Πήρε 13 χρόνια για να επιτύχει η Ελλάς την πιστωτική βαθμίδα της Στάνταρντ εν’ Πουρς (ΒΒ+) που της επιτρέπει να μετάσχει στο πρόγραμμα «χρηματοδοτικής χαλάρωσης» (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπέζης χωρίς την μέχρι τούδε «εξαίρεση» και με μικρότερο «ψαλίδισμα» των κρατικών ομολόγων της που δίδονται ως εγγύηση για νέο δανεισμό. Τον προσεχή Δεκέμβριο, θα λάβει και την έγκριση του

ετέρου οίκου πιστοληπτικής αξιοπιστίας «Φιτς» που θα καταστήσει τα Ελληνικά ομόλογα άξια για τοποθετήσεις κεφαλαίων από τα μεγάλα συνταξιοδοτικά ταμεία της Δύσεως.

Έως εδώ όλα καλά, αλλά τι γίνεται μετά; Θα φθηναίνει το χρήμα; Όχι αναγκαίως, αν κι η απόδοση των 10ετών ομολόγων  είναι λιγότερο ακριβή μόλις της Ιταλίας κατά 0,58%, στο 4,38%. Ο δανεισμός των επιχειρήσεων θα παραμείνει  για στεγαστικά δάνεια απαγορευτικός, παρά τον υψηλό ανεπίσημο πληθωρισμό. Η διαθεσιμότητα κεφαλαίων από τις Τράπεζες (που εξακολουθούν  να δυσλειτουργούν) θα είναι περιορισμένη για μακροπρόθεσμα δάνεια. Τέλος,  ο καταναλωτής δεν θα αισθανθεί πιστωτική ανακούφιση από την αναβάθμιση της αξιοπιστίας του Ελληνικού χρέους που παραμένει το υψηλότερο στην Ευρωζώνη στο 145% του ΑΕΠ το προσεχές έτος. Εφ’ όσον το  Ελληνικό ΑΕΠ αυξηθή κατά 2,5% σε σταθερές τιμές, το επόμενο έτος, ελαυνόμενο από τον Τουρισμό, πλην απροόπτου. Αλλ’ ο πληθωρισμός κι η ανεργία θα εξακολουθήσουν αμείωτοι που θα πλήττει τα μέσα κα χαμηλά εισοδήματα , μ’ αποτέλεσμα την επιδείνωση του Δημογραφικού προβλήματος της χώρας, που απειλεί την επιβίωση του Ελληνισμού.

Η προοπτική της οικονομίας είναι θετική βραχυπροθέσμως καθώς όπως είπε κι ο αλήστου μνήμης  Ρομπέϋ «η Ελλάς είναι για πρώτη φορά φιλοευρωπαϊκή». Το ζήτημα για τον πρώην κομισάριο, εν τούτοις, θα ήταν πότε η Ευρώπη θα γίνει φιλελληνική κι όχι Τουρκόφιλος, παρά τις παρασπονδίες του Ερντογάν.