Μπορεί, με την ελληνοκεντρική αντίληψη που μας διακρίνει, να εξακολουθούμε να θεωρούμε τα Βαλκάνια ως «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης». Στην πραγματικότητα όμως ο Καύκασος έχει αποτελέσει από τον 19ο αιώνα εστία πολύ περισσοτέρων κρίσεων και αποσταθεροποιήσεων. Και αν κανείς ισχυρισθή ότι αυτές ουδέποτε απετέλεσαν αιτία για μεγάλης κλίμακος συρράξεις, μάλλον έχει ξεχάσει τον Κριμαϊκό Πόλεμο και την Εκστρατεία στην Ρωσία του 1919, στην οποία είχε συμμετάσχει και ελληνικό εκστρατευτικό σώμα.

Μπορεί, με την ελληνοκεντρική αντίληψη που μας διακρίνει, να εξακολουθούμε να θεωρούμε τα Βαλκάνια ως «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης». Στην πραγματικότητα όμως ο Καύκασος έχει αποτελέσει από τον 19ο αιώνα εστία πολύ περισσοτέρων κρίσεων και αποσταθεροποιήσεων. Και αν κανείς ισχυρισθή ότι αυτές ουδέποτε απετέλεσαν αιτία για μεγάλης κλίμακος συρράξεις, μάλλον έχει ξεχάσει τον Κριμαϊκό Πόλεμο και την Εκστρατεία στην Ρωσία του 1919, στην οποία είχε συμμετάσχει και ελληνικό εκστρατευτικό σώμα.

Η περιοχή του Καυκάσου εθεωρείτο από την εποχή των αποικιακών αυτοκρατοριών, το «κλειδί» της κεντρικής Ασίας, ενώ για την σημερινή δυτική πολιτική αντίληψη η διατήρησίς της σε κατάσταση ασταθείας αποτελεί την καλύτερη εγγύηση αποτροπής της εξόδου της Ρωσίας στην Μεσόγειο. Στην «σχολή» αυτή θα πρέπει να αναζητηθούν τα αίτια του περιφήμου «Ανατολικού Ζητήματος», το οποίο, αν και ξεχασμένο, παραμένει ανοικτό μέχρι τις ημέρες μας.

Στην Ελλάδα δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε με ποιον τρόπο μάς επηρεάζουν γεγονότα που συντελούνται έξω από τα στενά όρια της γεωγραφικής περιοχής μας. Δεν προκαλεί έκπληξη λοιπόν το ότι ανέκαθεν ερμηνεύαμε απλοϊκά τις ενέργειες των Μεγάλων Δυνάμεων, αποδίδοντάς τους την απατηλή ταμπέλα του φιλελληνικού και ανθελληνικού προσανατολισμού.

Για την Δύση, είτε κατέχουν την ηγετική θέση οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπως σήμερα, είτε η Βρεταννία, όπως συνέβαινε στα τέλη του 19ου αιώνος, η έξοδος της Ρωσίας στην Μεσόγειο συνιστά δυνητική απειλή για τις θαλάσσιες οδούς επικοινωνίας και εμπορίου. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για τους αναλυτές της αγγλοσαξονικής σχολής αν πρόκειται για την Ρωσία των Τσάρων, για την Σοβιετική Ένωση ή για την Ρωσία του Πούτιν. «Η ρωσική άρκτος θα είναι πάντα η ρωσική άρκτος». Αυτή είναι μια από τις τυποποιημένες εκφράσεις που άκουγε κανείς, ακόμη και κατά την εποχή του Γιέλτσιν και της πλήρους μετασοβιετικής αποδιοργανώσεως.

Αν λοιπόν η Ρωσία, αντιμετωπιζόταν και τότε ως απειλή, αντιλαμβάνεται κανείς γιατί η αμερικανική πολιτική αποβλέπει στην στρατηγική απομόνωση της Μόσχας. Η πολιτική αυτή που εφαρμόζεται μεθοδικά, άρχισε με την απόκτηση ερεισμάτων σε χώρες της πρώην ΕΣΣΔ και συνεχίζεται με το πρόγραμμα της αντιβαλλιστικής ασπίδος, που δεν είναι τίποτε άλλο από την πολιτική δέσμευση των πρώην ανατολικών κρατών μέσω ενός προγράμματος χωρίς προφανή στρατιωτική αξία.

Η ρωσική απάντησις που για την ώρα περιορίζεται στην προαναγγελία αναπτύξεως των μικρού βεληνεκούς βαλλιστικών πυραύλων «Ισκαντέρ», δείχνει ότι η Μόσχα δεν προτίθεται να αφήση τα πράγματα στην τύχη τους. Δηλαδή η περαιτέρω όξυνσις είναι το αναμενόμενο σενάριο. Ας σημειωθή ότι σε αντίθεση με τα αντίστοιχα όπλα της ψυχροπολεμικής περιόδου, ο πύραυλος «Ισκαντέρ» καθοδηγούμενος με την βοήθεια δορυφόρου παρουσιάζει επαρκή ακρίβεια ώστε να είναι αποτελεσματικός για «χειρουργικά» πλήγματα με συμβατική κεφαλή.

Στο πλέγμα αυτό των διεθνών εξελίξεων, η Ελλάς δεν μπορεί να παραμείνη αμέτοχη. Η γεωγραφική θέσις την οποία κατέχουμε στο σταυροδρόμι των θαλασσίων οδών της Ευρασίας μας υποχρεώνει να ασκούμε πολιτική εξισορροπητική. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μπορούμε ή πρέπει να ενεργούμε μεσολαβητικά. Ούτε βεβαίως ότι η στάσις μας πρέπει να είναι ουδέτερη. Απαιτείται εξαιρετική μαεστρία για να μην ευρεθούμε σε δύσκολη θέση είτε έναντι των συμμάχων και εταίρων μας, είτε έναντι της Ρωσίας με την οποία έχουμε συνάψει στρατηγικές συμφωνίες οι οποίες μας βάζουν το «μεγάλο παιχνίδι» του 21ου αιώνος. Το παιχνίδι των ενεργειακών οδών.

Τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά. Και στην σημερινή συγκυρία, το χειρότερο που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι να προσποιηθούμε ότι δεν μας αφορούν. Κατ’ ανάλογο τρόπο αγνοήσαμε κατά το παρελθόν το θέμα των Σκοπίων, το οποίο τώρα όχι μόνον έχει εξελιχθή επί τα χείρω, αλλ’ επιπροσθέτως έχει δημιουργήσει δεσμεύσεις που περιορίζουν τις επιλογές της εξωτερικής μας πολιτικής. Δεν έχουμε την άνεση να ελιχθούμε όσον αφορά στην κρίση του Καυκάσου με ανοικτό ένα ζήτημα που δημιουργεί ακανθώδεις σχέσεις με τους συμμάχους μας. Γι’ αυτό τέτοια προβλήματα δεν πρέπει να αφήνονται να χρονίζουν.

(Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 25/08/2008)