της εμπειρία του απαρτχάιντ, η Βραζιλία κρατά μάλλον χαμηλούς τόνους, αλλά πάντως φωταγώγησε το Κογκρέσο της στα χρώματα της ισραηλινής σημαίας, σε ένδειξη συμπαράστασης προς τα θύματα της Χαμάς, ενώ η Ινδία στηρίζει αναφανδόν το Ισραήλ, καθοδηγούμενη βέβαια και από τα αντιμουσουλμανικά χαρακτηριστικά του ινδουιστικού εθνικισμού της κυβέρνησης Μόντι.

Στη ρωσική κοινωνία, τα αντανακλαστικά της σοβιετικής εποχής, ήτοι της αυτόματης συμπαράταξης με την παλαιστινιακή πλευρά, παραμένουν υπαρκτά, αλλά όχι εξίσου ισχυρά με άλλοτε, τουλάχιστον στις μεγάλες πόλεις. Περισσότερο ισορροπημένη είναι η στάση των φιλελεύθερων μεσοστρωμάτων που δίνουν τον τόνο στη Μόσχα και την Πετρούπολη, όπου άλλωστε ισχυρή είναι η παρουσία του ρωσοεβραϊκού στοιχείου στην μιντιακή και πολιτιστική ζωή.

Επιπλέον, η Ρωσία έχει δοκιμαστεί δεινά στο πρόσφατο παρελθόν από την τζιχαντιστική τρομοκρατία (την οποία πάντως ο Πούτιν καταγγέλλει όλο και σαφέστερα με το πέρασμα των χρόνων ότι τύγχανε δυτικής υποστήριξης) και αυτό επηρεάζει το κλίμα.

Έχει ενδιαφέρον να υπενθυμιστεί ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν διακρίνεται για τα μάλλον φιλοϊσραηλινά και οπωσδήποτε φιλοεβραϊκά του αισθήματα προσωπικώς. Οι ολιγάρχες αδελφοί Ροτεμπέργκ αποτελούν παιδικούς του φίλους, ενώ χαρακτηριστική ήταν η χειρονομία του να συναντηθεί σε παλαιότερη επίσκεψή του στο Ισραήλ με την εγκατεστημένη εκεί δασκάλα του στο δημοτικό σχολείο και να της δωρίσει ένα διαμέρισμα.

Σε πολιτικό επίπεδο, χαρακτηριστική επίσης είναι η στάση της Ρωσίας να ανέχεται χωρίς αντιδράσεις της αλλεπάλληλες ισραηλινές επιδρομές στο έδαφος της συμμάχου της, Συρίας (κυρίως εναντίον ιρανικών στόχων), χωρίς αντίδραση των ρωσικών δυνάμεων που έχουν αναπτυχθεί εκεί από το 2015. Όσο για τις συναντήσεις και συνομιλίες Πούτιν-Νετανιάχου, υπήρξαν αλλεπάλληλες.

Πολλοί παράγοντες εξηγούν αυτή τη συνάφεια. Στο Ισραήλ έχουν εγκατασταθεί και πολιτογραφηθεί από τη δεκαετία του ΄90 περίπου ένα εκατομμύριο πρώην Σοβιετικοί πολίτες, οι οποίοι, παρά την πλειοδοσία τους σε εθνικισμό, παραμένουν σχετικώς αναφομοίωτοι, διατηρώντας λ.χ. ρωσόφωνα μέσα ενημέρωσης και δικά τους πολιτικά κόμματα - κατεξοχήν αυτό του Άβιγκντορ Λίμπερμαν, πρώην αντιπροέδρου της κυβέρνησης, τώρα στην αντιπολίτευση.

Αυτός ο διαρκής ρωσο-ισραηλινός δίαυλος αποκτά ιδιαίτερη σημασία για το σύστημα των Ρώσων ολιγαρχών, επί του οποίου διαιτητεύει ο Πούτιν, καθώς το Ισραήλ αποτελεί κόμβο κίνησης των κεφαλαίων τους.

Επιπλέον, η δεξιά πτέρυγα της ισραηλινής πολιτικής σκηνής και κοινωνίας είναι λιγότερο ευθυγραμμισμένη με τις ευαισθησίες και τα κελεύσματα της φιλελεύθερης Δύσης, ενώ η αποδυνάμωση της αμερικανικής παρουσίας στη Μέση Ανατολή αναπόφευκτα οδηγεί το εβραϊκό κράτος στην καλλιέργεια και εναλλακτικών συνεργασιών.

Όλα αυτά όμως δείχνουν να μην αντέχουν στη δοκιμασία των κρίσεων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή. Ήδη από το 2018, με την "κατά λάθος" κατάρριψη από την ισραηλινή πλευρά ρωσικού μεταγωγικού στον εναέριο χώρο της Συρίας, το Γενικό Επιτελείο της Ρωσίας φέρεται να εισηγείται προς την πολιτική ηγεσία να αντιμετωπίζεται το Ισραήλ ως μη φιλική δύναμη. Το γεγονός ότι το εβραϊκό κράτος πήρε εντέλει θέση στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, με την αποστολή οπλισμού και στρατιωτικών συμβούλων, φαίνεται ότι υπήρξε αυτό που για τον Πούτιν έγειρε την πλάστιγγα.

Εννοείται ότι μόνο ικανοποίηση μπορεί να προκαλεί στη Μόσχα το γεγονός ότι μεσούσης της ουκρανικής κρίσης η Ουάσιγκτον οφείλει τώρα να αντιμετωπίσει μια δεύτερη (και για την ίδια πολύ πιο κρίσιμη) στη Μέση Ανατολή.  

Η αντιαποικιακή ρητορική με την οποία από το περασμένο φθινόπωρο και εξής επενδύει ο Πούτιν τη σύγκρουσή του με τη Δύση προδιαγράφει τη συνέχεια. Στον βαθμό που ΗΠΑ και Ε.Ε. ταυτίζονται όλο και περισσότερο με το Ισραήλ, η Ρωσία ωθείται σε όλο και μεγαλύτερα ανοίγματα προς τον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο, αλλά και σε μια ερμηνεία της ισραηλινο-παλαιστινιακής σύγκρουσης ως προϊόντος της λογικής της "εξαίρεσης" και της μονομέρειας απέναντι σε έναν κόσμο που πορεύεται προς την πολυπολικότητα. 

(από capital.gr)