Μια νέα στρατηγική για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης με σημαντικά οφέλη και στην εθνική οικονομία και στις τσέπες των καταναλωτών πρότεινε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ομίλου ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ

Ο κ. Γιώργος Περιστέρης συζητώντας στη διάρκεια του συνεδρίου του «Economist» με τον Sir David King, πρόεδρο του Advisory Group για την Κλιματική Κρίση και πρώην μόνιμο ειδικό εκπρόσωπο για την κλιματική αλλαγή του Ηνωμένου Βασιλείου, τόνισε την ανάγκη δημιουργίας ενός νέου «πράσινου ΑΕΠ».

«Χρειάζεται να προσφέρουμε σημαντική ανοδική οικονομική πορεία στην εθνική και παγκόσμια οικονομία, να δημιουργήσουμε ένα νέο «Πράσινο ΑΕΠ», αντί να απαιτούμε από τους ανθρώπους να πληρώνουν απλώς υψηλότερες τιμές «επειδή αυτό είναι το σωστό που πρέπει να πράξει κανείς για το περιβάλλον»» είπε χαρακτηριστικά ο κ. Περιστέρης θέτοντας ως ουσία της πρότασής του: «Τη μείωση του ενεργειακού κόστους και την ενθάρρυνση της οικονομικής ανάπτυξης σε νέους τομείς, οι οποίοι υπεραντισταθμίζουν και αναδιανέμουν εισόδημα από παραδοσιακούς ρυπογόνους τομείς, όπως τα ορυκτά καύσιμα».

Υποχρέωση

Ο επικεφαλής του Ομίλου ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ επισήμανε επίσης ότι εδώ και αρκετό καιρό παρατηρούμε έντονες αντικλιματικές αντιδράσεις, ενώ τελευταία – μερικώς λόγω της παγκόσμιας οικονομικής αναταραχής – παρατηρούμε και αντίσταση στις πολιτικές αντιμετώπισης και προσαρμογής έναντι της κλιματικής αλλαγής, ακόμα και από χώρες και κυβερνήσεις με μακρά παράδοση ευαισθησίας σε θέματα για το κλίμα, όπως η Σουηδία και η Βρετανία. «Η οργανωμένη πολιτεία, κυβέρνηση και τοπική αυτοδιοίκηση, έχει υποχρέωση να ενημερώσει τους πολίτες για το τι διακυβεύεται. Αν η κοινωνία έχει την απαραίτητη γνώση για το τι έρχεται, τότε δεν θα υπάρχει περιθώριο παραπλάνησης της κοινής γνώμης από λαϊκιστές, συνωμοσιολόγους και διάφορα άλλα λόμπι συμφερόντων».

Σύμφωνα με τον κ. Περιστέρη, πρέπει να δώσουμε προτεραιότητα και να στηρίξουμε οικονομικά εκείνες τις πράσινες δραστηριότητες/επενδύσεις που έχουν υψηλή προστιθέμενη αξία τόσο για την εθνική όσο και για την τοπική οικονομία.

Αφενός, πρέπει να επανασχεδιάζουμε, να ενισχύσουμε, να ανακατασκευάσουμε ή/και να επεκτείνουμε τις βασικές μας υποδομές (φράγματα, δρόμους, γέφυρες, δίκτυα αποχέτευσης/αποβλήτων, εξοπλισμός & πρακτικές δασοπροστασίας κ.λπ.), ώστε να αντέχουν πιο πολύ σε έντονες οριακές συνθήκες και πιέσεις σε σχέση με το παρελθόν.

Αφετέρου, πρέπει να μετατρέψουμε αυτή τη νέα προσπάθεια ανάπλασης και ανοικοδόμησης, που υπαγορεύεται από την επείγουσα ανάγκη μετριασμού και/ή προσαρμογής στις αυξανόμενες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, σε μια νέα φωτεινή ευκαιρία για ανάπτυξη και ευημερία, σε εξίσου ευρεία τμήματα του παγκόσμιου πληθυσμού.

Εκμετάλλευση

Σύμφωνα με τον ίδιο νέες στρατηγικές και πρακτικές δασοπροστασίας μπορούν να συνδυαστούν με ουσιαστική αύξηση της οργανωμένης συλλογής και εκμετάλλευσης δασικής (και αγροτικής) βιομάζας, για την παραγωγή προσιτής ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας για τις τοπικές κοινωνίες. Επιπλέον, η ενίσχυση υφιστάμενων και η κατασκευή νέων φραγμάτων αντιπλημμυρικής προστασίας μπορεί να συνδυαστεί πολύ αποτελεσματικά με την ανάπτυξη και λειτουργία μικρών και μεγάλων υδροηλεκτρικών σταθμών, ιδίως αντλησιοταμίευσης.

«Οι καταναλωτές ενέργειας, τόσο τα νοικοκυριά όσο και οι επιχειρήσεις, θα πρέπει να μπορέσουν να γίνουν ενεργοί συμμετέχοντες σε εύρυθμες αγορές ενέργειας και να εκμεταλλευτούν την τεράστια πρόταση αξίας που προσφέρουν η ιδιοκατανάλωση και η κοινή χρήση ενέργειας. Οι ενεργοί καταναλωτές και οι ενεργειακές κοινότητες αυξάνουν την αποδοχή και την τοπική υποστήριξη για έργα ΑΠΕ και ενισχύουν τις δημοκρατικές διαδικασίες και τη διαφανή διακυβέρνηση» επισήμανε και πρόσθεσε: «Διαφορετικά, αν επιμείνουμε απλώς να «πρασινίσουμε» τις οικονομίες μας μέσω επενδύσεων που δεν δημιουργούν ουσιαστική τοπική αξία, το μόνο που θα καταφέρουμε είναι μια απλή μεταφορά περιορισμένων οικονομικών πόρων από την τοπική και εθνική παραγωγή (π.χ. ορυκτών καυσίμων) ώστε να «πρασινίσουν» μεταποιητικοί τομείς σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου. Με αποτέλεσμα, την αποξένωση των τοπικών κοινωνιών και τη στροφή τους ενάντια στην ίδια την έννοια της πράσινης μετάβασης».

Ελλιπείς υποδομές

Ειδική μνεία έκανε ο κ. Περιστέρης στην καθαρή ενέργεια που παραμένει αναξιοποίητη λόγω των ελλιπών υποδομών διασυνδέσεων και αποθήκευσης μεγάλης κλίμακας.

«Αυτό αναπόφευκτα τροφοδοτεί τις λαϊκιστικές θεωρίες, που πρεσβεύουν ότι η μετάβαση στην πράσινη ενέργεια δεν είναι μια δημοσιονομικά υπεύθυνη εναλλακτική λύση και οι τοπικές οικονομίες θα πρέπει να επικεντρωθούν σε πολύ πιο «φθηνές» επιλογές, όπως τα ορυκτά καύσιμα» είπε ο κ. Περιστέρης και αντέτεινε πως εάν, για παράδειγμα, δώσουμε προτεραιότητα στην αντλησιοταμίευση έναντι των μπαταριών, μπορούμε:

- να αποθηκεύσουμε πολύ περισσότερη ανανεώσιμη ενέργεια,

- να εξασφαλίσουμε τη σταθερότητα και την ευελιξία του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας,

- να ενισχύσουμε την απασχόληση και τη συνολική εθνική προστιθέμενη αξία και

- να υλοποιήσουμε υποδομές που βοηθούν στον μετριασμό ακραίων φαινομένων που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή, όπως οι πλημμύρες.

Η μόνη ελληνική εταιρεία στον S&P Clean Energy Index - Στην ελίτ των 100 κορυφαίων του κόσμου εταιρειών καθαρής ενέργειας ανήκει η ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ.

Πρόκειται για τη μόνη ελληνική εταιρεία που συμπεριλαμβάνεται στον Δείκτη Clean Energy Index της Standard & Poor’s. Ο S&P Clean Energy Index αποτελείται αποκλειστικά από εταιρείες που παράγουν ή προμηθεύουν εξοπλισμό για την παραγωγή καθαρής ενέργειας (φωτοβολταϊκά, αιολικά, υδροηλεκτρικά, βιομάζα και άλλες ανανεώσιμες πηγές).

Ο συγκεκριμένος δείκτης λειτουργεί ως κριτήριο αξιολόγησης για να επενδύσει κάποιος στην καθαρή ενέργεια. Αξίζει να σημειωθεί πως εμπεριέχει κολοσσούς όπως οι Vestas, Iberdrola, First Solar, Enphase Energy κ.λπ. από όλο τον κόσμο (Ευρώπη, Νότια και Βόρεια Αμερική, Ασία). Βρίσκεται στο ραντάρ διεθνών θεσμικών επενδυτών.

Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν 7 ETFs (Exchange Traded Funds – Διαπραγματεύσιμα Αμοιβαία Κεφάλαια), που παρακολουθούν και επενδύουν σε εταιρείες του δείκτη μόνο. Το μεγαλύτερο που διαχειρίζεται η Blackrock έχει μέγεθος πάνω από 3 δισ. ευρώ και αφορά αποκλειστικά τις εταιρείες που συμπεριλαμβάνονται στον εν λόγω δείκτη. Σε αντίθεση με άλλους δείκτες, όπως π.χ. ο MSCI, όπου οι εταιρείες κατατάσσονται με βάση την πορεία της εθνικής χρηματιστηριακής αγοράς αλλά και της κεφαλαιοποίησής τους, ο S&P Clean Energy Index έχει πολύ αυστηρά κριτήρια σχετικά με το περιβαλλοντικό αποτύπωμα των εταιρειών, βασιζόμενα στο ποσοστό των εσόδων που προέρχονται από τις σχετικές δραστηριότητες αλλά και τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα σε σχέση με τα έσοδα.

(από την εφημερίδα "ΤΟ ΒΗΜΑ")