Οσοι σπουδάσαμε οικονομικά έχουμε γαλουχηθεί με την πεποίθηση ότι η αγορά, όταν αφεθεί ανεμπόδιστη, οδηγεί σε βέλτιστα αποτελέσματα. Η ρύθμιση της οικονομίας, παρότι πλέον γενικευμένη και εφαρμοζόμενη ασχέτως πολιτικών πεποιθήσεων, θεωρείται μάλλον αναγκαίο κακό που πρέπει να περιορίζεται στην προστασία των καταναλωτών. Η πρόσβαση στην αγορά γενικά πρέπει να είναι ελεύθερη και οι επιχειρήσεις

να στηρίζονται στα εμπορικά τους πλεονεκτήματα (ποιότητα, τιμή, κλπ). Περιορισμοί στην ελευθερία της αγοράς συνήθως οδηγούν σε υπο-βέλτιστα (suboptimal) αποτελέσματα, που μειώνουν το επίπεδο ευημερίας.

Στην περίοδο της παγκοσμιοποίησης, που κράτησε περίπου 30 χρόνια, το αφήγημα της ελεύθερης αγοράς λανσαρίστηκε εκ νέου. Ηταν το λεγόμενο Washington Consensus:  η άρση των εμποδίων στην διακίνηση κεφαλαίων, εμπορευμάτων και εργασίας θα έφερνε ευημερία και θα συνέβαλε στην ενίσχυση του δυτικού τρόπου διακυβέρνησης. Η παγκοσμιοποίηση όμως εμπεριείχε το σπέρμα της διάλυσής της: Η Ρωσία αφομοιώθηκε πλήρως αρχικά (μέχρι το 2007), εξαγοράστηκε από τις δυτικές πολυεθνικές εταιρείες. Ο Πούτιν προσπάθησε να εξαργυρώσει την οικονομική υποταγή με  πολιτική αποδοχή από τους δυτικούς υπερεθνικούς οργανισμούς μέχρι που του κατέστη σαφές ότι θα είναι για πάντα ανεπιθύμητος. Η Ρωσία όμως ανέχθηκε το ρόλο του προμηθευτή φτηνής ενέργειας και του εισαγωγέα δυτικών καταναλωτικών αγαθών. Η Κίνα, από την άλλη, δεν είχε τέτοιες αυταπάτες. Κατάφερε λόγω της κρατικά ελεγχόμενης οικονομίας της να ανέβει στην τεχνολογική κλίμακα και από εισαγωγέας τεχνολογίας να γίνει εξαγωγέας.  

Αυτό κινητοποίησε τα προστατευτικά ανακλαστικά των Δυτικών δυνάμεων, πρωτίστως των ΗΠΑ. Ο Trump έδωσε τη χαριστική βολή στην παγκοσμιοποίηση. Επί προεδρίας του επιβλήθηκαν όχι απλώς δασμοί στις κινεζικές εισαγωγές αλλά και εμπόδια στη λειτουργία κινεζικών επιχειρήσεων παγκοσμίως. Η χρήση του δολλαρίου για τη διεξαγωγή του διεθνούς εμπορίου δεν είναι πλέον ασφαλής, έχει γίνει weaponised. Ο δολλαριοποιημένος πλούτος μπορεί ανά πάσα στογμή να δεσμευτεί από τις τράπεζες που τον φιλοξενούν, όπως είδαμε πρόσφατα με τα αποθέματα της Ρωσικής Κεντρικής Τράπεζας. Αυτό θα οδηγήσει στην σταδιακή χρήση άλλων νομισμάτων για το διεθνές εμπόριο από τους μεγάλους παίκτες, κυρίως την Κίνα, μια τάση που βρίσκεται μόλις στο ξεκίνημά της τώρα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, σε αντίθεση με τη δεκαετία του 60 και το τείχος του Βερολίνου, είναι η Δύση που σηκώνει τα τείχη τώρα, επικαλούμενη την υπεράσπιση του rules based Order.  Οι χώρες της Δύσης συμμορφώνονται ασμένως: ένα παράδειγμα είναι η χρήση λογισμικού της Huawei στη Μεγ. Βρεταννία, το οποίο μέχρι το 2016 ήταν με διαφορά το πιο ανταγωνιστικό ως πλατφόρμα για την 5G τεχνολογία. Τα εμπόδια που τέθηκαν στις εταιρείες τηλεφωνίας ήταν αμιγώς πολιτικά, η Vodafone διαμαρτυρήθηκε τότε διότι υποχρεώθηκε να προμηθευτεί ακριβότερο και υποδεέστερης ποιότητας λογισμικό από άλλη πηγή. Οι διαμαρτυρίες ήταν εις μάτην, η Huawei εξοβελίστηκε από την Μεγ. Βρεταννία προς ζημία των καταναλωτών.

Η βίαιη διάλυση των επί 30 χρόνια καθιερωμένων προμηθευτικών αλυσίδων και η δια της πολιτικής επιβολής σύμπυξη καινούριών έχει και τα ατυχήματά της. Οι ενεργειακοί κολοσσοί Shell και BP, επί χρόνια συνεργαζόμενοι με την Gazprom για την εισαγωγή αερίου στη Δυτ. Ευρώπη, μετά την ρήξη του 2022 υποχρεώθηκαν να στραφούν στην προμήθεια LNG από τις Ηνωμένες Πολιτείες για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Κάτι που πιθανότατα ήταν στο σχεδιασμό των ΗΠΑ από την πρώτη στιγμή. Μία από τις προμηθεύτριες εταιρείες τους είναι και η Venture Global LNG, η οποία άρχισε να παράγει δοκιμαστικά LNG στις εγκαταστάσεις Calcasieu Pass ανοιχτά της Louisiana τον Ιανουάριο του 2022. Υπέγραψαν λοιπόν συμβόλαιο με την Venture Global για την προμήθεια LNG σε σταθερή τιμή από το Calcasieu Pass (το οποίο όταν υπεγράφη το συμβόλαιο ήταν ακόμα υπό κατασκευήν) για να καλύψουν τις Ευρωπαϊκές τους ανάγκες.

Fast forward στο σήμερα. Η Venture Global LNG δεν έχει στείλει τις αναμενόμενες ποσότητες στη Shell και BP και οι ευρωπαϊκές εταιρείες στέλνουν επιστολή προς τις αρχές των ΗΠΑ και της ΕΕ και ζητούν να παρέμβουν και να ασκήσουν πίεση στην αμερικανική Εταιρεία να τηρήσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις. Σημειώστε: δεν πάνε σε διαιτησία, που θα ήταν κανονικό, αποτείνονται σε πολιτικές αρχές ευθέως και ανοιχτά. Οι Ευρωπαίοι ισχυρίζονται ότι η Αμερικανική εταιρεία συμπεριφέρθηκε «οπορτουνιστικά» διότι διέθεσε LNG στη spot αγορά σε τιμές πολύ υψηλότερες των συμφωνημένων μαζί τους, αντί να διαθέσει σε αυτούς.  Γράφουν στην επιστολή τους «τέτοια μυωπική συμπεριφορά δημιουργεί ένα ανησυχητικό προηγούμενο που μπορεί να διαβρώσει την εμπιστοσύνη στην αγορά».

Η Venture Global, από την άλλη, απαντά ότι οι συμβατικές της υποχρεώσεις προς τους Ευρωπαίους δεν έχουν ξεκινήσει διότι η εγκατάσταση δεν είναι ακόμα επιχειρησιακά έτοιμη (βρίσκεται σε φάση commissioning). Οι ποσότητες LNG που παρέδωσε στους Ευρωπαίους το 2022 είχαν παραχθεί κατά την κατασκευή του Calcasieu Pass, είναι συνεπώς προσυμβατικές. Οι Αμερικανοί προβαίνουν σε πολύ ενδιαφέρουσες αποκαλύψεις: λένε ότι η Shell, από τα 7 φορτία LNG που παρέλαβε από την Venture Global το 2022, πούλησε τα 3 εκτός Ευρώπης για υψηλότερα κέρδη (ενώ προορίζοντο για την Ευρωπαϊκή αγορά). Στην επιστολή τους προς την US-EU Task Force on Energy Security γράφουν ότι η προσφυγή των Ευρωπαϊκών εταιρειών σε πολιτικά όργανα «να επέμβουν στη διαχείριση δεσμευτικών και εμπιστευτικών διμερών συμφωνιών μεταξύ εμπορικών εταίρων είναι εξοργιστική(....) Συνιστά προσπάθεια εκφοβισμού (bullying) μιας εταιρείας πρόσφατα δραστηριοποιηθείσας στον κλάδο να αποποιηθεί τα συμβατικά της δικαιώματα ώστε εκείνοι να αυξήσουν τα ήδη υψηλότατα κέρδη τους».

Είναι ενδιαφέρον ότι όλοι επικαλούνται την ιερότητα των εμπορικών συμβάσεων κατά το δοκούν, ενώ στην πραγματικότητα αποβλέπουν σε υπερ-κανονικά κέρδη από την βίαιη αναδιάρθρωση του διεθνούς εμπορίου, που έχει γεωπολιτικά αίτια. Το σίγουρο είναι ότι πλέον η πολιτική έχει, και θα έχει πλέον, τον πρώτο λόγο στις οικονομικές αποφάσεις.