Στην Ευρώπη, αλλά και στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, η αιολική ενέργεια διαφημίζεται ως η ενέργεια του μέλλοντος. Στη Μεγ. Βρεταννία, στη Βόρεια Θάλασσα που έχει ιδανικές συνθήκες ανέμου και γεωμορφολογίας, είναι εγκατεστημένες περίπου 2.600 ανεμογεννήτριες με συνολική ισχύ 12.7 GW που συνεισφέρουν περίπου το 35% του ενεργειακού μείγματος που καταναλώνει η χώρα

Και στην Ελλάδα το ποσοστό είναι περίπου το ίδιο, η ΕΕ μας πιέζει να το διπλασιάσουμε. Μπορεί κανείς να ισχυριστεί βάσιμα ότι οι πόροι που κατευθύνονται προς την αιολική ενέργεια είναι ένα αντίστοιχο New Deal για την εποχή μας.

Κι όμως βλέπουμε τους μεγαλύτερους κατασκευαστές αιολικών πάρκων να εγκαταλείπουν το ένα project πίσω από το άλλο. Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα η δανέζικη Orsted ματαίωσε δύο projects ανοιχτά της ακτής του New Jersey, τα Ocean Wind 1 και 2. Αναγκάστηκε να γράψει ελαττώσεις εσόδων (impairments) ύψους 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων στον ισολογισμό της, απόφαση που ασφαλώς θα ήταν δύσκολη. Η μετοχή της στο χρηματιστήριο της Κοπεγχάγης, όπου είναι εισηγμένη, υπέστη καθίζηση κατά 26%, διότι οι ελαττώσεις εσόδων ήταν πολύ υψηλότερες αυτών που η εταιρεία είχε προαναγγείλει τον Αύγουστο. Ως αιτίες της εγκατάλειψης των projects, η εταιρεία ανέφερε μεταβολές στο καθεστώς φορολογικών κινήτρων (tax credits) και αδειοδότησης.

Μπορεί κανείς να συνάγει ότι και οι λόγοι που υιοθετήθηκαν αυτά τα projects αρχικώς ήταν τα φορολογικά κίνητρα και η εύκολη αδειοδότηση. Δίνονται άδειες, χτίζεται capacity που το υπάρχον δίκτυο δεν μπορεί να απορροφήσει και μετά πρέπει να προσαρμοστεί η ζήτηση στην προσφορά (αντί του λογικού, που είναι να προσαρμόζεται η προσφορά στη ζήτηση). Ομως οι λόγοι των ματαιώσεων είναι αρκετά πιο σύνθετοι απ’ αυτούς που ανέφερε η εταιρεία. Από το 2021 και μετά οι εταιρείες σαν την Orsted βρίσκονται αντιμέτωπες με τρία πολύ σοβαρά προβλήματα:

1. Την αύξηση της τιμής των υλικών που συμμετέχουν στο κόστος κατασκευής μιας ανεμογεννήτριας.

2. Την αύξηση των τραπεζικών επιτοκίων, που αυξάνει το κόστος χρηματοδότησης των παραγωγών

3. Στις περισσότερες χώρες οι παραγωγοί είχαν σπεύσει να «κλειδώσουν» συμβόλαια απορρόφησης της δυναμικότητας που επρόκειτο να χτίσουν, σε τιμές ενέργειας που προ 2021 φαίνονταν επιτεύξιμες. Αυτό εξυπηρετούσε και τις ίδιες, που μείωναν τον κίνδυνο να μείνει η δυναμικότητα αδιάθετη, και τις κυβερνήσεις, που πουλούσαν επιθετικά το αφήγημα περί φτηνότερης «πράσινης» ενέργειας. Στη Μεγ. Βρεταννία, όπου γίνονται διαγωνισμοί προαγοράς μελλοντικού capacity, υπήρξαν εταιρείες κολοσσοί που κλείδωσαν τιμή 45 £/MWh για 10 χρόνια μπροστά. Με τις τιμές αυτές μπορούσαν να αποσβέσουν την αρχική επένδυσή τους και να αποκομίσουν κι ένα καλό περιθώριο κέρδους. Αυτό το «κλείδωμα», που τότε φαινόταν λογικό, είναι τώρα βρόγχος στο λαιμό των εταιρειών.

Η πρώτη τους κίνηση είναι να προσεγγίσουν τις κυβερνήσεις (στην περίπτωση των ΗΠΑ τις πολιτειακές κυβερνήσεις) και να ζητήσουν επαναδιαπραγμάτευση της τιμής. Σε κάποιες περιπτώσεις οι κυβερνήσεις ενδίδουν. Σε πολλές περιπτώσεις επιμένουν στην τήρηση των συμφωνηθέντων. Αυτό συνέβη στην περίπτωση του New Jersey με αποτέλεσμα η εταιρεία να εγκαταλείψει το έργο (και να επιβαρυνθεί με τις ρήτρες υπαναχώρησης).

Πρέπει να επισημάνουμε δύο λόγους που συνέτειναν στο ναύαγιο πολλών projects πριν ξεκινήσει η υλοποίηση. Πρώτον, ο προσδιορισμός μιας κλειδωμένης τιμής για πολλά χρόνια μπροστά δεν είναι ενδεδειγμένος συμβατικά τρόπος. Θα έπρεπε η τιμή να είναι συνάρτηση των παραγόντων εκείνων που καθορίζουν το κόστος του επενδυτή, αλλιώς είναι ένα απλό στοίχημα. Βέβαια, αυτό δυσκολεύει επικοινωνιακά τις κυβερνήσεις να ισχυριστούν ότι μείωσαν τις τιμές του ηλεκτρικού, αλλά αυτό είναι ένα θέμα που αφορά τις κυβερνήσεις. Δεύτερον, είναι βέβαιο ότι οι εταιρείες δεν κάνανε σοβαρή μελέτη πριν προσφέρουν, απλώς δελεάστηκαν από τις επιδοτήσεις και το ευνοϊκό ρυθμιστικό καθεστώς. Ομως οι σημερινές επιδοτήσεις αύριο μπορεί να καταργηθούν, άρα το business case ήταν εξαιρετικά εύθραυστο.

Βρισκόμαστε τώρα μπροστά σε ένα ενδιαφέρον αδιέξοδο: οι εταιρείες ζητούν πολύ υψηλότερες τιμές ηλεκτρικού για να ξανασυμμετάσχουν στις δημοπρασίες. Οι κυβερνήσεις αρνούνται να αυξήσουν τις τιμές, διότι το όλο αφήγημα περί φτηνής πράσινης ενέργειας θα απεκαλύπτετο ως απατηλό. Στην τελευταία δημοπρασία που προκηρύχθηκε στη Μεγ. Βρεταννία δεν συμμετείχε καμμία εταιρεία. Η αλήθεια είναι πώς η κυβέρνηση δεν έχει καμμιά βιασύνη να κλειδώσει τιμές από τώρα, αν στο μέλλον υπάρξει έλλειμμα δυναμικότητας μπορεί να χρησιμοποιήσει τους interconnectors και να εισάγει ενέργεια από τη Γαλλία και την Ολλανδία, όπως κάνει ήδη. Βέβαια, αυτό αυξάνει την εξάρτησή της από εισαγωγές. Καμμιά λύση δεν είναι τέλεια.

Είναι απαραίτητο να αντλήσουμε κάποια διδάγματα για τα καθ’ημάς. Η αιολική ενέργεια δεν είναι κατ’ ανάγκην φτηνή και δεν είναι πάντα προτιμότερη από άλλες πηγές ενέργειας. Μπορεί να μην εκλύει ρύπους, όμως οι ρύποι που έχουν εκλυθεί προκαταβολικά για την κατασκευή και την εγκατάσταση των ανεμογεννητριών βλάπτουν πολλαπλάσια και αμέσως. Τα σημερινά οικονομικά δεδομένα κάνουν αποδοτικές μόνο πολύ μεγάλες μονάδες, που ενδείκνυνται για τεράστια θαλάσσια οικόπεδα που δεν συντηρούν τοπικές οικονομίες. Η Ελλάδα δεν ανταποκρίνεται σε αυτό το προφίλ. Επίσης η Ελλάδα πουλάει το θαλάσσιο τοπίο της ως τουριστικό προϊόν, δεν έχει συνεπώς λόγο να το αλλοιώσει. Τέλος, η Ελλάδα έχει ήδη αρκετή ηπειρωτική αιολική ενέργεια, η προσθήκη και υπεράκτιας απλώς θα υποχρεώσει το Δίκτυο σε υπέρογκες δαπάνες για υποβρύχια καλώδια που θα επιβαρύνουν τον φορολογούμενο πολίτη. Αν το δημόσιο ταμείο είχε πλεονάσματα θα μπορούσε να το σκεφτεί κανείς, όμως υπό τις παρούσες συνθήκες θα ήταν αστόχαστο να δαπανηθούν λεφτά για τον σκοπό αυτό.