Η ακρίβεια που τρέχει, αλλά και οι νέες επιβαρύνσεις που έρχονται λόγω, κυρίως, του κόστους της πράσινης μετάβασης, αλλά και μιας διαρκούς αβεβαιότητας στο μέτωπο της ενέργειας έχουν σημάνει “συναγερμό” στο Μέγαρο Μαξίμου, που βλέπει ότι οι τιμές αποτελούν τη βασική απειλή της “μονοκρατορίας” του. Καθώς μάλιστα, η ναυτιλιακή βιομηχανία, κομβική για κάθε προϊόν που

παραδίδεται στο “ράφι” προετοιμάζεται για την σταδιακή συμμετοχή της στο ευρωπαϊκό σύστημα εμπορίας ρύπων (ΣΕΔΕ-EU ETS) από την 1η Ιανουαρίου, αναμένεται και να ενσκήψουν νέες αιτίες ανατιμήσεων λόγω της αύξησης του μεταφορικού κόστους. Ακόμη κι αν είναι  οριακό, επιβαρύνει “αθροιστικά” μια σειρά από καθημερινά προϊόντα, πίσω από τα οποία βρίσκεται ένα εκτεταμένο δίκτυο μεταφορών. Να σημειωθεί ότι μέχρι 2026 εκτιμάται ότι  ο “λογαριασμός” από τις επιβαρύνσεις στη ναυτιλία θα έχουν συνολικό κόστος μεταξύ 8-10 δισ. ευρώ. 

Τούτου δοθέντος και με δεδομένες τις πιέσεις που καταγράφονται τώρα σε συγκεκριμένα βασικά είδη, αλλά κυρίως με επαπειλούμενες νέες μεγάλες ανατιμήσεις στον ορίζοντα από την αρχή του νέου έτους, περίοδο, που αποφασίζονται οι τιμολογιακές πολιτικές των εταιρειών η κυβέρνηση αναζητεί εναγωνίως αναχώματα, τόσο για να “μαζέψει” την αγορά, όσο και να προλάβει αρνητικές καταστάσεις σε “αγορές” βάσεις, όπως η ηλεκτρική ενέργεια, που αποτελούν “βαρόμετρο” για το χάρτη ακρίβειας. 

Λογαριασμοί

Στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, όπου και πάλι λόγω της επαναφοράς της ρήτρας αναπροσαρμογής και άρσης του καθεστώτος επιδοτήσεων υπάρχει εύλογη αγωνία για το πώς θα διαμορφωθούν οι τιμές, σε ένα περιβάλλον με σημαντικές αστάθειες και θεσμικά κενά, η κυβέρνηση επιχειρεί να βάλει “κορσέ” στους παρόχους, αν και βέβαια μια λύση με βάθος θα ήταν μια ουσιαστική ενίσχυση της ΡΑΑΕΥ και ανάδειξη του ρόλου της. Στο πλαίσιο αυτό, από τον υπουργό Ενέργειας και Περιβάλλοντος θ, Σκυλακάκη, προτάσσεται το νέο ελεγχόμενο από τη κυβέρνηση“πράσινο τιμολόγιο”, αλλά και η προώθηση μιας ρύθμισης για τον κώδικά προμήθειας, που θα είναι αρκετά πιο ευνοϊκή για τον καταναλωτή σε περιπτώσεις “κόκκινων” χρεών. 

 

Ωστόσο, από την πλευρά των προμηθευτών αναφέρεται ότι τα τιμολόγια αυτά, μπορεί να οδηγήσουν σε υψηλότερες χρεώσεις από τα ex-post κυμαινόμενα τιμολόγια, όπου δηλαδή η ρήτρα αναπροσαρμογής δίνει τη δυνατότητα για πιο ορθή στάθμιση ρίσκου με τον εκ των υστέρων υπολογισμό του κόστους της κιλοβατώρας και άρα  πιθανότητα για πιο μειωμένες τιμές, λόγω και του ανταγωνισμού. Όλα αυτά, βέβαια, με την αίρεση ότι η αγορά δε θα έχει και πάλι “φουρτούνες”.

Ουσιαστικά  η αγορά, καθώς, οι περισσότεροι πελάτες δεν ασχολούνται με τις ενημερώσεις που λαμβάνουν από τον προμηθευτή τους,  “φωτογραφίζει” έναν κίνδυνο.  Όπως αναφέρεται μια πολύ μεγάλη μερίδα καταναλωτών ενδέχεται να “εγκλωβιστεί σε τιμολόγια με αυξημένες χρεώσεις ρεύματος. Κι αυτό γιατί όπως προβλέπεται, θα μεταπέσουν όλοι στα «πράσινα» τιμολόγια των προμηθευτών από τις αρχές του έτους, εκτός εάν ρητά επιλέξουν κάτι άλλο. Άρα, λόγω και της σταθερής δομής που θα έχει για τρεις μήνες, στην αρχή,  μπορεί το συγκεκριμένο τιμολόγιο αποδειχθεί ακριβότερο από τις διαθέσιμες εναλλακτικές επιλογές, εάν μάλιστα πέσουν και οι τιμές χονδρικής και αερίου. Μάλιστα, όπως σημειώνεται, θα χρειαστούν αρκετοί μήνες για να το συνειδητοποιήσουν οι καταναλωτές, και ακόμη περισσότεροι για να στραφούν σε φθηνότερες συμβάσεις προμήθειας. 

Πάντως, ο αντίλογος λέει ότι το «πράσινο» τιμολόγιο αντιμετωπίζει αρκετές από τις αρρυθμίες της εποχής των ρητρών αναπροσαρμογής, κατ΄ αρχάς καθιστώντας εύκολη τη συγκρισιμότητα των προσφορών των εταιρειών. Δεν είναι τυχαία η έμφαση που δίνει το ΥΠΕΝ στο να είναι «ορατή» στους καταναλωτές η τελική χρέωση, αλλά και η πρόβλεψη για εισαγωγή κωδικού QR και του link του εργαλείου σύγκρισης τιμών της ΡΑΑΕΥ, τόσο στους λογαριασμούς ρεύματος όσο και σε κάθε ενημερωτικό μήνυμα των παρόχων προς τους πελάτες τους. 

Η “καθαρή τιμή”

Πέρα από τις παρεμβάσεις στην αγορά ενέργειας, που ωστόσο θα φανεί εάν είναι επαρκείς, τα μέτρα ενίσχυσης του εισοδήματος των πολιτών το Δεκέμβριο αλλά και τα νέα που έρχονται το 2024, η κυβέρνηση και ειδικά το Υπουργείο Ανάπτυξης επιχειρεί να παρέμβει, πέρα από την επιβολή σχεδόν 8 εκατ. ευρώ προστίμων τελευταία, ώστε να διαμορφώσει όρους διαφάνειας στην αγορά. Η προσπάθεια αυτή έχει "ιστορικό βάθος", καθώς ήδη επί κυβερνήσεων Κώστα Καραμανλή και επί υπουργίας Χρ. Φώλια και Γιώργου Βλάχου στο Υπ. Ανάπτυξης επιχειρήθηκε και τότε να μπει σε πλαίσιο η "καθαρή" τιμή και να ελεγχθούν οι τιμοκατάλογοι αλλά και οι "επιστροφές" των προμηθευτών στα σούπερ μάρκετ.

Να σημειωθεί, ότι και τώρα στο ΥΠΑΝ και πάλι έχει μπει ο προβληματισμός για την “καθαρή’ τιμή. Δηλαδή για διαμόρφωση συνθηκών στην αγορά, που δε θα υπάρχει μια “θολή” εικόνα τιμών, με τις προσφορές και τις παροχές των προμηθευτών προς τις αλυσίδες, αλλά με πλαίσιο, όπου όλα θα “πατούν” σε αναγγελίες “καθαρών” τιμών. Μάλιστα, ο υπουργός Ανάπτυξης Κώστας Σκρέκας, με δηλώσεις του στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ, έχει ταχθεί εναντίον των προσφορών αυτών, τονίζοντας ότι δεν βοηθάνε στο να υπάρχει μια σταθερά χαμηλή τιμή στα προϊόντα, προσθέτοντας ότι η πρακτική των σούπερ μάρκετ έχει ως αποτέλεσμα ένας πολίτης να «στοκάρει» προϊόντα. Πάντως,, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης επί της ουσίας έχει ήδη, πάρει  αποστάσεις από τον υπουργό Ανάπτυξης Κώστα Σκρέκα και τις διαρροές που είδαν το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες ημέρες για κατάργηση των προσφορών 1+1 στα σούπερ μάρκετ.

Εταιρικά κέρδη τρέφουν τον πληθωρισμό 

Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι τα κέρδη των επιχειρήσεων στην Ελλάδα τροφοδοτούν σε μεγάλο βαθμό τον πληθωρισμό, με βάση όσα ανέφερε ι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκτιμώντας μάλιστα ότι αυτό θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια. Συγκεκριμένα, στο ειδικό κεφάλαιο των φθινοπωρινών προβλέψεων της Κομισιόν για τους παράγοντες που συνεισφέρουν στον πληθωρισμό εκτιμάται ότι οι χώρες στις οποίες τα κέρδη (μαζί με τους φόρους) θα έχουν κατά την περίοδο 2022-2025 τη μεγαλύτερη συνεισφορά στην άνοδο των τιμών είναι η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Ρουμανία, η Σλοβακία, η Ελλάδα και η Σλοβενία. Αντίθετα, η συνεισφορά του κόστους εργασίας είναι σαφώς μικρότερη. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Κομισιόν, ο πληθωρισμός (εναρμονισμένος δείκτης) προβλέπεται να είναι 4,3% φέτος, 2,8% το 2024 και 2,1% το 2025. Παράλληλα, ο  επίτροπος για τις νομισματικές υποθέσεις και την οικονομία Π. Τζεντιλόνι προέταξε τις αυξήσεις μισθών ως ανάχωμα στην ακρίβεια, λέγοντας ότι σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες «υπάρχει περιθώριο να αυξηθούν οι μισθοί για να ενισχυθεί η αγοραστική δύναμη των μισθωτών, αξιοποιώντας το περιθώριο που δίνουν τα υψηλά κέρδη σε διάφορους τομείς της οικονομίας».