Δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που τα γεγονότα –απρόσμενα ή μη– έρχονται να ανατρέψουν αυτά που θεωρούμε ως δεδομένα. Μόλις μια εβδομάδα πέρασε από το μοιραίο τρομοκρατικό χτύπημα της Χαμάς κατά του Ισραήλ κι ενώ οι δύο πλευρές βρίσκονται πλέον επισήμως σε πόλεμο, οι γεωπολιτικές ισορροπίες στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο οδεύουν προς πλήρη ρευστοποίηση

Το ψυχροπολεμικό δίπολο του 21ου αιώνα καθίσταται όλο και πιο άκαμπτο. Το χάσμα που χωρίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες από τη Ρωσία και το Ιράν μετατρέπεται σιγά σιγά σε χάος. Παρότι πρόσφατες, οι Συμφωνίες του Αβραάμ για την ειρήνευση του αραβικού κόσμου με το Ισραήλ μοιάζουν πιο ανεπίκαιρες από ποτέ. Η συνοχή του ΝΑΤΟ διακυβεύεται και πάλι — όπως ξανά δοκιμάζεται και η διπλωματική επιρροή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εν μέσω μιας ανεξέλεγκτης πραγματικότητας ξεκινά την Τρίτη σε επίπεδο υπουργείων Εξωτερικών ο ελληνοτουρκικός διάλογος – στο πρακτικό μέρος του, όχι απλώς στη θεωρία.

Η ελληνική κυβέρνηση έστησε τους τελευταίους μήνες με πολύ κόπο ένα συγκεκριμένο αφήγημα — βασιζόμενη εν πολλοίς σε συγκυριακά στοιχεία. Μετά τους σεισμούς στην Τουρκία και ενώ ο Ερντογάν σχεδόν υποχρεώθηκε να στραφεί ξανά προς τη Δύση, Αθήνα και Αγκυρα συναποφάσισαν, υπό την αιγίδα των Αμερικανών, να ρίξουν γέφυρες στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Στη μεν ελληνική πρωτεύουσα ενθαρρυνόμενοι από την άρση της τουρκικής παραβατικότητας και με στόχο την αναζήτηση ενός πιθανού πλαισίου σύγκλισης. Οι δε Τούρκοι, αφενός ώστε να κερδίσουν την έξωθεν καλή μαρτυρία, αφετέρου μήπως μπορέσουν να επιβάλουν στο τραπέζι του διαλόγου την πλούσια αναθεωρητική ατζέντα τους. Αυτή ήταν η ατμόσφαιρα στις πρωτόγνωρα αλλεπάλληλες επαφές μεταξύ των δύο ηγετών και των κορυφαίων υπουργών τους. Ηταν, άλλωστε, η ίδια η διεθνής συνθήκη –σκοτεινή και δυσχερής– που οδηγούσε τους δύο από τους πλέον κύριους νατοϊκούς συμμάχους στο μονόδρομο της αποκλιμάκωσης.

Αρχικά, ο πήχης τοποθετήθηκε ψηλά. Οσο όμως περνούσαν οι εβδομάδες, η ελληνική κυβέρνηση αντιλήφθηκε ότι στη νομική- ή κατ’ άλλους διπλωματική- ουσία των ελληνοτουρκικών διαφορών είναι πολύ δύσκολο να υπάρξει κοινή πορεία, πολλώ δε μάλλον αν τελικός προορισμός ήταν η Χάγη. Κι αυτό διότι οι συνομιλούντες έχουν παντελώς διαφορετική προσέγγιση τόσο στο τι σημαίνει, όσο κυρίως στο πώς επιλύεται το ένα ή το κάθε ένα από τα διμερή ζητήματα. Παρά το γεγονός αυτό, κανείς δεν διαφωνούσε ότι Ελλάδα και Τουρκία είναι καλό να συνομιλούν.

(η συνέχεια στο Protagon.gr)