Βάναυση Προσβολή του Πολιτεύματος

Από τη σημερινή ειδησεογραφία προκύπτει ότι ο πρωτοβάθμιος Εισαγγελέας ασκώντας δίωξη για εγκλήματα που υποπίπτουν στην αντίληψή του, προκειμένου περί μελών του Υπουργικού Συμβουλίου, δεν διαβιβάζει αίτημα στην Βουλή για την κίνηση (ή όχι) της διωκτικής διαδικασίας, αλλά απευθύνεται στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου η οποία, δι΄ Αντεισαγγελέως της, αποφαίνεται για το αν θα υποβληθεί προς τη Βουλή το αίτημα δίωξης του Υπουργού ή όχι.
του Γ. Κ. Στεφανάκη
Παρ, 22 Αυγούστου 2008 - 08:14

Από τη σημερινή ειδησεογραφία προκύπτει ότι ο πρωτοβάθμιος Εισαγγελέας ασκώντας δίωξη για εγκλήματα που υποπίπτουν στην αντίληψή του, προκειμένου περί μελών του Υπουργικού Συμβουλίου, δεν διαβιβάζει αίτημα στην Βουλή για την κίνηση (ή όχι) της διωκτικής διαδικασίας, αλλά απευθύνεται στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου η οποία, δι΄ Αντεισαγγελέως της, αποφαίνεται για το αν θα υποβληθεί προς τη Βουλή το αίτημα δίωξης του Υπουργού ή όχι.

Εάν πράγματι έτσι έχει το ζήτημα πρόκειται για βαρύτατη προσβολή του Πολιτεύματος αφού –κατ΄ αποτέλεσμα– η Κυβέρνηση οικειοποιείται εξουσίες που δεν έχει κατά το Σύνταγμα. Ουσιαστικά, δηλαδή, υπαγορεύει την άσκηση των διώξεων για τις οποίες πρόκειται κατά τις επιθυμίες της. Ειδικώτερα:

Η προνομιακή μεταχείριση των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου αναφορικά προς την ποινική τους μεταχείριση έχει δεοντολογικά κατακριθεί γιατί στην ουσία συγκαλύπτει τα ανομήματα των προσώπων αυτών. Ουδείς κατεδικάσθη τα τελευταία πενήντα χρόνια, αλλ΄ η κοινή γνώμη διατηρεί ζωηρότατες αμφιβολίες για την εντιμότητα –της πλειοψηφίας- των διαχειριζομένων τα κοινά. ΄Όμως, σε κάθε περίπτωση, υπάρχει ρύθμιση ποινικής λογοδοσίας των Υπουργών, η οποία μάλιστα απολαμβάνει και καταστατικής κατοχύρωσης στο άρθρο 86 Σ. Εκεί ορίζεται ότι η Βουλή έχει την αποκλειστική εξουσία ν΄ ασκεί ποινική δίωξη κατά μελών του Υπουργικού Συμβουλίου. Συναφώς στα πρόσωπα που ενεργούν οιασδήποτε μορφής ποινική ή διοικητική εξέταση, επιβάλλεται (και από αυτή) την διάταξη να διαβιβάζουν στην Βουλή -μάλιστα δε και «αμελλητί»- οιαδήποτε στοιχεία ποινικής ευθύνης Υπουργού που (τυχόν) θα περιέλθουν σε γνώση τους, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

Ενδιάμεση διαδικασία ελέγχου από Αντεισαγγελέα του ΑΠ δεν προβλέπεται από τον καταστατικό μας χάρτη. ΄Αρα και δεν επιτρέπεται. Τόσο περισσότερο που το Σύνταγμα -εδώ- είναι επιφυλακτικό έναντι των αντεισαγγελέων αυτών. Πράγματι κατά την παρ. 4 της υπό συζήτηση διάταξης καθήκοντα εισαγγελικά τόσο στο Δικαστήριο όσο και στο Συμβούλιο ανατίθενται σε μέλος της Εισαγγελίας του ΑΠ μόνον μετά προηγούμενη κλήρωσή του.

Είναι ασφαλώς αντιφατικό ν΄ απαιτείται ειδική κλήρωση προς ανάδειξη τού λειτουργού που θ΄ ασκήσει εισαγγελικά έργα ασκημένης της δίωξης. Αλλ΄ αντιθέτως λειτουργός της αυτής βαθμίδας να κρίνει για την συνδρομή των όρων άσκησης της δίωξης αυτής, χωρίς όμοια προηγούμενη κλήρωσή του (!). Αν, δηλαδή, ο λειτουργός αυτός δεν θέλει ν΄ ασκηθεί η δίωξη αποφαίνεται αρνητικά και έτσι η Βουλή στερείται της αντίστοιχης εξουσίας που κατά τελική αντίληψη του πράγματος οικειοποιείται η Κυβέρνηση.

Η κατά τα πιο πάνω συνταγματική επιφυλακτικότητα ελέγχεται εύλογη. Είναι ασφαλώς ανθρώπινο ο οιοσδήποτε Αντεισαγγελέας του ΑΠ να αποβλέπει στην εξάντληση της ιεραρχίας με την ανάρρησή του στην κορυφή της. Αλλ΄ η ανάρρηση αυτή γίνεται με πράξη της Κυβέρνησης μετά από εισήγηση του υπουργού Δικαιοσύνης.

Η συντριπτικά ισχυρή, λοιπόν, θέση του προκειμένου Υπουργού είναι εξ ορισμού δεδομένη. Αντιστοίχως είναι εξ ορισμού δεδομένη η υπόνοια μεροληψίας των λειτουργών εκείνων που η υπηρεσιακή τους ανέλιξη συναρτάται προς την υπουργική πρόταση.

Επομένως η ανάθεση σε Αντεισαγγελέα του ΑΠ της έρευνας συνδρομής των όρων για την υποβολή της δίωξης από την Βουλή κατά μέλους του Υπουργικού Συμβουλίου αντίκειται όχι μόνο στο Σύνταγμα αλλά και σε αυτό τούτο το υγιές αίσθημα δικαίου. (Είναι Γιάννης κερνάει. Γιάννης πίνει!).

Συναφώς η τακτική για την οποία πρόκειται αντιφάσκει προς την αρχή της ισότητας των πολιτών έναντι του νόμου, όπως επίσης και στην αρχή της νομιμότητας που αποτελεί τον πυρήνα του Κράτους Δικαίου. ΄Ολοι οι πολίτες υπόκεινται σε δίωξη κατά την κρίση οιουδήποτε εισαγγελικού λειτουργού. Προσβάλλεται, άρα, η αρχή αυτή της ισότητας, όταν για τη δίωξη των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου –μάλιστα δε και χωρίς συνταγματικό στήριγμα- απαιτείται προεισαγωγικώς να αποφανθεί λειτουργός που εξαρτάται από την εκτελεστική εξουσία. Αλλά και η αρχή της νομιμότητας προσβάλλεται, η αμεροληψία στην δικαστική δράση αποτελεί (και) κατά τις ρυθμίσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου «ΕΣΔΑ», καίριο στοιχείο για τη συγκρότηση της έννοιας της δικαίας δίκης. Κατ΄ ακολουθίαν και της οποιασδήποτε χρηστής δικαιοδοτικής, -άρα- και εισαγγελικής δράσης όταν μάλιστα αυτή αποτελεί διαδικαστική αφετηρία έναρξης της ποινικής δίκης.

Η ελεγχόμενη ρύθμιση έχει χαρακτήρα τριτοκοσμικό και αυθαίρετο. Αντιφάσκει προς το Σύνταγμά μας. Αντίκειται στο υγιές αίσθημα του δικαίου, αλλά και στην σοβαρότητα. Ακόμη, καταρρακώνει τις διεθνείς υποχρεώσεις μας για διασφάλιση των αρχών της δικαστικής αμεροληψίας ως δομικού στοιχείο του Κράτους Δικαίου.

(Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 20/08/2008)